Στο βιβλίο του Σαντιάγο Γκαμπόα (1965) Νυχτερινές ικεσίες (μετάφραση Βασιλική Κνήτου, εκδόσεις Πόλις, 2017) διαβάζουμε τη φράση του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν «Ο Σαντιάγο Γκαμπόα και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είναι οι σημαντικότεροι Κολομβιανοί συγγραφείς» (βεβαίως, σημαντικός είναι και ο Άλβαρο Μούτις, γνωστός στους Έλληνες αναγνώστες).
Και οι δύο έχουν γράψει μυθιστορήματα για την πατρίδα τους την Κολομβία, για τους κατοίκους της, τα ήθη και τις παραδόσεις τους, όμως ο πρώτος προτιμάει ενίοτε την αστυνομική πλοκή σε συνδυασμό με την πολιτική, είναι δηλαδή ρεαλιστής, ενώ ο δεύτερος καλλιέργησε τον «μαγικό ρεαλισμό» ή αλλιώς «θαυμαστή πραγματικότητα».
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες που πέθανε πριν από τρία χρόνια (17 Απριλίου του 2014) στην Πόλη του Μεξικού (γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1927 στην Αρακατάκα της Κολομβίας), ήταν το πρώτο από τα 16 παιδιά του Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία και της Λουίσα Μάρκες. Αρχικά, έζησε με τον παππού του, τον συνταγματάρχη Νικολά Μάρκες, κι όταν εκείνος πέθανε η μητέρα του τον πήρε μαζί της. Το 1947 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μπογκοτά, αλλά δεν ενδιαφερόταν για τις σπουδές του, αντιθέτως διάβαζε ποίηση, ενώ είχε γοητευτεί από τη δημοσιογραφία. Τότε η Κολομβία συγκλονιζόταν από το λεγόμενο bogotazo (μπογκοτάσο), κατά το οποίο δολοφονήθηκε ο φιλελεύθερος πολιτικός ηγέτης Χόρχε Γκαϊτάν, κάτι που προκάλεσε λαϊκές κινητοποιήσεις που πνίγηκαν στο αίμα (οι ταραχές μετεξελίχθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο που διήρκεσε έως το 1958, όταν ξανάγιναν εκλογές, ενώ οι νεκροί έφτασαν τις 200.000).
Όπως εξομολογείται στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο Ζω για να τη διηγούμαι (μετάφραση Κλαίτη Σωτηριάδου, εκδόσεις Λιβάνη, 2003), το λιγοστό του ενδιαφέρον για τις σπουδές έγινε ακόμα λιγότερο, όταν κάποιοι από τους συμφοιτητές του τον αποκαλούσαν «μαέστρο» και τον σύστηναν ως συγγραφέα. Αυτό συνέπεσε με την απόφασή του να μάθει να δημιουργεί αληθοφανή και ταυτόχρονα φανταστική πλοκή. Κατ’ αυτόν, υπήρχαν τέλεια και σπάνια λογοτεχνικά πρότυπα, όπως ήταν ο Οιδίπους τύραννος του Σοφοκλή, όπου «ο πρωταγωνιστής ερευνά το φόνο του πατέρα του και τελικά ανακαλύπτει πως είναι ο ίδιος ο δολοφόνος».
Ως δημοσιογράφος συνεργάστηκε με φιλελεύθερα έντυπα και δεν σταμάτησε να διαβάζει λογοτεχνία – τώρα γοητεύτηκε από την πεζογραφία. Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα, το 1949 εγκαταστάθηκε στην Μπαρανκίγια και το 1950 άρχισε να γράφει το πρώτο μυθιστόρημά του, τα Ανεμοσκορπίσματα, που εκδόθηκε το 1955, και εμφανίζεται για πρώτη φορά το χωριό Μακόντο, που είναι η Αρακατάκα. Σε αυτό, είναι σαφής η αναφορά στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Κεντρικός ήρωας είναι ένας γιατρός που ζει απομονωμένος σ’ ένα χωριό κι όταν πεθαίνει οι κάτοικοι αρνούνται να τον θάψουν εκδικούμενοι τη δική του άρνηση στο παρελθόν να βοηθήσει τους τραυματισμένους σε μια διαδήλωση. Ωστόσο, όταν ο Μάρκες έστειλε το χειρόγραφο του μυθιστορήματος σ’ έναν εκδοτικό οίκο, ο αρμόδιος σύμβουλος το απέρριψε με ένα γράμμα. Μόλις διάβασε την απορριπτική ανακοίνωση, έχει γράψει, νόμισε πως θα πέθαινε. Τον παρηγόρησε όμως η επαινετική φράση «Πρέπει να αναγνωρίσουμε στο συγγραφέα τις εξαίρετες ικανότητές του ως παρατηρητή και ποιητή».
Σταθμός της ζωής του ήταν το ταξίδι του στην Ευρώπη, όταν το 1954 η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ τον έστειλε στη Ρώμη ως ανταποκριτή. Εκεί γράφτηκε σε μια σχολή κινηματογράφου και παρακολούθησε μαθήματα σκηνοθεσίας, ταυτόχρονα έστελνε κινηματογραφικές κριτικές στην Κολομβία. Το 1955 πήγε στο Παρίσι, όπου άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Κακιά ώρα, Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει.
Το 1957 επέστρεψε στην Κολομβία για να παντρευτεί τη Μερσέδες με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος. Το 1959, μετά τη νίκη της κουβανικής επανάστασης, πήγε στην Κούβα και συνδέθηκε φιλικά με τον Φιντέλ Κάστρο, με τον οποίο η σχέση διήρκεσε μέχρι τον θάνατό του. Η κουβανική κυβέρνηση του ανάθεσε τη διεύθυνση του δημοσιογραφικού πρακτορείου «Πρένσα Λατίνα» στην Μπογκοτά και το 1961 πήγε στο Μεξικό, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα, γράφοντας σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες και διαφημιστικά κείμενα.
Το 1965 άρχισε να γράφει το Εκατό χρόνια μοναξιά, το οποίο κυκλοφόρησε το 1967 από εκδοτικό οίκο της Αργεντινής και μέσα σε λίγες μέρες πούλησε οχτώ χιλιάδες αντίτυπα. Το μυθιστόρημα κέρδισε το αναγνωστικό κοινό και έλαβε θετικές κριτικές, καθιερώνοντας έτσι τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας.
Σύμφωνα με την Αγγελική Αλεξοπούλου, η οποία επιμελήθηκε μαζί με τον Γιάννη Μπασκόζο το αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω για τον Μάρκες (αρ. 223, 4 Οκτωβρίου 1989), στα είκοσι κεφάλαια του βιβλίου «ο παντογνώστης αφηγητής, χρησιμοποιώντας την κυκλική δομή του χρόνου, μας παρουσιάζει σε διάστημα ενός αιώνα έξι διαδοχικές γενιές εν είδει παρωδίας του μύθου του Αδάμ και της Εύας με όλα τα στοιχεία της Γένεσης, της Εξόδου, του προπατορικού αμαρτήματος και της απώλειας του Παραδείσου». Πρωταγωνιστεί ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία και το μυθικό χωριό Μακόντο, το οποίο στο τέλος αφανίζεται, ενώ ο αναγνώστης μαθαίνει για πολέμους, πολιτικούς αγώνες, στρατιωτικές καταστολές, ιδιωτική βία, διαφθορά της εξουσίας και βεβαίως έρωτες.
Το 1981 κυκλοφόρησε το βασισμένο σε ένα πραγματικό γεγονός Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, το οποίο ο ίδιος θεωρούσε ως το αρτιότερο μυθιστόρημά του. Θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα, καθώς παρουσιάζεται ως μαρτυρία του αφηγητή, ο οποίος προσπαθεί να ανασυνθέσει τα περιστατικά που οδήγησαν στη δολοφονία ενός άντρα που σκοτώνεται στη μέση του δρόμου επειδή είχε αποπλανήσει μια κοπέλα.
Το 1982 η Σουηδική Λογοτεχνία τού απένειμε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ το 1985 εκδόθηκε Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, ένα ερωτικό μυθιστόρημα με δύο ήρωες που βλέπουν το όνειρό τους να ζήσουν μαζί να πραγματοποιείται ύστερα από μισόν αιώνα κι αφού πέρασε από ποικίλες δοκιμασίες. Κατά τον συγγραφέα, δεν είναι μια ιστορία αγάπης δύο γερόντων, αλλά ένας στοχασμός πάνω στην αγάπη σε όλες τις ηλικίες.
Πρέπει να σημειώσουμε πως ο Μάρκες ευτύχησε να ασχοληθεί με το γράψιμο σε μια θαυμαστή εποχή. Τη δεκαετία του ’60, κι ενώ η επανάσταση στην Κούβα προκάλεσε τον παγκόσμιο θαυμασμό και φυσιογνωμίες όπως ο Φιντέλ Κάστρο και ο Ερνέστο Γκεβάρα απέκτησαν διαστάσεις συμβόλων σε ολόκληρο τον πλανήτη, παρατηρήθηκε η ανάπτυξη της λογοτεχνίας των ισπανόφωνων χωρών της Λατινικής Αμερικής. Μέχρι τότε, η συγκεκριμένη λογοτεχνία, παρά τα επιτεύγματά της και τα μεγάλα ονόματα που την είχαν υπηρετήσει (Αλέχο Καρπεντιέρ, Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας, Ερνέστο Σάμπατο, Πάμπλο Νερούδα, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Οκτάβιο Πας, Χουάν Ρούλφο), δεν είχε αποκτήσει διεθνές διαβατήριο. Σαν ξαφνική δημοσιογραφική καταιγίδα, οι πιο έγκυρες λογοτεχνικές επιθεωρήσεις της Βαρκελώνης, τα λογοτεχνικά ένθετα των εφημερίδων της Νέας Υόρκης και οι πρώτες σελίδες των περιοδικών της Λατινικής Αμερικής άρχισαν να μιλάνε για μια έκρηξη, το περίφημο μπουμ του λατινοαμερικανικού μυθιστορήματος.
Τέσσερα ήταν τα ονόματα που φιγουράριζαν στα άρθρα, στις κριτικές και στις παρουσιάσεις των πιο πάνω εντύπων: του Αργεντινού Χούλιο Κορτάσαρ, του Περουβιανού Μάριο Βάργκας Λιόσα, του Μεξικανού Κάρλος Φουέντες και του Κολομβιανού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Οι ειδικοί πίστευαν πως βρίσκονταν μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που είχε ιδιαίτερη συμβολή στην παγκόσμια λογοτεχνία, καθώς οι πωλήσεις των βιβλίων τους έσπασαν όλα τα μέχρι τότε ρεκόρ και έφτασαν στις 100.000, στις 500.000, ακόμα και στο ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Ωστόσο, από αυτούς, μα και τους προγενέστερους λογοτέχνες, εκείνος που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στους νέους συγγραφείς είναι ο Μάρκες, κι ας πήρε ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, κάποτε φίλος του και αργότερα εχθρός του, κι αυτός το Νόμπελ Λογοτεχνίας (το 2010).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου