Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Μάνος Χατζιδάκις: «Τα σχόλια του Τρίτου»

 


Αν ο Μάνος Χατζιδάκις, αρχίζοντας τα «Σχόλια» στο Τρίτο το ’78, δεν είχε ακόμα αποσαφηνίσει μέσα του ούτε το ύφος ούτε τον τρόπο, τα βρήκε και τα δυο στην πορεία. Σχόλιο με σχόλιο σχημάτισε τον τρόπο, άλλωστε εκείνο που ήξερε καλά ήταν πως απευθύνεται σε ένα μικρό κοινό και σ’ αυτό δεν συμπεριλαμβάνονταν οι «παραδημοσιογράφοι» και ο «αρμόδιος υπουργός», «ανίκανοι για οποιαδήποτε επικοινωνία» (και ιδού το πρώτο σχόλιο). Όμως, όταν ενοχλείται η εξουσία και οι θιγόμενοι έχουν αρκετή από αυτήν, δεν είναι δύσκολο και τα Σχόλια να σταματήσουν και το Τρίτο να σταματήσει (δεύτερο σχόλιο)… Και τι απέγιναν αυτά τα σχόλια; Ιδού, αυτά εδώ, να τα χαρούμε σήμερα που οι καιροί είναι πιο ευέλικτοι…

Τα σχόλια είναι πεντάλεπτα· δίνουν όμως την ευκαιρία στον Μάνο Χατζιδάκι να πει «κάτι περισσότερο από όσα λέει ένας σοβαρός σχολιαστής τηλεοράσεως ή ένας επιτυχημένος κι έμπειρος εκφωνητής αθλητικών επικαίρων». Γιατί και οι δύο αυτοί κύριοι με φιλαρέσκεια εκστομίζουν «χωρίς νόημα […] λέξεις» (τρίτο σχόλιο) και ο λόγος για τους «ελέφαντες» που κατοικούν κάπου κοντά στην Ομόνοια και στο Δημαρχείο και πάντοτε, ανεξαρτήτως του πού κατοικούν, παίξανε και παίζουν μεγάλο ρόλο στην πολιτιστική ζωή του τόπου και στα χρήματα από το δημόσιο ταμείο.

Ένας νέος κυκλοφορεί με μια μπλούζα που γράφει πάνω της Κλωντ Λέβι Στράους. Ο Μάνος Χατζιδάκις τον ρωτά: «Τον γνωρίζεις; Ξέρεις ποιος είναι;» κι εκείνος απαντά: «Και τι σε νοιάζει». Ένας τυχαία μπαίνει στην κουβέντα: «Άσ’ τονα. Δεν είναι ανάγκη να γνωρίσει όλα τα είδωλα… εσύ φαίνεται ταξιδεύεις και ακούς πολλά». Και ο πρώτος, με τη διάσημη ταμπέλα στην μπλούζα, απομακρύνεται και ίσως σκέφτηκε: «Τους βλάκες, δεν κατάλαβαν πως η μπλούζα μου είναι από τη Γερμανία…». Συμπληρώνω με ένα απόσπασμα από μια γαλλική ταινία. Ο Μισέλ Πικολί είναι καθηγητής φιλοσοφίας. Μια φοιτήτριά του –η Ναστάζια Κίνσκι– έχει ένα σκυλάκι. «Πώς το λένε;» ρωτάει ο καθηγητής. Και εκείνη απαντά: «Κλοντ Λέβι Στρος». Εκείνος ξαναρωτά: «Comme le philosophe?». «No, comme le bleu jean», απαντά εκείνη.

Έτσι, οι νέοι είναι ωραίοι· αρκούνται στην ετικέτα, δεν τους νοιάζει η ουσία. Εν τω μεταξύ, οι ελέφαντες κάνουν τη συνηθισμένη τους βόλτα από τον Εθνικό Κήπο ως το Χίλτον και πάλι πίσω. Και με μια τρίπλα, ο Μάνος Χατζιδάκις μπαίνει στο Πρόγραμμα του Τρίτου· μοιάζει με «Καλοδουλεμένη χορωδία ερασιτεχνική, που τραγουδάει Μοντεβέρντι και Γκαμπριέλι. (Γιατί μόνο οι ερασιτέχνες ξέρουν πετυχημένα να τραγουδούν Μεσαίωνα και Μπαρόκ.)». Δεν είμαστε μακριά από τον Οδυσσέα Ελύτη, όταν απογοητευμένος έλεγε πως ξαναγύρισε στον Πλάτωνα.

Στο σχόλιο «Το λαϊκό, το μάγκικο και το παλιό ρεμπέτικο» βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Δεν είναι αυτά τα τρία είδη ίδια, ωστόσο μοιάζουν σαν «τρία ξαδέρφια που κατοικούνε χρόνια τόνα στην Αλγερία, τ’ άλλο στην Αταλάντη και τ’ άλλο το μικρότερο στη Μεσοποταμία. Ή αν θέλετε στον Περισσό, εκεί που τα εργοστάσια φκιάνουν δίσκους, κάλτσες και πλαστικά». Όχι, δεν μας διαφεύγουν οι ρυθμοί που παίζουν κάτω από τις λέξεις και τα νοήματα. Φυσικά, ο πονηρός αναγνώστης καταλαβαίνει πως κανένας τόπος δεν είναι τυχαίος, ούτε τα προϊόντα παραγωγής· ας μην ξεχνάμε πως ο καιρός ευνοεί τις «μαϊμούδες». Εν πάση περιπτώσει, «το λαϊκό είναι άθροισμα… και πλήξις», «το μάγκικο είναι μεράκι… μα εις το βάθος αθλιότης» και «το παλιό ρεμπέτικο είναι μια δάφνη… βραχνάδα, κόμπος κι οδυρμός…» και φυσικά αμάθεια. Η φθορά οφείλεται στους αστούς που τα έκαναν όλα μόδα και «τους “ελευθερωμένους”, γεμάτους από αδυναμίες, αμαρτίες και εύκολα πλούτη».

Τα «Σχόλια» είναι δύσπεπτα, πικρά, ποιητικά καρφιά, μα απολαυστικά…

«Ο πολιτισμός, τα καλλιστεία και η μουσική παιδεία» αρμονικά, ποιητικά, χορεύοντας η γλώσσα σέρνει τον χορό, αλλά οι έννοιες βρίσκονται σε «σχέση βιασμού». Κι εδώ ο Μάνος Χατζιδάκις ενοχλημένος, με χιούμορ αιχμηρό, εξηγεί τη σχέση τους ως ανάλογη με την «αγροτική καλλιέργεια» και «τη Δημιουργία» (agricultura για τους λατινομαθείς, δύο έννοιες σε μία).

«Οι ανθυγιεινές επιπτώσεις της κλασικής μουσικής. Σπουδή σ’ ένα αναγεννησιακό λάθος». Λέει, λοιπόν, ότι «κάπου στον δέκατο τρίτο αιώνα μετά Χριστόν, γέροντες πεισματικοί κι αργόσχολοι ανακαλύψαν τη συνήχηση, την ταυτόχρονη συνύπαρξη δύο ή περισσοτέρων ήχων». Όπως, λοιπόν, ο Γαλιλαίος ανακάλυψε ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο και ο Χριστόφορος Κολόμβος βρήκε την Αμερική, έτσι «σκυθρώπασε η μουσική κι έγινε σοβαρή» και δεν ξέρει τι λέει. Και συνεχίζει ορμητικά: η μουσική βρήκε τους αριθμούς και οι αριθμοί τη μουσική, τη χημεία, τη φυσική, την ηλεκτρονική, την κυβερνητική… και οι «ανάπηροι ειδικοί» «μια αγέλη μαυροφορεμένων οργανοπαικτών». Και «η εκσπερμάτωση έγινε χειροκρότημα […] το μουσικό λάθος άρχισε με αριθμούς και θα τελειώσει με αριθμούς». Και το ένδυμα, όπως βλέπουμε, πολύ μικρό ρόλο έχει, αφού ο πολυμήχανος Μάνος Χατζιδάκις ρίχνει αλλού τα βέλη και μια ματιά νοσταλγική στα χρόνια εκείνα τα παλιά που «η μουσική άρχισε μ’ ένα τραγούδι και θα τελειώσει πάλι μ’ ένα τραγούδι. Όταν ο άνθρωπος θα βρει τη φύση του. Θα γίνει, Άντρας, Γυναίκα και πουλί. Με τους πλανήτες να μιλεί» για να μη νιώθει μόνος και «μισός» και η μουσική να είναι υποκατάστατο συντρόφου, «μες στον ηλίθιο κόσμο που μας τριγυρίζει, υπό μορφήν γειτόνων, φίλων κι εραστών».

«Ο ρόλος της ενδυμασίας στη σοβαρή μουσική», προεκτείνει το προηγούμενο σχόλιο· ο Μάνος Χατζιδάκις θέτει το ερώτημα «πόσο σοβαρό είναι το ένδυμα της μουσικής και πόσο σοβαρή είναι η μουσική που ντύνεται για να υπάρξει σοβαρή». «Επιλέγω το πάθος για να εκφραστώ. Και το ένδυμα με επιλέγει για να επιβληθεί…» και αφού καταγγείλει όσο νομίζει το ένδυμα, καταλήγει: «Σκεφθήκατε ποτέ πόση θλίψη προκαλεί το χειροκρότημα γι’ αυτή την παραδοσιακή επιβράβευση μιας προσπάθειας στείρας κι ανερωτικής, του εκτελεστή ή του διευθύνοντος την πένθιμη συμφωνική ορχήστρα;».

Θα ξεχωρίσω από το σύνολο του κειμένου αυτό που αφορά τον Μπετόβεν και την Ηρωική του, που «καταλήγει πένθιμη, για λόγους μετανοίας ή και απογοητεύσεως. Δράμα σε μέρη τέσσερα, με ήρωες δύο, τον ολομόναχο εγωπαθή Μπετόβεν» (σε κατιούσα κλίμακα). Ο επαρκής αναγνώστης θα καταλάβει πού έχει κρύψει την αιχμή ο Μάνος Χατζιδάκις…

Έτσι, με τέτοιο ύφος και διάθεση, ο Χατζιδάκις θα σχολιάσει τα πάντα: Ωδεία, εκπαίδευση, σπάσιμο πιάτων, κόκκινα παπούτσια, Φρανκενστάιν, και από τα πάντα θα ξεχειλίζει η πικρία – εξαιρούνται τα Ανώγεια στην Κρήτη και η εκεί «μουσική εμπειρία». Επόμενο ήταν να μη δει δημοσιευμένα τα κείμενά του. Όμως, έχει ο καιρός γυρίσματα. Θέλει η ελευθεροστομία αρετήν και τόλμην, θέλει και τον χρόνο της. Τα «Σχόλια» είναι δύσπεπτα, πικρά, ποιητικά καρφιά, μα απολαυστικά…

 

Τα σχόλια του Τρίτου
Μάνος Χατζιδάκις
Ίκαρος
224 σελ.
ISBN 978-960-572-654-6
Τιμή €17,70

Ανθούλα Δανιήλ δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων


https://diastixo.gr/kritikes/diafora/23772-manos-xatzidakis






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου