Β΄ ΜΕΡΟΣ
Το 1907 ο Λαπαθιώτης και οι Πολίτηδες με τον αυθορμητισμό της νιότης τους και τη φλόγα της δημιουργίας τόλμησαν να διεκδικήσουν τη δημοσιότητα μ’ ένα δικό τους λογοτεχνικό περιοδικό. Την ιδέα τους την ενστερνίστηκαν κι άλλοι εφτά κι έτσι το περιοδικό είδε το φως της δημοσιότητας με το όνομα Ηγησώ. Οι δέκα ιδρυτές του ήταν: Βάρναλης, Χατζάρας, Φιλύρας, Καρβούνης, Λέανδρος Παλαμάς, Κουμαριανός, Μήτσης Καλαμάς, Γ. και Φ. Πολίτης, Ν. Λαπαθιώτης.
Σχετικά με τον τίτλο του περιοδικού ο Λαπαθιώτης αναφέρει ότι τον πρότεινε ο Παλαμάς. Ο Βάρναλης όμως στ’ απομνημονεύματά του γράφει ότι ήταν αποτέλεσμα μακράς συζήτησης των μελών κι ότι αρχικά συμμετείχε κι ο Ρήγας Γκόλφης, που στη συνέχεια αποχώρησε για λόγους γλωσσικής ορθοδοξίας. Οι μικρότεροι της παρέας του περιοδικού, αρχίζοντας από τον μικρότερο, ήταν: Λέαν. Παλαμάς, οι Πολίτηδες και ο Λαπαθιώτης. Πριν ακόμη τυπωθεί το πρώτο τεύχος, έγινε γνωστή η επικείμενη κυκλοφορία του και ο Αλ. Πάλης, που κάτι είχε ακούσει, ρώτησε τον Παλαμά κι εκείνος του απάντησε ως εξής: «Η αλήθεια είναι πως δεν άρχισε κανένα περιοδικό, μόνο μια συντροφιά 8-9 παιδιά είπανε να βγάλουνε ένα φυλλαράκι, που να μπαίνουν στίχοι μόνον για να συγκεντρώνουν εκεί τα τραγούδια τους. Φιλοδοξίες παιδιάτικες και ποιητικές». Παρά τα λεγόμενα του Παλαμά το περιοδικό κυκλοφόρησε και με εισαγωγικό σημείωμα δικό του, το οποίο έδινε και το στίγμα του νέου περιοδικού.
Διαβάστε εδώ το Α΄ ΜΕΡΟΣ
Εισαγωγή Ηγησώς από Παλαμά: «Λίγοι νέοι ενωμένοι από κοινά κάπως ιδανικά είδανε πως δεν είναι άσκοπο από καιρό σε καιρό ν’ ανταμώνουν τα τραγούδια τους σ’ ένα φύλλο χωριστό. Δεν έχει κανέν’ άλλο σκοπό παρά τον πόθο που τους γεννήθηκε να συντελέσουν όπως μπορούνε, σε κάποιο οργάνωμα συναυλιών ξεχωρισμένων ποιητικών, που θα στέκονταν ικανό με τον καιρό να κινήσει πιο πολύ την προσοχή και να γεννήσει πιο ζωηρή τη συμπάθεια όλων εκείνων που καταλαβαίνουν και αγαπούν ξεχωριστά την Ποίηση. Τέτοιο με λίγα λόγια το πρόγραμμα τηςΗγησώς και τέτοια η φιλοδοξία των ιδρυτών της».
Σε κάθε τεύχος της Ηγησώς έμπαιναν πρώτα ανέκδοτα ποιήματα αναγνωρισμένων ποιητών: Παλαμά («Γιαννιώτικα, Σμυρνιώτικα, Πολίτικα μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα» – τότε πρωτοδημοσιεύτηκε), Χρηστομάνου, Γρυπάρη, Μαλακάση, Αυγέρη και με κλήρωση έμπαιναν και των μελών. Με την κυκλοφορία του περιοδικού έγινε αισθητή η παρουσία των νέων ποιητών (νεότερους ιεροφάντες τούς αποκάλεσε ο Παλαμάς), ενώ ο Ξενόπουλος διέκρινε διαφορές στην τεχνοτροπία, τη χαρακτήρισε «προχωρημένη» όπως και την υψηλοτέραν τάσιν των νέων ποιητών, σε σύγκριση με τη γενιά τού ’80, δηλ. τη δική του. Κυκλοφόρησαν μόνο δέκα τεύχη του περιοδικού και οι ιδρυτές του, από βαρεμάρα όπως γράφει ο Λαπαθιώτης, έπαυσαν την κυκλοφορία του, που η πραγματική του σημασία και η συμβολή του στη φιλολογική κίνηση φάνηκαν πολύ αργότερα.
Την περίοδο εκείνη γνώρισε τον Σωτ. Σκίπη, άρτι αφιχθέντα εκ Παρισίων, όπου είχε παραμείνει 8 χρόνια και εξέδωσε 8 ποιητικές συλλογές, τις περίφημες «Σφραγίδες». Ο Λαπαθιώτης τον έβλεπε συχνά στους περιπάτους του, μαθητής ακόμη του γυμνασίου, και από την εμφάνισή του είχε υποθέσει ότι ήταν ποιητής. Κάποια μέρα ο Σκίπης πήγε στο σπίτι του να τον γνωρίσει και να του προσφέρει όλη τη σειρά των ποιητικών του συλλογών με κολακευτικές αφιερώσεις. Ο Λαπαθιώτης νεοσσός ποιητής ακόμη εντυπωσιάστηκε από την ευγένεια του Σκίπη, γι’ αυτό κι όταν αργότερα έμαθε τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, λυπήθηκε πολύ – παρά τρίχα τη γλίτωσε ο Σκίπης. Στα φοιτητικά του χρόνια ο Λαπαθιώτης έβλεπε έναν μαθητή γυμνασίου που τον χαιρετούσε κάθε φορά που τον έβλεπε στον δρόμο, δεν ήξερε ποιος είναι, αλλά του ήταν συμπαθής, ήταν ο Τ. Παπατσώνης, ο κατοπινός φίλος του και ποιητής. Στον κύκλο των γνωριμιών του ήταν επίσης ο Τάκης Μπαρλάς, ο Μαν. Μαγκάκης και ο Λέων Κουκούλας.
Με τον Πλάτωνα Ροδοκανάκη γνωρίστηκαν στη βόλτα της Σταδίου, τους σύστησε ο Στ. Σταματίου, δούλευαν και οι δυο στην Ακρόπολη, ο Ροδοκανάκης ήταν ήδη συγγραφέας του Ντε προφούντις και παρά ταύτα είχε επιδιώξει πολύ νωρίτερα γνωριμία με τον Λαπαθιώτη. Αναπτύχθηκε φιλία μεταξύ τους, γιατί τους συνέδεαν πολλές κοινές προτιμήσεις φιλολογικές, αισθητικές, καλλιτεχνικές και ιδίως η λατρεία στην κλασική αρχαιότητα.
Η γνωριμία του με τον Νιρβάνα έγινε όταν ο Λαπαθιώτης έγραψε κάποια άρθρα στη εφημερίδα Νέον Άστυ, στην οποία ο Νιρβάνας κρατούσε τη στήλη του χρονογραφήματος. Ο Νιρβάνας τού έστειλε το θεατρικό του δράμα Μαρία Πενταγιώτισσα, που είχε εκδοθεί στην Αλεξάνδρεια, με κολακευτική αφιέρωση στην οποία τον αποκαλούσε νέο συνάδελφο. Στο Νέον Άστυ εναλλάσσονταν πού και πού ο Νιρβάνας με τον Λαπαθιώτη στη στήλη του χρονογραφήματος. Στα γραφεία του περιοδικού Ελλάς γνώρισε τον Κ. Ουράνη, που μόλις είχε έρθει από το Λεωνίδιο και έγραφε τους πρώτους δειλούς στίχους του στο εν λόγω περιοδικό με την ένδειξη «εκ Λεωνιδίου».
Στους βαλκανικούς πολέμους ο Λαπαθιώτης κράτησε αντιπολεμική στάση, ήταν από πεποίθηση εναντίον των πολέμων. Επιστρατεύθηκε ως έφεδρος δεκανέας, ποτέ όμως δεν απομακρύνθηκε από την Αθήνα, παρέμεινε στα «έμπεδα» (τάγματα εκπαιδεύσεως σε καιρό πολέμου), κι όπως γράφει ο ίδιος αδιαφορούσε για όσα έλεγαν εναντίον του, γιατί ο ίδιος τα είχε καλά με τη συνείδησή του. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο τάχθηκε αναφανδόν με τη Γαλλία κι έγραφε συνεχώς άρθρα και ποιήματα. Ένα μάλιστα ποίημά του με τον τίτλο «Κραυγή» δημοσιεύτηκε στον Νουμά και σε άλλα περιοδικά της εποχής εντός και εκτός Ελλάδας. Το ποίημα αυτό το λιθογράφησε και το έστειλε στα πέρατα του κόσμου, μεταφράστηκε στα γαλλικά και δημοσιεύτηκε στο παρισινό Matin με πολύ κολακευτικά σχόλια.
Στο Μικρό Επιτελείο, κοντά στο νοσοκομείο Συγγρού, που αποσπάστηκε είχε λοχία τον Αιμ. Βεάκη, που από τότε ακόμη ήταν γνωστός ηθοποιός. Εκεί υπηρετούσε ως βοηθητικός και ο Λάμπρος Πορφύρας, αλλά και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων ο Τάκης Λειβαδάς, οι Πολίτηδες και ο Τάκης Μπαρλάς.
Το 1914 ο Λαπαθιώτης έγραψε το περίφημο μανιφέστο του, ίσως τότε που υπηρετούσε στο Μικρό Επιτελείο, που δημοσιεύτηκε στον Νουμά και προκάλεσε πραγματική αναταραχή. Το θέμα πήρε διαστάσεις, οι εφημερίδες έγραφαν για πολύν καιρό άλλες επικριτικά και άλλες επαινετικά σχόλια. Κι όσο κι αν ο Λαπαθιώτης επιμένει ότι έγραψε το κείμενο σε μια ώρα ανίας, η φωνή του ακούστηκε σαν πολεμική ιαχή. Επειδή «Το μανιφέστο» είναι αρκετά εκτεταμένο παρατίθεται ένα απόσπασμα: «Αηδιασμένος απ’ το γύρω μου καθεστώς, φτύνοντας απάνου στη ρωμαίικη τέχνη καθώς την κατάντησαν οι ανθρωπάκοι των γραμμάτων, αποφασισμένος για τρανούς αγώνες, λυτρωμένος απ’ τις ταπεινές ελπίδες των προλήψεων και των μικροσυμφερόντων σήμερα, πρώτη φορά, κρούω το πολεμόχαρο τραγούδι μου πλατύστομα και ειλικρινά. Είναι τώρα κάμποσος καιρός, ντροπή μας, ένα σωρό μικράνθρωποι μπήκαν μες στο άλσος της τέχνης και κουρέψανε τις δάφνες την ώρα που όλα τα έθνη φέγγουν κι αστραποβολούν από χίλιων ειδών μουσικές συμφωνίες, παιγμένες από ευγενικότατα χέρια στ’ ακρότατα όρια μιανής υπεράνθρωπης Λύρας… Γι’ αυτά και γι’ άλλα καλώ το νέο ελληνικό πνεύμα να συνεργαστεί μαζί μου στο γκρέμισμα των ψεύτικων ειδώλων, που κυριαρχούν χάρη στην εγκληματική μας νωχέλεια κι αδιαφορία… Καλώ τους νέους που βράζει μέσα τους το αίμα κι είναι καλεσμένοι γι’ αυριανούς θριάμβους να συντρίψουμε τα είδωλα και να μπούμε εμείς μπροστά».
Οι νέοι ποιητές συμφωνούσαν με το μανιφέστο, γιατί πίστευαν ότι οι αναγνωρισμένοι ποιητές στέκονταν εμπόδιο στον δρόμο προς τη δική τους επιτυχία κι ότι επικρατούσε φαυλοκρατία στην τέχνη και δεν υπήρχε θέση για τους νέους. Ο Ξενόπουλος και ο Νιρβάνας απάντησαν συμβουλευτικά στα δημοσιεύματα, ότι κανείς δεν εμπόδιζε τους νέους να καταλάβουν θέση, γιατί οι θέσεις δεν περιορίζονταν από κανέναν κι αν μη τι άλλο οι νέοι θα έπρεπε να έχουν κάποιο σεβασμό στους προκατόχους τους ποιητές. Γύρω από τον Νουμάσυγκροτήθηκε μια ομάδα νέων μαχητικών ποιητών που σχεδίαζε να κλιμακώσει τις αντιδράσεις της, αλλά ο συντάκτης του μανιφέστου δεν παρουσιάστηκε ποτέ στην ομάδα. Στις 19/5/1914 ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε στην εφημερίδα Ακρόπολις άρθρο με τίτλο «Το μανιφέστο μου, δευτερολογία», στο οποίο μεταξύ άλλων τόνιζε ότι όλος αυτός ο θόρυβος οφειλόταν σε παρεξήγηση κι ότι τα γραφόμενά του δεν είχαν καμιά σχέση με τον Ξενόπουλο και τον Νιρβάνα, στο έργο των οποίων έτρεφε μεγάλο σεβασμό. «Το μανιφέστο μου ήταν αποτέλεσμα ιερού θυμού μπροστά σε καθημερινές βδελυγμίες. Κι ο θυμός αυτός ήταν ωραίος, ευγενικός, επαινετός». Οι νέοι όμως είχαν ξεσπαθώσει υπέρ του μανιφέστου και ο εκδότης του Νουμά Πάνος Ταγκόπουλος του έγραψε ένα οργισμένο γράμμα που μεταξύ άλλων του έλεγε ότι πρώτα τους έβαλε στα αίματα και μετά έβγαζε την ουρά του απέξω. Κι έτσι τέλειωσε το κίνημα, με το αλληλοφάγωμα των μελών του.
Το κίνημα του Βενιζέλου με την προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκηκη υποστηρίχθηκε από τον πατέρα Λαπαθιώτη, αν και ο ίδιος υπήρξε στόχος, φυλακίστηκε δυο φορές και κατηγορήθηκε από πολλούς κυβερνητικούς, όταν ήταν υπουργός στρατιωτικών, για πράξεις που δεν έκανε ποτέ. Εντούτοις, για τη «Συνεννόηση» τα παραμέρισε όλα και με τον γιο του, υποστηριχτής κι εκείνος του Βενιζέλου, βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη για να του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Όταν μια μέρα τον επισκέφθηκαν στο γραφείο του, είπε επί λέξει στον Ν. Λαπαθιώτη: «Τα ελληνικά γράμματα περιμένουν πολλά από την πένα του κ. Λαπαθιώτη. Ξέρω πόσο τα τιμάτε και χαίρω εξαιρετικά, που μου δίνεται η ευκαιρία να σας εκφράσω και προσωπικά τη βαθιά και ειλικρινή εκτίμησή μου».
Μετά από κάποιο διάστημα παραμονής τους στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας Λαπαθιώτης στάλθηκε από τον Βενιζέλο στην Αίγυπτο για στρατολόγηση εθελοντικού σώματος από Έλληνες της Αιγύπτου. Μαζί του πήγε και ο γιος του ως γραμματέας του κι έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να δει τη μυθική χώρα με τα τεράστια μνημεία και τους μελαμψούς ανθρώπους. Ένας Αλεξανδρινός φίλος του του πρότεινε να γνωρίσει τον Καβάφη, που ελάχιστα γνώριζε ως τότε για κείνον. Ειδοποιημένος ο Καβάφης τους δέχτηκε θερμά και κουβέντιασαν για πολλά θέματα. Εντύπωση του έκανε η προσωπικότητα του Καβάφη και η φιλόξενη διάθεσή του. Αν και του υποσχέθηκε να ξαναπάει, δεν κράτησε τον λόγο του. Ένα απόγευμα συναντήθηκαν τυχαία στον δρόμο, ο Καβάφης του έκαμε τα παράπονά του και εκείνος για να επανορθώσει τον ακολούθησε στο σπίτι του. Τούτη τη φορά μίλησαν πιο φιλικά, εγκάρδια και οικεία και ο Λαπαθιώτης έμεινε ως αργά, δοκιμάζοντας ξανά και ξανά το εκλεκτής ποιότητας κονιάκ στα κόκκινα μικρά ποτηράκια. Αυτές ήταν οι δυο μοναδικές επισκέψεις του στον Καβάφη, τον οποίο δεν πρόλαβε ούτε να αποχαιρετήσει λόγω της απρόοπτης αναχώρησής τους από την Αίγυπτο.
Τον Λαπαθιώτη τον περιέβαλλε πάντοτε ένας θρύλος. Στη νεότητά του υπήρξε προκλητικός όσον αφορά τις νεωτερικές ιδέες στο ντύσιμό του, γεγονός που προκαλούσε επικριτικά σχόλια. Στη βόλτα στη Σταδίου γύριζαν και τον κοιτούσαν για την τόλμη του να ντύνεται με πουκάμισα μπάιρον, που άφηναν να φαίνεται το στήθος του. Ο ίδιος διασκέδαζε πολύ με την έκπληξη που προκαλούσε. Στην ώριμη ηλικία οι περίπατοι γίνονταν μόνον τη νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα, σε διάφορα σημεία της Αθήνας, ακόμη και σε περιοχές που δεν σύχναζαν άνθρωποι της τάξης του. Ο Λαπαθιώτης είχε ένα άρρωστο πάθος μέσα του για κατακτήσεις ρομαντικές και εξωπραγματικές. Ο ρεαλισμός τον σκότωνε.
Ο Ν. Λαπαθιώτης υπήρξε πολυγραφότατος. Εκτός από ποίηση έγραψε επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, δεκάδες διηγήματα και επιφυλλίδες, κριτικά και αισθητικά κείμενα. Ασχολήθηκε επίσης και με το λογοτεχνικό δοκίμιο, τη μετάφραση, τη μουσική σύνθεση, το θέατρο. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής. Το έργο του είναι διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες και παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει, παραμένει αβιβλιογράφητο και ασυγκέντρωτο, αν και κατά καιρούς ασχολήθηκαν πολλοί προς αυτή την κατεύθυνση. Η μοναδική ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1939, ενώ το 1964 ο Άρης Δικταίος εξέδωσε τα ποιήματά του, όσα του παρέδωσε κληρονόμος του Λαπαθιώτη. Το κινηματογραφικό έργο Μετέωρο και σκιά, του 1985, βασίζεται στη ζωή του. Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του έγραψε τη βιογραφία του, παραθέτοντας γεγονότα που τα έζησε και που θεωρούνται πολύτιμες μαρτυρίες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αι. Στη βιογραφία του αναφέρει ελάχιστα ποιήματά του, ενώ ως τότε είχε γραφεί το σύνολο του έργου του. Ο Τ. Παπατσώνης, ποιητής και στενός φίλος του, το 1936 επανέφερε στο προσκήνιο το ποίημα «Κραυγή» σε επιφυλλίδα της εφημερίδαςΚαθημερινή, στην οποία μεταξύ άλλων έγραψε τα εξής (τίτλος της επιφυλλίδας ήταν ο πρώτος στίχος της «Κραυγής», «Γαλλία, Γαλλία! Χαρά της οικουμένης»): «Εκείνα τα χρόνια ένας μονάχα νέος βρέθηκε να διατρανώσει το θάρρος του και να φανερώσει την μύχιαν αγάπη της ψυχής του, κυκλοφορήσας μια πολυγραφημένη αυτόγραφη και ενυπόγραφη σελίδα, που περιείχε ένα φωτεινότατο άγγελμα με μορφή σονέτου… Εκτός από το ξέσπασμα της ελευθερίας του ατόμου, που περιείχε τούτη η πράξη, που αποτελούσε ένα είδος επαναστατικό ιδεολογικό κίνημα, από τα τόσο λιγοστά στον τόπο μας, ξεχωρίζω τα πνευματικά και ιδανικά ελατήριά του, τον έρωτα και την ευγνωμοσύνη ενός διανοουμένου προς τη χώρα που είναι η κοιτίδα της τέχνης, το προπύργιο των βαρβάρων».
Ο Λαπαθιώτης ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση που αναγνωρίστηκε, έστω και πολύ αργά, η αξία εκείνου του σονέτου του. Για το ίδιο ποίημα, λίγο μετά την αυτοκτονία του Λαπαθιώτη, ο Παπατσώνης σημείωνε ότι αυτό αποτελεί το «ύστατο έμμετρο μανιφέστο, που μπορεί κανείς να πει πως ήταν και το κύκνειο άσμα του».
Ποιήματά του, περισσότερα από 40, μελοποιήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από γνωστούς καλλιτέχνες Αρβανιτάκη, Σπανός, Νταλάρας, Ζαμπέτας, Ξυδάκης, Κουγιουμτζής κ.ά.
Ο Ν. Λαπαθιώτης πολυσυζητήθηκε στην εποχή του, αλλά και μετέπειτα, όχι τόσο για το αριστουργηματικό έργο του, όπως θα έπρεπε, αλλά γιατί με τη ζωή του προκάλεσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής του κι ας ήταν πάντα διακριτικός, κλεισμένος στον εαυτό του και συγκρατημένος μέχρι τη στιγμή της αυτοκτονίας του. Ήταν αδιανόητο για την υποκριτική μεσοπολεμική Αθήνα να δεχθεί έναν λογοτέχνη που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλα όσα ήταν απαγορευμένα διά ροπάλου: Ήταν άθεος, κομμουνιστής, ομοφυλόφιλος και ναρκομανής.
Δεν άσκησε κανένα επάγγελμα για τον βιοπορισμό του, άλλα πράγματα γέμιζαν τις σκέψεις και τις μέρες του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ακόμα και πριν τον θάνατο του πατέρα του, έζησε σε μεγάλη φτώχεια. Οι τεράστιες βιβλιοθήκες του σπιτιού του ήταν γεμάτες με σπάνια βιβλία και, όσο κι αν τ’ αγαπούσε, αναγκαζόταν να τα πουλάει για να ζήσει. Ακόμη και τη βιογραφία του ίσως να την έγραψε για τον ίδιο σκοπό. Προς το τέλος της ζωής του πούλησε ακόμη και το πιάνο, που τόσο αγαπούσε και αποτελούσε κομμάτι της ίδιας της ύπαρξής του. Αρκετά χρόνια πριν την αυτοκτονία του σατίρισε ακόμη και τα μετά τον θάνατό του μ’ ένα μεγάλο ποίημα στο οποίο αναφέρονται και ονόματα πολλών φίλων του.
Έτσι, τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, μιας εποχής που η ποίηση πέθανε με τα πρώτα συμπτώματα της πείνας, αυτοκτόνησε, στις 7/1/1944, μ’ ένα παλιό περίστροφο του πατέρα του. Η κηδεία του έγινε τέσσερις μέρες αργότερα με έρανο μεταξύ των φίλων του. Στον επίλογο της βιογραφίας του διακρίνουμε καθαρά την πικρία του ποιητή τέσσερα χρόνια πριν την αυτοκτονία του, απόφαση που ίσως κι από τότε να είχε παρθεί. «Ομολογώ πως είμαι κουρασμένος, λυπημένος, απογοητευμένος. Όχι πως είχα πλάσει πολλά όνειρα που μου τα σκόρπισε ή μου τα διέψευσε η ζωή. Ήμουν πάντα συντηρητικός κι οι χίμαιρές μου περιορισμένες. Ούτε είχα και ποτέ φιλοδοξίες, που δεν κατόρθωσα να ικανοποιήσω. Δεν είχα ίσως καν φιλοδοξίες. Δεν ζητούσα παρά τη γαλήνη, την ήρεμη ζωή, το στοχασμό. Κι αυτά μπορώ να πω πως τα κατόρθωσα. Και είμαι βέβαιος πως κάποιοι καλοί άνθρωποι, αναμετρώντας έτσι τη ζωή μου, θα είχαν ίσως την ανόητη αφέλεια να με πιστεύουν για πολύ ευτυχισμένο, και για “προνομιούχο” της – ποιος ξέρει! Έτσι φαίνονται τα πράγματα απ’ έξω. Κι όμως εγώ είμαι κουρασμένος!»
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης επισκέφθηκε με τον θείο του το 1938 τον Λαπαθιώτη και γράφει τις εντυπώσεις του: «Ο Λ. καθόταν σε μια φθαρμένη μπερζέρα στο χρώμα της βρόμικης άμμου, ενώ μια λευκή καμέλια φέγγιζε στο πέτο του, πελιδνά άμεμπτος μέσα στο φθαρμένο κουστούμι του, θλιβερά σεβαστός, αθεράπευτα μόνος. Όλα ήταν γραμμένα επάνω του, όλη του η ζωή, λες και κάποια απόκρυφη αόρατη δερματοστιξία τα είχε καταγράψει με τα ιερογλυφικά της και εκεί μπορούσες να διαβάσεις τη σημασία τους και το μόνο συγκλονιστικό ποίημα που μπόρεσε να γράψει: τον εαυτό του. Και μαζί ήταν σαν ήσκιος, κάτι που κάποτε το καταύγαζε ένα αδιάκριτο και αλαζονικό φως, τώρα ένα άλλο φως, αδιάκριτο κι αυτό, αλλά ταυτόχρονα ανελέητο, σκληρό και επίμονο έδειχνε τον ήσκιο του θλιβερό και ωχρό.
»Ο Λαπαθιώτης περνώντας το χέρι του στο μπράτσο μου με ξενάγησε στο άντρο του, μου έδειξε το πιάνο, την κασέλα όπου φυλούσε τα έργα του, σχέδια δραμάτων, μυθιστορήματα, ημερολόγια ταξιδιών του και ερώτων φωτογραφίες. “Αυτό το φέρετρο δεν θα τ’ ανοίξω ποτέ, κάποιοι νεκροί ας κοιμηθούν για πάντα, είναι καλύτερα”, μου ψιθύρισε στ’ αφτί, σα να εκμυστηρευόταν ένα μυστικό του. Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου έναν θρίαμβο να καταρρέει, ένα λατρευτικό τέμενος χορταριασμένο και ερειπωμένο, το καμαρίνι ενός γερασμένου θεατρίνου, με τις αναμνήσεις και τις επευφημίες να σαπίζουν μέσα στη σκόνη και τη σιωπή. Στα υγρά μάτια τού ποιητή φώναζε μια σπαρακτική απορία: Πώς συνέβη αυτό; Πώς ξεγελάστηκα; Η αφθαρσία ήταν στο χέρι μου και η αθανασία το ίδιο. Ποιος με παγίδευσε; Κάπου πρέπει να υπάρχει το φάρμακο, οι μαγικοί αριθμοί και οι ζωικές ουσίες για να σταματήσουν την κλεψύδρα».
Ο Λαπαθιώτης αστειευόταν συνεχώς, χλευάζοντας τους νεότερους ποιητές με τα ακατανόητα παραληρήματά τους, ακκιζόταν, χαριεντιζόταν, δίνοντας μια παράσταση αλλοπρόσαλλη, γελοία και γκροτέσκα, αλλά ο πόνος ήταν εκεί, τρομερός, σαν κοντάρι τον είχε διαπεράσει και φαινόταν επάνω στο χιλιοτριμμένο ρούχο του.
«Νυχτερινό»
Μονάχη η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει∙
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σαν μια ψυχούλα φοβισμένη...
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει∙
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σαν μια ψυχούλα φοβισμένη...
Απόξω έν’ άγρυπνο φεγγάρι
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου...
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ’ αναλαμπές ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου...
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου...
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ’ αναλαμπές ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου...
Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
που χρόνια τώρα έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει,
και, μέσα, η σκοτεινή ψυχή μου,
χωρίς αιτία κι οι τρεις στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι...
που χρόνια τώρα έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει,
και, μέσα, η σκοτεινή ψυχή μου,
χωρίς αιτία κι οι τρεις στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου