Ξενοφών ο Εφέσιος (2ος μ.Χ. αι.): Τα Εφεσιακά (ή Οι κατ’ Ανθίαν και Αβροκόμην εφεσιακοί λόγοι)
Στη μνήμη της μητέρας μου Ευδοξίας Λαδιά
«Οι αποτιμήσεις των ειδικών για την τέχνη του Ξενοφώντα είναι ακραίες: οι περισσότεροι τον θεωρούν φτωχό και ατάλαντο συγγραφίσκο (ή, αντίστοιχα, συμπιλητή), ενώ μερικοί υμνούν τη χαριτωμένη απλότητά του σαν να πρόκειται για καλλιτεχνικό επίτευγμα» αναφέρει ο μελετητής του αρχαίου μυθιστορήματος Tomas Hαgg [1].
Προσωπικώς γοητεύομαι όχι μόνον για τον τρόπο γραφής του, πότε πρωτοπρόσωπη πότε τριτοπρόσωπη, ή για την τεχνική του εγκιβωτισμού (στην ιστορία του ψαρά των Συρακουσών κ.α.), συνήθεις λογοτεχνικές δομές σε όλα τα ελληνιστικά μυθιστορήματα, αλλά κυρίως διότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα έχει μια διάρθρωση προβλήματος γεωμετρικού τόπου. Κατά κάποια έννοια, στην υπόθεση του γεωμετρικού ορισμού εμπεριέχεται το ζητούμενο της απόδειξης.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με την περιγραφή των δύο νέων: του Αβροκόμη και της Ανθίας. Είναι και οι δύο πανέμορφοι, σχεδόν θεϊκής ωραιότητος, με ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα. Ο Αβροκόμης ήταν όμως επηρμένος για την ομορφιά του και χλεύαζε ακόμη και τον θεό Έρωτα, λέγοντας πως ήταν άτρωτος στα βέλη του. Στην εορτή όμως της μεγάλης θεάς, της Εφεσίας Αρτέμιδος, ο νέος συνάντησε την ωραιοτάτη Ανθία, και τότε ένας κεραυνοβόλος και βαθύς έρωτας τους αιχμαλώτισε.
Ο έρως τούς καταδυναστεύει κι εκείνοι, περνώντας τον χρόνο τους στο ιερό της θεάς, κοιτάζονταν με λαχτάρα, μη τολμώντας να μιλήσουν για το αίσθημά τους. Από τον απραγματοποίητο πόθο τους άρχισε να καταβάλλεται το σώμα και να μαραίνεται η ομορφιά τους. Οι γονείς τους ανήσυχοι καλούσαν μάντεις και ιερείς για την θεραπεία των τέκνων τους, μέχρι που έστειλαν απεσταλμένους στο ιερό του Κολοφωνίου Απόλλωνος για να πάρουν έναν αληθινό χρησμό.
Ο χρησμός ήταν έμμετρος σε εννέα στίχους. Αυτός ο χρησμός, σχεδόν στην αρχή του μυθιστορήματος, μου θύμισε την δομή του γεωμετρικού τόπου. Όλα φαίνονται στον χρησμό και η ακόλουθη αφήγηση επαληθεύει τα λόγια του. Τα λόγια του χρησμού μιλούσαν για την ίδια αρρώστια των νέων και για την κοινή τους θεραπεία. Όμως στο μέλλον (έγραφε) τους περιμένουν μόχθοι και βάσανα, θα διαφύγουν από την θάλασσα και θα τους καταδιώξουν ληστές, θα αιχμαλωτισθούν από κάποιους θαλασσινούς, που αντί για νυφικό θάλαμο θα τους ετοιμάσουν μνήμα και νεκρική πυρά. Τους προτρέπει στις ακτές του Νείλου, στο ιερό της Ίσιδος, να αφιερώσουν πλούσιες προσφορές. Στο τέλος, μετά από φοβερά παθήματα, θα βρουν την γαλήνη.
Ο χρησμός είναι μια περίληψη του μυθιστορήματος, ενώ η αφήγηση και η πλοκή τον επαληθεύουν. Οι γονείς τους, αδυνατώντας να εξηγήσουν την μαντική γλώσσα, απεφάσισαν να ξορκίσουν τον χρησμό παντρεύοντας τους νέους. Όταν έφτασε η ώρα του γάμου, έγιναν οι ολονύκτιες τελετουργίες και οι θυσίες των ζώων προς τιμήν της θεάς. Ο νυφικός θάλαμος στολίσθηκε με χρυσό κρεβάτι στρωμένο με πορφυρά υφάσματα, ενώ στον θόλο του πολύχρωμα κεντήματα απεικόνιζαν παιχνιδιάρικους έρωτες. Η συναισθηματική φόρτιση των νεόνυμφων και η ηδονή παρέλυε τα μέλη τους, δεν κοιτάζονταν ούτε στα μάτια, και μόνον όταν ο Αβροκόμης αγκάλιασε την Ανθία ξέσπασαν σε φιλήματα πάθους, τρυφερόλογα και δάκρυα. Μέσα στην ευτυχία τους λησμόνησαν τα λόγια του χρησμού, αλλά όμως «ουχί το ειμαρμένον επελέληστο, αλλ’ ουδέ ότω εδόκει ταύτα θεώ ημέλει», το ειμαρμένον και ο θεός δεν τους λησμόνησε. Μετά από λίγο καιρό οι γονείς τους και πάλι, για να ξορκίσουν κάπως τον χρησμό, προέτρεψαν τα τέκνα τους να ταξιδέψουν και να γνωρίσουν άλλες χώρες. Το ταξίδι ήταν προορισμένο για την Αίγυπτο. Ένα μεγάλο καράβι ετοιμάσθηκε, γεμάτο με ενδύματα, χρυσάφι, ασήμι, ναύτες και υπηρέτες. Πριν τον απόπλου θυσίασαν και πάλι στην αγαπημένη τους θεά. Ο λαός της Εφέσου συγκεντρώθηκε στο λιμάνι για να τους κατευοδώσει και οι γονείς τούς ευχήθηκαν λέγοντας πως έπρεπε να κάνουν αυτό το δυστυχές αλλά αναγκαίο ταξίδι. Άρχιζε η επενέργεια του χρησμού. Την πρώτη ημέρα έφθασαν στην Σάμο και πρόσφεραν θυσίες στην Ήρα.
Το λατρευτικό στοιχείο είναι έντονο στο μυθιστόρημα στην εποχή του ελληνιστικού, θρησκευτικού συγκερασμού. Η ταξιδιωτική γεωγραφία συνεχίζεται. Το πλοίο, παραπλέοντας την Κω και την Κνίδο, άραξε στην Ρόδο. Οι νέοι αφιέρωσαν στον ναό του Ήλιου χρυσή πινακίδα και αναθηματική επιγραφή με τα ονόματά τους. Ο λαός της νήσου, μαγεμένος από την ομορφιά τους, τους προσκυνούσε σαν θεούς. Μετά αρχίζει η δυστυχία τους.
Στο λιμάνι ήταν επίσης αγκυροβολημένη μια μεγάλη τριήρης με Φοίνικες πειρατές• η μεγαλύτερη αιτία της κακοτυχίας τους ήταν η ομορφιά τους, που προκαλούσε τρελό έρωτα σε όποιον τους έβλεπε. Σε όλη την πορεία των περιπετειών τους στην Συρία, Κιλικία, Καππαδοκία μπόρεσαν να αντισταθούν στις χυδαίες προτάσεις των ληστών και των βαρβαρικών γυναικών, προφυλάγοντας ως άνθος λεπτόν την ενάρετη ζωή τους. Ένα παράλληλο ζεύγος των υπηρετών τους, ο Λεύκων και η Ρόδη, δεινοπαθεί κι αυτό, μπλεγμένο στα βάσανα των κυρίων τους. Ένας από μηχανής θεός και η εφευρετική φαντασία της Ανθίας (πότε έλεγε πως ήταν επιληπτική και πότε ζητούσε πίστωση χρόνου) τους έσωζαν από το αμάρτημα της σάρκας.
Μικρές εμβόλιμες ιστορίες κοσμούν το μυθιστόρημα, σχετιζόμενες πάντα με το κυρίως θέμα. Έτσι, στην Καππαδοκία έχουμε την ερωτική εξιστόρηση του ληστή Ιππόθοου στον Αβροκόμη, σχετικά με το ωραίο αγόρι, τον Υπεράνθη, μια μικρή ιστορία που βρίσκεται στην ατμόσφαιρα των καβαφικών στίχων, όπου οι ποιητικές μορφές του Μύρη, του Ιασή και άλλων αισθαντικών νέων ταιριάζουν με τον ωραίο, μυθιστορηματικό Υπεράνθη. Η ιστορία αναφέρεται σε πρώτο πρόσωπο.
Στην νεότητά του ερωτεύθηκε ο Ιππόθοος το αγόρι, όταν το είδε στο γυμναστήριο ασκούμενο στην πάλη. Ο Υπεράνθης ανταποκρίθηκε στον συνομήλικό του κι έτσι άρχισε ένας κρυφός και περιπαθής έρωτας. Ο μέγας αντίπαλος ήρθε αργότερα στο πρόσωπο του Αριστομάχου από το Βυζάντιο, ενός επιφανούς και πλουσίου ανδρός της πόλης, που ερωτεύθηκε το αγόρι και, μη δυνάμενος να το αποκτήσει, έπεισε τον πατέρα του, έναν φιλοχρήματο και πονηρό άνθρωπο, με την πρόφαση της διδασκαλίας της ρητορικής να του εμπιστευθεί τον γιο του. Αυτός ο Αριστόμαχος κρατούσε κλειδωμένο το αγόρι και μετά το πήρε στο Βυζάντιο. Ο ερωτευμένος Ιππόθοος πήγε στο Βυζάντιο, τρύπωσε νύχτα στο σπίτι του αντεραστή και, βλέποντάς τον ξαπλωμένο δίπλα στο αγόρι, οργίσθηκε και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Μετά έφυγε με τον Υπεράνθη, αλλά στο ταξίδι τους προς την Λέσβο μια σφοδρή θύελλα βούλιαξε το πλοίο και το αγόρι, μη αντέχοντας στο κολύμπι, πνίγηκε. Ο Ιππόθοος, βαθιά λυπημένος, το έθαψε και παίρνοντας μια πέτρα για επιτύμβια στήλη χάραξε ένα επίγραμμα, όπου αναφέρει τον αγαπημένο του ως «άνθος κλυτόν». Αργότερα, λόγω βιοτικών αναγκών, έγινε ληστής.
Αν επέμεινα σε αυτή την μικρή εμβόλιμη ιστορία είναι για την καβαφική της υφή• είναι μια ελληνιστική ιστορία. Στο μεταξύ οι βασανισμένες περιπέτειες του αγαπημένου ανδρόγυνου συνεχίζονται. Μακριά ο ένας από τον άλλο, μη ξέροντας αν ζει ο σύντροφος, σοφίζονται διάφορα περιστατικά για να διατηρήσουν την σαρκική τους αγνότητα. Η ταξιδιωτική γεωγραφία συνεχίζεται. Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου: ο Αβροκόμης, όντας αθώος, πλησιάζει στον θάνατο τρεις φορές, σώζεται όμως από τις θερμές παρακλήσεις του στον θεό Νείλο. Αγνοώντας το συμβάν η Ανθία, όταν έφθασε στην Μέμφιδα, προσεύχεται στον ναό της Ίσιδος. Η ομορφιά των νέων και το γεγονός πως είναι ερωτεύσιμοι τους προκαλεί πάντοτε εμπόδια. Σε μια άλλη εγκιβωτισμένη ιστοριούλα, μαθαίνουμε για τον ψαρά των Συρακουσών, που κι εκείνος αφηγείται στον φιλοξενούμενό του Αβροκόμη την ερωτική του ιστορία. Για την πατρίδα του Λακωνία, τον έρωτά του για την Θελξινόη, για το σμίξιμό τους στην διάρκεια μιας θρησκευτικής ολονυχτίας και, τέλος, εξαιτίας των γονέων της αγαπημένης του που ήθελαν να την παντρέψουν με άλλον, για την μεταμφίεσή τους σε αγόρια και το ταξίδι τους στην Σικελία. Όταν όμως πέθανε η Θελξινόη, γέρος πλέον ο ψαράς την βαλσάμωσε κατά τον αιγυπτιακό τρόπο, την πλάγιασε στο κρεβάτι του και της μιλούσε, λες κι ήταν ζωντανή. Δεν την έβλεπε γριά, αλλά την φανταζόταν νέα και όμορφη, όπως τότε που έφυγαν κρυφά από την Λακωνία. Ο Αβροκόμης, μολονότι το συμβάν ήταν κάπως παράξενο και ανατριχιαστικό, κατάλαβε πως ο αληθινός έρωτας δεν γνωρίζει ηλικία.
Εν τω μεταξύ ο χρησμός επαληθευόταν. Βρισκόταν στους τελευταίους στίχους του. Έτσι, η Ανθία ξαναπήγε στην Μέμφιδα, στο ξακουστό αιγυπτιακό ιερό του Άπιδος, για να ζητήσει χρησμό για το μέλλον. Το καταπληκτικό ήταν πως μπροστά στο ιερό έπαιζαν παιδιά, που προφήτευαν τα μελλούμενα σε πεζό η έμμετρο λόγο. Όταν εκείνη βγήκε από το τέμενος, τα παιδιά φώναξαν «Ανθία Αβροκόμην ταχύ λήψεται άνδρα αυτής» (ταχύτατα θα ξαναβρεί η Ανθία τον άνδρα της Αβροκόμην). Οι αγαπημένοι σύζυγοι ξανασυναντώνται στην Ρόδο, κι έτσι κλείνει το μυθιστόρημα σαν ένας κύκλος. Χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν στην Ρόδο, έτοιμοι για το ταξίδι της επιστροφής στην Έφεσο. Στον ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος προσευχήθηκαν και προσέφεραν μια αναθηματική επιγραφή, όπου ήταν καταγεγραμμένα τα δεινά τους. Ήταν μια συμβολική προσφορά στην θεά, μια μακρινή επανάληψη του Εφεσίου προγόνου τους Ηρακλείτου, ο οποίος αφιέρωσε το έργο του στην Εφεσία Άρτεμιν.
Σημείωση:
[1] Tomas Hagg, Το αρχαίο μυθιστόρημα, μτφρ. Τζένη Μαστοράκη, μτφρ. παραθεμάτων Γιώργης Γιατρομανωλάκης, MIET 2000
[1] Tomas Hagg, Το αρχαίο μυθιστόρημα, μτφρ. Τζένη Μαστοράκη, μτφρ. παραθεμάτων Γιώργης Γιατρομανωλάκης, MIET 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου