Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: «Τα ψηλά βουνά»

 


«Καλότυχα είναι τα βουνά,
ποτέ τους δε γερνάνε!»

Στους στίχους του τραγουδιού του μπαρμπα-Φώτη δίνεται η απάντηση στο –πιθανό– ερώτημα κάποιων τι νόημα έχει η επανέκδοση ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε πριν από 100 και πλέον χρόνια και απευθύνεται σε παιδιά. Τι κοινό έχουν τα παιδιά του 2024 με τα παιδιά του 1918; Τι κοινό έχει η Ελλάδα του τότε με το τώρα;

Το μυθιστόρημα Τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και συνοδεύεται από πλούσιο εκπαιδευτικό υλικό, κουβαλά στις σελίδες του ένα μέρος της ιστορίας του τόπου και της γλώσσας μας. Είναι ένα μυθιστόρημα για παιδιά που οργανώνεται σε 79 μικρά κεφάλαια, δομή που υπαγορεύτηκε από τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκε αρχικά, για να χρησιμοποιηθεί δηλαδή ως αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού στο πλαίσιο της Γλωσσοεκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης του 1917, που εισήγαγε η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Εκδόθηκε έναν χρόνο αργότερα και αποτέλεσε το πρώτο αναγνωστικό στη δημοτική γλώσσα. Προκάλεσε πολύ έντονες αντιδράσεις και, δυο χρόνια αργότερα, αποσύρθηκε από τις μετέπειτα κυβερνήσεις για να εισαχθεί ξανά το 1929 στο πλαίσιο νέας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Βενιζέλου. Το 1974, με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα μετά την επτάχρονη δικτατορία, ανατυπώθηκε για τα δημοτικά σχολεία της χώρας και συνεχίζει να ανατυπώνεται.

Σε αυτά τα 79 κεφάλαια περιγράφεται η ζωή 25 παιδιών της ΣΤ’ Δημοτικού, ενός χωριού που δεν αποκαλύπτεται, τα οποία θα περάσουν ένα ολόκληρο καλοκαίρι στη φύση, στο βουνό της περιοχής. Μέσα σε αυτά τα κεφάλαια οι μικροί αναγνώστες διαβάζουν, με τη μορφή εγκιβωτισμένων ιστοριών, και τα κατορθώματα των ζώων που ζουν στη φύση (όπως η αλεπού και ο λύκος).

Πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η Φύση και τα στοιχεία της. Τα παιδιά, μολονότι κάποια από αυτά ξεχωρίζουν λίγο περισσότερο από τα υπόλοιπα, είναι συμπρωταγωνιστές. Οι ενήλικες απουσιάζουν (κάτι που το 1918 θεωρήθηκε σκανδαλώδες), ενώ οι ντόπιοι παρουσιάζονται αναλυτικά καθώς –κυρίως μέσω της επαγγελματικής τους ασχολίας– αποτελούν κι αυτοί μέρος της φύσης. Την ίδια στιγμή κάποιοι από αυτούς λειτουργούν ως παράδειγμα προς αποφυγή. Οι Πουρναρίτες, λόγου χάρη, μετωνυμικά θα μπορούσαν να αποδίδουν εκείνους τους σημερινούς τύπους, που στο όνομα της οικονομικής εκμετάλλευσης της φύσης δεν ορρωδούν μπροστά σε τίποτα. Συμπρωταγωνιστικό ρόλο, επίσης, έχουν τα ζώα ως αναπόσπαστα, κι αυτά, μέλη του περιβάλλοντος.

Αν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί κάποιος όρος για την ειδολογική κατάταξη του κειμένου, θα λέγαμε πως ανήκει στα ηθογραφικά έργα. Εμπνέεται από τη ζωή των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου, την καθημερινότητά τους, τον τρόπο ζωής μιας συγκεκριμένης περιόδου, όχι στο στενό πλαίσιο της λαογραφικής καταγραφής αλλά της σκιαγράφησης των χαρακτήρων, όπως αυτοί διαμορφώνονται στον χώρο και τον χρόνο. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχει ιδιαίτερη σημασία να ιδωθούν δύο επιμέρους ζητήματα, τα οποία θίγονται στο κείμενο. Το ένα αφορά τον αναλφαβητισμό και το άλλο τη θέση της γυναίκας. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο δίνουν αφορμή για μια γόνιμη συζήτηση με τα παιδιά (το βιβλίο απευθύνεται σε ανάλογες με τους πρωταγωνιστές ηλικίες) για τη θέση της γυναίκας τότε και τώρα, τις συνθήκες που διαμόρφωσαν τις αντιλήψεις περί του γυναικείου φύλου ή την ισότητα, τις αλλαγές που έχουν γίνει (αν έχουν γίνει, πού και πώς), αλλά και για τον αναλφαβητισμό –οργανικό και λειτουργικό– ως προϊόν συγκεκριμένων δομών και συνθηκών.

Τα 25 παιδιά θα αναμετρηθούν όχι μόνο με τις αντιξοότητες της φύσης, αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό.

Το κείμενο ξεχωρίζει για τη γλώσσα του, αυτή την καθάρια δημοτική (σε μια εποχή γλωσσικού διχασμού), εμπλουτισμένη με λέξεις της βλάχικης ντοπιολαλιάς. Με τα ουσιαστικά, τα επίθετα και τα ρήματα που αξιοποιούνται έτσι ώστε να δίνουν ρυθμό και ισορροπία στο κείμενο. Με κυρίαρχες τεχνικές την περιγραφή και τον διάλογο, το κείμενο αποκτά αμεσότητα και ζωντάνια, προσελκύοντας το ενδιαφέρον των μικρών αναγνωστών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πλαίσιο της φύσης, ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται να γίνει για τη χρήση των εικόνων. Όχι ως διακοσμητικά στοιχεία του κειμένου, αλλά ως οργανικά μέρη της αφήγησης. Είναι οι οπτικές εικόνες που δημιουργούν στη φαντασία του μικρού αναγνώστη το σκηνικό της αφήγησης. Είναι οι ηχητικές εικόνες (ο ήχος του δάσους, του νερού, της νύχτας, των κουδουνιών των ζώων…) από τη μια και οι οσφρητικές (το θυμάρι, το ρετσίνι, το χνότο του ζώου που μοσχοβολά άγριο κλαρί, τα κουλούρια του Φουντούλη, οι… πατάτες με πατάτες) από την άλλη, που ενεργοποιούν όλες τις αισθήσεις.

Με τριτοπρόσωπη αφήγηση, από έναν παντογνώστη αφηγητή, που εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη, εκεί που καταγράφονται οι σκέψεις των παιδιών ή των ζώων (με τα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά), το βιβλίο εντάσσεται σε εκείνη τη μεγάλη κατηγορία των αναγνωσμάτων όπου η Φύση προκαλεί δέος –με όλες τις σημασίες της λέξης– στον άνθρωπο. Από το Walden ή Η ζωή στο δάσος του Χένρι Ντέιβιντ Θόρο, πρωτεργάτη για πολλούς των σύγχρονων οικολογικών κινημάτων, μέχρι τον Τζακ Λόντον με Το κάλεσμα της άγριας φύσης, βιβλίο-σύμβολο όσων αγωνίζονται να γνωρίσουν τον αληθινό τους εαυτό, και τον Ασπροδόντη, μια από τις πιο συγκινητικές ιστορίες επιβίωσης ή Το βιβλίο της ζούγκλας του νομπελίστα Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, για να μείνουμε μόνο σε εκείνα τα έργα που είναι περισσότερο γνωστά στο ευρύ κοινό.

Και θα παρότρυνα έναν έφηβο αναγνώστη να διαβάσει Τα ψηλά βουνά αντιθετικά με το βιβλίο του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ Ο άρχοντας των μυγών, αυτό το αλληγορικό μυθιστόρημα πάνω στην ανθρώπινη φύση (εκεί όπου μια ομάδα παιδιών –μόνο αγόρια, όπως και στο βιβλίο του Παπαντωνίου– μακριά από την οικογένεια –αλλά διατηρώντας μνήμες από τη διαπαιδαγώγηση οικογένειας και σχολείου– θα επιχειρήσουν να ζήσουν αρμονικά και εύρυθμα σ’ ένα ακατοίκητο νησί, αλλά θα καταλήξουν σ’ έναν καταστροφικό μεταξύ τους πόλεμο, αφού χωρίς πνεύμα αλληλεγγύης και αλτρουισμού γίνονται φορείς μιας πρωτοφανούς βαρβαρότητας) και να προβληματιστεί για τα επιμέρους ερωτήματα που εγείρουν τα βιβλία για τις έννοιες του καλού και του κακού, τη δυναμική των ομάδων, ποιος δικαιούται να είναι αρχηγός και ποιες οι αρετές του…

Ας επιστρέψουμε, όμως, στο αρχικό ερώτημα: Μπορεί ένα βιβλίο μιας άλλης εποχής να διαβαστεί από τα σημερινά παιδιά; Τι κοινό έχει η Generation Alpha (οι γεννημένοι, δηλαδή, περίπου μεταξύ του 2010 και του τέλους του 2024, που η συντριπτική πλειονότητά τους δεν έχει ακόμη αποφοιτήσει από το δημοτικό σχολείο, που είναι κολλημένα στην οθόνη ενός iPad, που κατακλύζουν τα καταστήματα καλλυντικών και χρησιμοποιούν ρετινόλη στη μωρουδιακή τους ακόμα φάτσα) με την παρέα των δωδεκάχρονων του 1918; Η απάντηση βρίσκεται σε αυτό που ονομάζεται καλή λογοτεχνία. Γιατί καλή λογοτεχνία είναι εκείνη που υπερβαίνει τα όρια του χρόνου, αφού τα θέματά της είναι διαχρονικά και μπορούν να υποκινούν συνεχώς συζητήσεις. Οι δύο βασικοί θεματικοί πυρήνες του βιβλίου, λοιπόν, είναι εκείνοι που το κάνουν ευανάγνωστο μέχρι και σήμερα. Ο πρώτος αφορά τη διαμόρφωση οικολογικής συνείδησης και ο δεύτερος τη διαμόρφωση της συλλογικότητας.

