Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

«Η ιδιωτική ζωή ενός κατασκόπου: Οι επιστολές του John le Carré, 1945-2020»

 


«Ήταν ο μεγαλύτερος επιστολογράφος του 21ου αιώνα» σύμφωνα με τη διατύπωση του Άγγλου δημοσιογράφου Λουκ Χάρντινγκ. Ο Τζον λε Καρέ, ή Ντειβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ, γεννήθηκε το 1931 μέσα σε μια διαλυμένη οικογένεια. Ο πατέρας του, τον οποίο χαρακτήριζε «τράπεζα τρελών γονιδίων», φυλακίστηκε δυο φορές για απάτη, ενώ η μητέρα του εγκατέλειψε αυτόν και τον αδελφό του όταν ήταν τεσσάρων και έξι χρονών αντίστοιχα. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του κλεισμένος σε οικοτροφεία υπό την επίβλεψη της Iρλανδής γιαγιάς του, που την αγαπούσε πολύ. Από νεαρή ηλικία έφυγε από το ασφυκτικό αγγλικό περιβάλλον για να σπουδάσει στη Βέρνη της Ελβετίας, όπου έμαθε γερμανικά, και μπήκε στον κόσμο της κατασκοπείας που ανθούσε μεταπολεμικά στη γειτονική Αυστρία. Με το μυθιστόρημά του Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο έγινε ξαφνικά παγκόσμιο είδωλο. Όπως λέει ο ίδιος: «Ποτέ ως τότε δεν είχα λεφτά και βρέθηκα να κολυμπάω στο χρήμα. Είχα ζήσει στην αφάνεια, κυριολεκτικά στη σκιά, και ξαφνικά έπεσε πάνω μου εκτυφλωτικά το φως των προβολέων…».

Την επιμέλεια της έκδοσης του σημαντικότερου μέρους της αλληλογραφίας του ανέλαβε ο γιος του Τιμ Κόρνγουελ, ψάχνοντας στο επιμελημένο αρχείο του, καθώς ο Τζον λε Καρέ ήταν πάντα τακτικός με τα χειρόγραφα και τις επιστολές του, δουλεύοντας εφτά με οχτώ ώρες την ημέρα σε μια φάρμα της Κορνουάλης που είχε αγοράσει το 1969. Απεχθανόταν τα κινητά και τα τάμπλετ, δεν δακτυλογραφούσε ποτέ τα κείμενά του κι επέμενε να στέλνει επιστολές μέχρι το τέλος της ζωής του, καθώς πίστευε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να διασώσει τη γλώσσα που αγαπούσε και στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του. Μέσα από την αλληλογραφία του φωτίζεται ένας χαρακτήρας που κατάφερε να διαχειριστεί την τεράστια φήμη του παραμένοντας αξιοπρεπής και νηφάλιος, μη διστάζοντας να καυτηριάσει τους δημοσιογράφους και τον βρετανικό Τύπο, τον οποίο χαρακτήριζε φρικτό και απέφευγε τα πάρε-δώσε μαζί του. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιστολές που αναφέρονται σε διάσημους συγγραφείς, όπως ο Σαλμάν Ρούσντι, με τον οποίο είχε μια περίφημη διαμάχη κατηγορώντας τον ότι για χάρη της δημοσιότητας είχε προκαλέσει τον θάνατο απλών ανθρώπων, ενώ απλά μπορούσε να αποσύρει τους Σατανικούς στίχους. Μια άλλη ενδιαφέρουσα σχέση του Λε Καρέ έχει να κάνει με το άλλο ιερό τέρας της αγγλικής λογοτεχνίας, τον Γκράχαμ Γκριν, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα, αλλά δεν μπορούσε να μη στηλιτεύσει την αρρωστημένη του επιδίωξη για τα φώτα των προβολέων, καθώς και τις ανόητες πολιτικές του θέσεις.

Η επιτυχία των πρώτων ιστοριών του τον υποχρέωσε να αναπτύξει μια κατασκοπευτική θεματολογία, δεν δίστασε όμως να πειραματιστεί και με άλλα είδη λογοτεχνίας επιχειρώντας να μην εγκλωβιστεί σε καθιερωμένα κλισέ, ενώ μέχρι την όγδοη δεκαετία της ζωής του δούλευε πυρετωδώς έχοντας ως μότο τη φράση «το γράψιμο δεν έχει αξία αν δεν είναι ψυχαναγκαστικό». Βιβλία του, όπως Ο επίμονος κηπουρός, Ο ράφτης του ΠαναμάΟ Νo1 καταζητούμενος, έγιναν πασίγνωστες ταινίες και τον έφεραν σε επαφή με τους διασημότερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες.

Πέρα από τις λογοτεχνικές του αναζητήσεις, η επιστολογραφία του φέρνει στην επιφάνεια μια λαγαρή πολιτική αντίληψη, που του επέτρεπε να διακρίνει από νωρίς τα ολέθρια αδιέξοδα και τις αυταπάτες του κομμουνισμού, το άνοιγμα των παραδοσιακών ρηγμάτων ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, την άθλια συμπεριφορά των δυτικών δημοκρατιών απέναντι στη Ρωσία, που επέτρεψε την εκκόλαψη ενός τέρατος. Δεν παρέλειπε δε να επικρίνει δριμύτατα τις αυτοκαταστροφικές πολιτικές των Βρετανών ηγετών, όπως ο ναρκισσιστής Τόνι Μπλερ και η άθλια παρέα των αποφοίτων του κολεγίου του Ίτον που έφερε στην εξουσία τον Μπόρις Τζόνσον, θάβοντας το μέλλον της χώρας.

Μέσα από την αλληλογραφία του φωτίζεται ένας χαρακτήρας που κατάφερε να διαχειριστεί την τεράστια φήμη του παραμένοντας αξιοπρεπής και νηφάλιος.

«Δεν ξεκίνησα το έργο της συγκέντρωσης και επιμέλειας του υλικού με κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή ιστορία κατά νου», λέει ο γιος του Τζον λε Καρέ. «Οι επιστολές επιλέχθηκαν, θαρρείς, από μόνες τους. Υπάρχει μια κριτική στο πίσω μέρος του βιβλίου του Νόρμαν Λούις Naples ’44 [Νάπολη ’44], του αγαπημένου μου βιβλίου απ’ όσα μου έδωσε ο πατέρας μου: “Το διαβάζεις σελίδα σελίδα σαν να τρως κεράσια”. Αυτή η παρομοίωση μου έχει μείνει. Ελπίζω κάθε επιστολή εδώ να μπορεί να φαγωθεί χωριστά: φρέσκια, τραγανή, ζωηρόχρωμη, με έντονη γεύση, ή μαλακιά, ζουμερή, λιγάκι παραγινωμένη, με πλούσια γεύση […]. Αμέτρητες φορές τους τελευταίους μήνες απλώς τις απόλαυσα κι εγώ ο ίδιος, ξεχνώντας ότι θα έπρεπε να κάνω την επιμέλεια και εξερευνώντας τες αντί να δουλεύω […] Δεν έζησα ούτε μια πληκτική μέρα ανάμεσα στις λέξεις του πατέρα μου».

 

Η ιδιωτική ζωή ενός κατασκόπου: Οι επιστολές του John le Carré, 1945-2020
John le Carré
επιμέλεια: Tim Cornwell
μετάφραση: Βεατρίκη Κάντζολα-Σαμπατάκου
Εκδόσεις Bell
912 σελ.
ISBN: 978-960-620-954-3
Τιμή €33,00

https://diastixo.gr/kritikes/diafora/23194-i-idiotiki-zoi-enos-kataskopou


https://diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου