Η Έρση Σωτηροπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτιστική ανθρωπολογία στη Φλωρεντία και εργάστηκε ως μορφωτική σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη. Έχει γράψει ποιήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Το βιβλίο της Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2000 και με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω». Έργα της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και σουηδικά.
Ο Καβάφης χάραξε έναν δικό του δρόμο, μοναδικό και ανεπανάληπτο. Πέρασε μπροστά από την εποχή του, διασχίζοντας το χρόνο. Στα ποιήματά του γράφει για το παρελθόν, αλλά μας μιλάει για το σήμερα, γι’αυτό εξακολουθεί να είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα Τι μένει από τη νύχτα, ταξίδεψα μέσα από τις σελίδες του. Πριν από πόσα χρόνια ξεκίνησε η όλη ιδέα της συγγραφής του;
Η ιδέα ξεκίνησε πριν από χρόνια, όταν διοργάνωσα μια μεγάλη έκθεση με παράλληλες εκδηλώσεις, αφιερωμένη στον Κ. Καβάφη, στο Palazzo Venezia στη Ρώμη. Ήταν το 1984. Μου είχαν δημιουργηθεί πολλά ερωτηματικά σχετικά μ’ αυτό το ταξίδι στο Παρίσι, για το οποίο εκτός από μερικά ενθύμια δεν υπήρχε κάποια προσωπική σημείωση, καμμιά αναφορά στο αρχείο του ποιητή. Άρα ήταν η απουσία πληροφοριών, το κενό, κι όχι κάποια συνταρακτική λεπτομέρεια, το πρώτο μου έναυσμα για να γράψω.
Ποιες ήταν οι πηγές, το αρχειακό υλικό και η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήσατε;
Το αρχείο Καβάφη, φυσικά, αρχειακό υλικό από το Ε.Λ.Ι.Α, κι έπειτα μια εκτεταμένη βιβλιογραφία, όχι μόνο σχετικά με την Αλεξάνδρεια και τη ζωή της ελληνικής κοινότητας εκεί αλλά και για το Παρίσι, τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής, την καθημερινή ζωή και τις πολιτικές ζυμώσεις, την υπόθεση Ντρέιφους που είχε διχάσει και συγκλονίσει την κοινή γνώμη, όπως επίσης για το τι συνέβαινε το ίδιο διάστημα στην Ελλάδα, η οποία έβγαινε ηττημένη από έναν ταπεινωτικό πόλεμο τριάντα ημερών, για το πολιτικό σύστημα στην Αίγυπτο κ.ά. Η βιβλιογραφική αναζήτηση δεν είχε τέλος, αλλά θέλω να τονίσω ότι, παρότι εξαντλητική και χρονοβόρα, δεν ήταν εκείνη που έδωσε το στίγμα του βιβλίου. Όλο αυτό το υλικό αποτέλεσε περισσότερο τη βάση εκτόξευσης – γιατί το μυθιστόρημα δεν είναι βιογραφία.
Πώς ο συγγραφέας καταφέρνει να γίνεται επίμονη σκιά του ποιητή, να παρακολουθεί, να περιγράφει τις σκέψεις και τις δραστηριότητές του;
Με πάθος και ευαισθησία. Χρειάζεται επιμονή, υπομονή και αντοχή στις απογοητεύσεις και τις αποτυχίες που μπορεί να προκύψουν και θα προκύψουν οποιαδήποτε στιγμή στη διάρκεια του γραψίματος. Ήθελα να βρω τη φωνή του Καβάφη όταν ήταν νέος, τριάντα τεσσάρων ετών, μια φιγούρα διαφορετική από την εικόνα του γηραλέου ποιητή που έχουμε συνηθίσει. Να μιλήσω με τη φωνή εκείνου του αδέξιου αλλά παθιασμένου και φιλόδοξου νεαρού που επρόκειτο να γίνει ο μεγάλος ποιητής που γνωρίζουμε. Αυτό ήταν το στοίχημα.
Αναφέρετε ότι ο Κωνσταντίνος Καβάφης ταξίδεψε στο Παρίσι μαζί με τον αδελφό του Τζον. Σε τι τον βοήθησε στη συνέχεια το συγκεκριμένο ταξίδι;
Μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει κανείς. Το 1897 ήταν μια εξαιρετική εποχή για το Παρίσι. Η πόλη ακτινοβολούσε, καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο συνέρρεαν στη Μονμάρτη, γεννιόντουσαν νέα ποιητικά ρεύματα. Μ’ ενδιέφερε η επαφή του Καβάφη που ερχόταν από την επαρχιώτικη, οπισθοδρομική Αλεξάνδρεια μ’ αυτόν τον καινούργιο, λαμπερό κόσμο. Τελικά, εκείνο που με αινιγμάτισε ήταν το κενό: γιατί, όπως είπα, δεν υπάρχει κανένα ίχνος στα γραπτά του γι’αυτή την εμπειρία του.
Στην πόλη του φωτός συνάντησε τον Μαρδάρα, γραμματέα του ποιητή Ζαν Μωρεάς. Ποια ήταν η φήμη του Ζαν Μωρεάς στο Παρίσι εκείνη την εποχή;
Ο Ζαν Μωρεάς ήταν από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής, με κύρος και δύναμη. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Καβάφης στο βιβλίο, ο Μωρεάς βάφτιζε κάθε μέρα κι από ένα νέο ποιητικό κίνημα. Ήταν φυσικό η γνώμη του να μετράει για έναν νέο ποιητή και μια κακή κριτική του να σημαίνει λογοτεχνική καταδίκη.
Μου άρεσε η περιγραφή του Παρισιού και η αντιπαράθεση των διάσημων αλλά και κακόφημων σημείων της πόλης. Αλήθεια, ποια είναι η σύγκριση με το σήμερα;
Νομίζω ότι τότε, σε σύγκριση με σήμερα, ήταν πιο ρευστό το πέρασμα από το κοσμικό Παρίσι της αριστοκρατίας και των πλούσιων αστών στις λαϊκές συνοικίες και τα κακόφημα στέκια. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε ταξική χαρτογράφηση της πόλης, που αντίθετα ήταν πολύ έντονη. Σήμερα όμως τα στεγανά μοιάζουν αδιαπέραστα. Η περιφέρεια του Παρισιού με τις περίφημες Cités είναι δραματικά υποβαθμισμένη, ένα γκέτο.
Τι μένει από τη νύχτα Έρση Σωτηροπούλου Πατάκης 329 σελ. ISBN 978-960-16-6517-7 Τιμή: €15,40 |
Γράφετε ότι «έπρεπε να συγκροτήσει τον εαυτό του, να βρει το κέντρο του. Πόσο ποσοστό της ημέρας του απασχολούσε η ποίηση, πόσο οι έρωτες, πόσο η καλοπέραση». Αλήθεια, ήταν οργανωτικός και μεθοδικός ο Κωνσταντίνος Καβάφης;
Συντηρητικός, μεθοδικός αλλά αναποφάσιστος. Όταν επρόκειτο να στείλει σε κάποιον τα ποιήματά του άλλαζε συνέχεια γνώμη μέχρι την τελευταία στιγμή, για το ποια ποιήματα θα περιλάβει, ποια θ’ αποκλείσει, με ποια σειρά κ.λπ. Η οικονομική καταστροφή και η παρακμή της οικογένειας τον είχαν σημαδέψει και θα του στοίχιζαν ως το τέλος. Ήταν ένας τύπος συγκρατημένος, επιφυλακτικός, αρκετά καταπιεσμένος από την οικογένειά του, ιδιαίτερα από τη μητέρα του, και σχετικά άτολμος στις επιλογές της καθημερινής ζωής, που όμως μέσα του τον έκαιγε μια φλόγα, τον έτρωγαν αμφιβολίες, είχε πάθος. Λοιπόν, ο Καβάφης στη μεταιχμιακή στιγμή του 1897 είναι συγχρόνως η αφορμή για να παρακολουθήσουμε τη σχέση του ερωτικού πόθου με την καλλιτεχνική έκφραση, τη διαχείριση μιας έντονης επιθυμίας που δεν βρίσκει διέξοδο και μια εσωτερική διεργασία που οδηγεί σε ποιητική ωρίμανση. Μέσα στο θορυβώδες, κοσμοπολίτικο περιβάλλον του Παρισιού, μια διαδρομή με το βλέμμα και το μυαλό του να ξαναγυρίζουν επίμονα σε δύο πράγματα, στον έρωτα και την ποιητική.
Διάβασα ότι ο αδελφός του Τζον τον βοήθησε στη μετάφραση ποιημάτων. Στο μυθιστόρημα φέρνετε ένα νέο στοιχείο, ότι έγραφε ποιήματα. Ήταν ο Τζον Καβάφης ποιητής;
Ναι, βέβαια, ήταν ποιητής ο Τζον Καβάφης. Έγραφε στα αγγλικά. Αλλά έμεινε στην Ιστορία ως ο πρώτος μεταφραστής του μικρότερου αδελφού του.
Τα τελευταία χρόνια οι αναγνώστες λατρεύουν τα μυθιστορήματα που αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα και ιδιαίτερα σε διάσημους καλλιτέχνες. Γιατί υπάρχει αυτή η προτίμηση;
Συνήθως τα μυθιστορήματα που αναφέρονται σε υπαρκτά πρόσωπα διαβάζονται με ευκολία, ίσως γιατί επιτρέπουν γρήγορους συνειρμούς με βάση αυτά που ήδη γνωρίζει κανείς για τον ήρωα του βιβλίου. Έχουν κατά κάποιον τρόπο λιγότερες απαιτήσεις από τον αναγνώστη. Αν και καμμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως αυτή η προτίμηση στις βιογραφίες έχει μια μακρινή συγγένεια με τα reality που κατακλύζουν την τηλεόραση. Να μπεις μέσα στη ζωή του άλλου, να τη ρουφήξεις, να την εξαντλήσεις και μετά να συνεχίσεις τον ανέπρακτο βίο σου στον καναπέ. Ένα είδος ανθρωποφαγίας, δηλαδή. Βέβαια υπάρχουν βιογραφίες και βιογραφίες, κι ανάμεσά τους μερικές ενδιαφέρουσες και καλογραμμένες.
Για τον Κωνσταντίνο Καβάφη έχουν γραφτεί πολλά βιβλία. Ποια από αυτά θα τα προτείνατε να διαβάσουν οι αναγνώστες μας;
Εκείνο που προέχει είναι να διαβάσουν τον ίδιο τον ποιητή. Όχι μόνο τα ποιήματα του Κανόνα αλλά και τα Κρυμμένα. Να διαβάσουν και τα πεζά του. Είχε γράψει ένα διήγημα, το «Εις το φως της ημέρας», που ανήκει στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας και είναι πραγματικό διαμάντι.
Γιατί ο Κωνσταντίνος Καβάφης θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές;
Ο Καβάφης χάραξε έναν δικό του δρόμο, μοναδικό και ανεπανάληπτο. Πέρασε μπροστά από την εποχή του, διασχίζοντας το χρόνο. Στα ποιήματά του γράφει για το παρελθόν, αλλά μας μιλάει για το σήμερα –η οπτική του γωνία μπορεί ν’ αγκαλιάσει παρελθόν και μέλλον–, γι’αυτό εξακολουθεί να είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ.
Το 1897 ήταν μια εξαιρετική εποχή για το Παρίσι. Η πόλη ακτινοβολούσε, καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο συνέρρεαν στη Μονμάρτη, γεννιόντουσαν νέα ποιητικά ρεύματα. Μ’ ενδιέφερε η επαφή του Καβάφη που ερχόταν από την επαρχιώτικη, οπισθοδρομική Αλεξάνδρεια μ’ αυτόν τον καινούργιο, λαμπερό κόσμο.
Ποια ποιήματα του Καβάφη έχετε διαβάσει και δεύτερη φορά;
Αρκετά, πολλά. Η γραφή του μοιάζει λιτή, γυμνωμένη, σχεδόν διάφανη, είναι ποιητής που προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις. Υπάρχει ένα ποίημα που έχω διαβάσει άπειρες φορές, λέγεται «Μισή ώρα», κι ανήκει στα Κρυμμένα, εκείνα που αρνήθηκε να δημοσιεύσει όσο ζούσε. Λειτούργησε σαν μίτος της Αριάδνης όσο έγραφα το μυθιστόρημα, ιδιαίτερα οι παρακάτω στίχοι:
Aλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Ποια φράση σάς έχει μείνει από τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη;
Ένας στίχος από το «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»: Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.