Εξαιρετικό δείγμα παιδικής λογοτεχνίας, που παραμένει επίκαιρο.

Ως προς τον πρώτο, το βιβλίο διατηρεί στοιχεία επικαιρότητας, καθώς θίγει πλειάδα θεμάτων που αφορούν την περιβαλλοντική συμπεριφορά και του σημερινού ανθρώπου. Και είναι αξιοπρόσεκτο πώς ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου εστιάζει στη διαμόρφωση οικολογικής συνείδησης και στάσης από την παιδική ηλικία και μέσα από την ουσιαστική επαφή με τη φύση. Μια επαφή, που αναδεικνύει τη σχέση αλληλεπίδρασης κι όχι μια τουριστική εκδοχή με τη μορφή μιας ολιγοήμερης επίσκεψης σε ένα σχεδόν αστικοποιημένο φυσικό περιβάλλον. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα βιβλίο «προφητικό»; Ίσως… Σίγουρα, πάντως, όταν το έγραφε ο Παπαντωνίου αγνοούσε όρους όπως οικολογία, αειφορία, ορυκτά καύσιμα, ανακύκλωση, κλιματική αλλαγή, γιατί δεν υπήρχαν. Υπήρχε, όμως, η βιωματική επαφή με τη φύση και η κατανόηση ότι, ακριβώς επειδή ο άνθρωπος είναι μέρος της, έχει χρέος να την προστατεύει. Αποκτά άλλη επικαιρότητα το κεφάλαιο για τον «άνθρωπο που τρώει το δάσος» με την τεράστια οικολογική καταστροφή που συντελείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, με τα απανθρακωμένα δάση της Δαδιάς, της Εύβοιας, της Πεντέλης – και όχι μόνον. Γιατί το τίμημα είναι βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο: «Άστραψε. Πέντε χρυσές οχιές στριφογύρισαν με την ουρά στη γη και την κεφαλή στον ουρανό […] Ώσπου να τρέξουν μέσα στο σπίτι η θύελλα έσπασε και τα δυο παράθυρα, τα πέταξε κάτω στο πάτωμα κι έχυνε μέσα σωρούς νερό. Νερό και χαλάζι στριφογύριζε και χόρευε. Ήταν σα να κυλούν βαρέλια γυάλινα». Επίκαιρο; Προφανέστατα!

Αλλά και ο δεύτερος θεματικός πυρήνας, που αφορά τη συλλογικότητα ως διαδικασία ενηλικίωσης, ανταποκρίνεται στην επικαιρότητα. Αυτά τα 25 παιδιά θα αναμετρηθούν όχι μόνο με τις αντιξοότητες της φύσης, αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Κατ’ αρχάς, η «επιβίωσή» τους για τόσο μεγάλο διάστημα χωρίς την επίβλεψη ενηλίκων σήμερα φαντάζει αδιανόητη. Κι όμως. Αυτά τα παιδιά θα κληθούν να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν. Σε αυτό το διάστημα θα ξεδιπλωθούν χαρακτήρες, θα φανούν τα δυνατά και αδύνατα σημεία του καθενός, θα μάθουν να μετατρέπουν το πάθημα σε μάθημα. Και, όπως εύστοχα επισημαίνει η Ελένη Σβορώνου (υπεύθυνη Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στη WWF Ελλάς και συγγραφέας βιβλίων για παιδιά) στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου: «Οι ήρωες ξεκινούν παιδιά, με τον νου τους μόνο στο παιχνίδι, και επιστρέφουν νεαροί υπεύθυνοι πολίτες, με γνώση του εαυτού τους και του ρόλου τους στην κοινωνία».

Τα ψηλά βουνά αποτελούν εξαιρετικό δείγμα παιδικής λογοτεχνίας, που παραμένει επίκαιρο, καθώς η απαράμιλλη πένα του συγγραφέα συνεχίζει να μαγεύει αλλά και να περνάει διαχρονικά μηνύματα στους αναγνώστες του.

 

Τα ψηλά βουνά
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Εκδόσεις Ψυχογιός
216 σελ.
ISBN 978-618-01-5839-7
Τιμή €11,10

https://diastixo.gr/kritikes/paidika/23777-zaxarias-papantoniou-ta-psila-bouna


https://diastixo.gr





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου