Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Γιάννης Ευσταθιάδης: συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

 


Ο Γιάννης Ευσταθιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Έχει εκδώσει ποίηση, πεζά, μικρά δοκίμια για τη μουσική και, με το ψευδώνυμο «Απίκιος», γαστρονομικά κείμενα. Παράλληλα, είναι μουσικός παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος. Η συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα και στιχουργήματα (1975-2021), που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μελάνι, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

ΔιηγήματαΜικρά πεζά και, κατόπιν, Ποιήματα και στιχουργήματα, τρία βιβλία, μια δελεαστική επιλογή-εισαγωγή στον κόσμο σας, έναν κόσμο –επιτρέψτε μου την απλούστευση– πολύ ευαίσθητο, νοσταλγικό, λιγάκι ειρωνικό;

Ναι, αποφάσισα να κάνω μια συγκεντρωτική έκδοση, καθώς ξεπέρασα 20 χρόνια πεζογραφική πορεία. Το «πολύ ευαίσθητο» είναι κρίση του αναγνώστη, το «νοσταλγικό» θα το προτιμούσα ως άσκηση μνήμης και το «λιγάκι ειρωνικό» θα το μετέτρεπα σε «συχνά σαρκαστικό». Πρόσφατα έκανα το ίδιο και για την ποίησή μου: μια συγκεντρωτική έκδοση που περιλαμβάνει ποιήματα και στιχουργήματα από το 1975 έως το 2021. Διευκρινίζω ότι τα στιχουργήματα τα ονομάζω έτσι γιατί είναι ένα παιχνίδι με τις λέξεις και τις συνηχήσεις – συχνά σκωπτικά, αλλά και σοβαρά, π.χ. Γύρω μας τόσοι φόνοι μα ούτ’ ένα επιφώνημα.

Σας έχουν χαρακτηρίσει «μάγο των λέξεων», ορκισμένο στιλίστα της λογοτεχνίας μας. Εσείς πώς θα χαρακτηρίζατε με δυο λόγια τη γραφή σας;

Οι λέξεις αυτές ανήκουν σε κριτικούς ή λογοτέχνες και πραγματικά τιμούν το έργο μου, αλλά ασφαλώς δεν μπορώ να τις σχολιάσω, ούτε να τις επαναλάβω. Μπορώ, όμως, να καταθέσω πώς εγώ βλέπω το έργο μου ή, μάλλον, ποιες είναι οι αρχές πάνω στις οποίες το έργο μου βασίζεται. Θα έλεγα ένα τρίπτυχο: Μνήμη, Παρατήρηση, Επινόηση. Συστηματικά θέλω στη γραφή μου να θυμάμαι (αλλά όχι να νοσταλγώ, γιατί η νοσταλγία έχει μια δόση μελοδραματισμού) και παράλληλα να παρατηρώ, δηλαδή να συλλαμβάνω και ν’ αποκωδικοποιώ λογοτεχνικά κάτι ιδιαίτερο που βλέπω, και βέβαια –αναμενόμενο– να επινοώ ήρωες, καταστάσεις και ιστορίες. Απλώς, οι επινοημένοι ήρωες είναι συνήθως φορείς δικών μου συναισθημάτων.

Και ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που πραγματικά σας μάγεψε; Να φανταστώ, μεγαλώνοντας σε μια αστική αθηναϊκή οικογένεια, η βιβλιοθήκη στο σπίτι σας θα ήταν μεγάλη;

Είναι απίστευτο, αλλά μολονότι μεγάλωσα σε μια αστική οικογένεια –ο πατέρας μου ήταν εκλεκτός έμπορος γυναικείων πίλων–, δεν υπήρχε κανένα βιβλίο, καμία βιβλιοθήκη, παρά μόνο Η Εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου. Όλα άλλαξαν όταν ένας φίλος της οικογένειας μου χάρισε –εκεί, στα 11 χρόνια μου– την τρίτομη Ποιητική Ανθολογία του Μιχάλη Περάνθη. Ήταν το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή και που με κρατούσε ώρες κάθε μέρα μαγεμένο. Στη συνέχεια, στράφηκα και στην ελληνική πεζογραφία: δεν διάβασα Λουντέμη που ήταν τότε της μόδας, αλλά λάτρεψα τον Κοσμά Πολίτη και την Κορομηλιά του.

Έμεινα τελειόφοιτος της Επιστήμης και απόφοιτος της Επικοινωνίας.

Έχετε γράψει ποίηση, μικρά δοκίμια, πεζά, αλλά και γαστρονομικά κείμενα με το ψευδώνυμο «Απίκιος». Ποιος ήταν στην πραγματικότητα αυτός ο τύπος;

Έγραψα για τη γεύση χωρίς να ξέρω να μαγειρεύω ούτε τα πιο απλά πράγματα (όπως άλλωστε έγραψα για τη μουσική χωρίς να μπορώ να διαβάσω μία νότα). Άλλωστε, εκείνο που με έθελξε στο φαγητό είναι η κοινωνικότητα και η πνευματικότητα της τροφής. Γι’ αυτό και τα περισσότερα κείμενά μου είναι σοβαρά και ενίοτε στοχαστικά. Προσπάθησα ν’ αναδείξω λογοτεχνικά και όχι απλώς γαστρονομικά ένα θέμα ταπεινό. Όσο για τον Απίκιο, υπήρξε περιώνυμος Ρωμαίος γαστρονόμος και συγγραφέας, ο οποίος γεννήθηκε το 25 π.Χ. και πέθανε μετά από 45 χρόνια. Η επιλογή μου ακολούθησε λίγο τις τάσεις της εποχής –δεκαετία του 1980–, όταν υπήρχαν ήδη δύο αναλόγως ψευδώνυμοι στον χώρο: ο «Δειπνοσοφιστής» (Χρίστος Ζουράρις) και ο «Επίκουρος» (Αλβέρτος Αρούχ).

Αγαπάτε τη μουσική, είστε χρόνια μουσικός παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα με κοινό σταθερό. Τι είναι όμως το ραδιόφωνο για σας; Μια γοητευτική μοναχική εμπειρία, όπου στην ουσία απευθύνεστε σε ένα μόνο πρόσωπο, ενώ μιλάτε σε ένα μεγάλο κοινό;

Η μουσική είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου. Την αγαπώ και μ’ αγαπά – όπως τα αγαπημένα πρόσωπα. Τη γνώρισα σχετικά αργά, στην εφηβεία μου. Με μύησε τότε ο καλός μου φίλος και διάσημος συνθέτης σήμερα Γιώργος Απέργης. Γνωρίζω καλά και αγαπώ όλα τα είδη μουσικής, όλων των εποχών και περιόδων. Θα σας ξαφνιάσω αν σας πω ότι οι αγαπημένοι μου είναι ο Μότσαρτ και ο Τσιτσάνης! Άλλωστε, στα μουσικά μου κείμενα έχω γράψει όχι μόνο για την κλασική μουσική και την όπερα, αλλά και για το ρεμπέτικο, το γαλλικό τραγούδι, το μιούζικαλ, την κινηματογραφική μουσική και πολλά άλλα. Στο ραδιόφωνο κλείνω φέτος μια 20ετία χωρίς καμία διακοπή. Έχω κάνει 8 διαφορετικές εκπομπές, με πάνω από 1.000 επεισόδια. Ναι, είναι όπως το λέτε: «μια γοητευτική μοναχική εμπειρία». Πράγματι, έχω την εντύπωση ότι απευθύνομαι σε έναν μόνο, οπότε το ραδιόφωνο αποκτά εντονότερο συναισθηματισμό απ’ ό,τι τα άλλα μέσα και γι’ αυτό ταιριάζει στα μέτρα, στη διάθεση και στις συνθήκες του συγγραφέα. Άλλωστε, βλέπω πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στο στούντιο και το γραφείο του συγγραφέα: είσαι μόνος (ο ηχολήπτης έχει πάντα διακριτική παρουσία), το φως είναι χαμηλό, φοράς ακουστικά που σ’ απομονώνουν απ’ τον έξω κόσμο κι ακούς μόνο τη φωνή σου. Το ίδιο δεν κάνει και ο συγγραφέας στα λίγα τετραγωνικά του γραφείου του; Είναι μόνος, το φως είναι χαμηλό κι «ακούει» μόνο τη φωνή του…

Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για μουσικά και λογοτεχνικά σας δοκίμια. Τι σημαίνουν για σας αυτές οι τιμές; Σας ενθαρρύνουν για συνέχεια ή μήπως τα προσπερνάτε, δεν σας πολυαφορούν;

Ασφαλώς δεν τα προσπερνώ και ασφαλώς με αφορούν – θα ήταν επηρμένη θέση το αντίθετο. Από την άλλη, δεν με ενθαρρύνουν για συνέχεια, η συνέχεια στον συγγραφέα είναι κομμάτι της σκέψης και των δεδομένων του, μια μορφή ισόβιας έφεσης. Οι διακρίσεις, όπως και οι πολλές θετικές κριτικές, μπορεί να συμβάλλουν στην αύξηση των αναγνωστών. Γενικώς δεν έχω μεγάλο κοινό (λίγα βιβλία μου έχουν κάνει δεύτερη έκδοση και μόνο ένα τρίτη), αλλά, ευτυχώς, πολύ προσκολλημένο! Μ’ άλλα λόγια, δεν ανήκω στους «ευπώλητους» συγγραφείς, αλλά μάλλον στους «απώλητους», αν και, για ν’ αυτοσαρκαστώ, θα μπορούσα να σας πω: στους «απόλυτους»!

Όμως ανάμεσα στις πολλαπλές σας ιδιότητες, η βασικότερη όλων είναι αυτή του επιτυχημένου για περίπου μισόν αιώνα διαφημιστή.

Ναι, αυτή είναι η επαγγελματική μου πλευρά. Μπήκα με μέσον σε διαφημιστική εταιρεία, τη «Γνώμη», για λίγους μήνες κι έμεινα στη διαφήμιση μια ζωή. Ήμουν φοιτητής Νομικής και είχα ανάγκη από κάποια χρήματα. Αποτέλεσμα: Έμεινα τελειόφοιτος της Επιστήμης και απόφοιτος της Επικοινωνίας.

Ίσως η εμμονή μου στη μικρή φόρμα να κατάγεται από τη λακωνικότητα της διαφήμισης.

Δικά σας σλόγκαν: «Μην το πιείτε, λουστείτε», «Ο επιμένων ελληνικά», «Μόνος η Μάνος», «Ποτέ των Ποτών» για την οδήγηση και, βέβαια, η «Σερενάτα»: Μέσα σε τρεις λέξεις, μια ολόκληρη ιστορία;

Μολονότι η διαφήμιση είναι εμπορική επικοινωνία, χρειάζεται και εδώ έμπνευση, χρειάζεται ευρηματικότητα και ιδέες. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο πολλοί και σημαντικοί λογοτέχνες έχουν δουλέψει στο δημιουργικό της διαφήμισης: από τον Καραγάτση έως τον Μιχάλη Γκανά!

Η διαφήμιση είχε θετική επίδραση στη συγγραφική σας δουλειά; Η λακωνικότητά της με έναν τρόπο βοήθησε;

Το έχω ξαναπεί και συνεχίζω να πιστεύω πως η διαφημιστική λακωνικότητα, οι σφιχτοί ρυθμοί των μηνυμάτων, το άμεσο και το καίριο του διαφημιστικού λόγου, το παιχνίδι με τις λέξεις, η αναζήτηση της ρίμας, το συνεχές γράψε-σβήσε, είχαν θετική επίδραση στη συγγραφική μου πλευρά, βελτίωσαν τις όποιες δεξιότητές μου και διαμόρφωσαν ακόμα και το ύφος μου. Ίσως, εντέλει, η εμμονή μου στη μικρή φόρμα να κατάγεται από τη λακωνικότητα της διαφήμισης.

Είχατε πει κάποτε: «Ο Σπίλμπεργκ άλλαξε τον τρόπο του μοντάζ στα φιλμ του επηρεασμένος από τα διαφημιστικά σποτ». Μεγάλη τέχνη τελικά και η διαφήμιση, έστω λαϊκότερη;

Όχι! Κατά τη γνώμη μου, η διαφήμιση δεν είναι τέχνη (στην καλύτερη περίπτωση είναι το fast food της τέχνης), αλλά περιέργως επηρέασε πολύ την τέχνη του 20ού αιώνα, ιδίως τη ζωγραφική.

Υπάρχει κάτι σοβαρό που κάνει τα βράδια σας πιο σκοτεινά;

Ναι, ο θάνατος του μικρού μου γιου στα 25 του.

Το ξέρω και λυπάμαι πολύ… Κλείνοντας και μιλώντας για νύχτες: Εσείς πότε γράφετε; Όταν η πόλη κοιμάται και είναι παντού σκοτεινά;

Γράφω, σχεδόν πάντα, βράδυ. M’ αρέσει να με περιβάλλει το σκοτάδι κι εγώ να το διαπερνώ με τις ακτίνες μιας λάμπας… Ίσως είναι μια συνήθεια απ’ τα μαθητικά μου χρόνια: Πρωί σχολείο, απόγευμα επιστροφή, βράδυ γράψιμο στα τετράδια. Έτσι έγινα ένας «μαθητής» του σκότους!

 

Ποιήματα και στιχουργήματα
(1975-2021)
Γιάννης Ευσταθιάδης
Εκδόσεις Μελάνι
552 σελ.
ISBN 978-960-59-1243-7
Τιμή €18,00

Τίνα Πανώριου δημοσιογράφος

https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/22823-giannis-efstathiadis-sinentefxi-stin-tina-panoriou


https://diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου