Η Μαρία Ράπτη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1982 και σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., ενώ από το 2000 ασχολείται συστηματικά με το θέατρο, παρακολουθώντας εργαστηριακά μαθήματα και σεμινάρια. Εργάζεται ως καθηγήτρια και εμψυχώτρια θεατρικών ομάδων. Διετέλεσε μέλος του θεάτρου Παράθλαση, ενώ από το 2007 ανήκει στο δυναμικό του θεάτρου Νέμεση. Παράλληλα, γράφει, διαβάζει και συλλέγει βιβλία με χαρακτηριστική μανία. Το 2009, διήγημά της βραβεύτηκε με την 3η θέση στον διαγωνισμό «Φανταστείτε το μέλλον σας σε μια πόλη που αλλάζει», που συνδιοργανώθηκε από το British Council και την εφημερίδα Τα Νέα. Το μυθιστόρημά της Παιδικά τραγουδάκια, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Bell, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε το μυθιστόρημα Παιδικά τραγουδάκια;
Το έναυσμα ήταν τα πραγματικά γεγονότα πίσω από το μυθιστόρημα, τα οποία και ανακάλυψα αρκετά χρόνια πριν, και μάλιστα σχετικά τυχαία. Γεγονότα φρικιαστικά και εξοργιστικά, τα οποία συντάραξαν τη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του ’50, αλλά στη συνέχεια έπεσαν στη λήθη. Όταν έμαθα γι’ αυτά και τα ερεύνησα, ένιωσα ότι θα ήταν μια ενδιαφέρουσα βάση για να στηθεί ένα θρίλερ. Άλλωστε και τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα είναι, από μόνα τους, μια ιστορία τρόμου.
Τι σας έδωσε την αφορμή για να το γράψετε;
Δεν ξέρω αν υπήρξε αφορμή με τη στενή έννοια του όρου. Ήθελα να αφηγηθώ μια τρομακτική ιστορία, με όλα τα κλασικά συστατικά της: ένα απομονωμένο μέρος, ένα παλιό μοναστήρι, χιονοθύελλες, περίεργα γεγονότα, φώτα που αναβοσβήνουν μόνα τους και μια φιλοπερίεργη πρωταγωνίστρια. Και σκέφτηκα να συνδυάσω όλα τα παραπάνω με κάτι ασυνήθιστο, όπως τα τραγουδάκια στην αρχή κάθε κεφαλαίου, τα οποία σχολιάζουν τα γεγονότα, προβλέπουν τις εξελίξεις και προειδοποιούν την ηρωίδα.
Δεκέμβρης του 1975. Ο καιρός είναι άσχημος και μέσα στην ομίχλη ένα αμάξι ανηφορίζει προς ένα χωριό. Από τις πρώτες σελίδες ο αναγνώστης είναι σε εγρήγορση, σωστά;
Δεν θα μιλούσαμε για ιστορία μυστηρίου, αν ο αναγνώστης δεν ήταν σε εγρήγορση! Άλλωστε, νομίζω ότι όσοι αγαπάμε αυτού του είδους τα αναγνώσματα, τα αγαπάμε και γι’ αυτό: για την αγωνία, για την ανυπομονησία, για την επόμενη σελίδα, την έξαψη της αποκάλυψης ή των ανατροπών. Η ανάγνωση μιας ιστορίας μυστηρίου, θρίλερ ή τρόμου, προσφέρει στον αναγνώστη μια τριβή σε ακραίες καταστάσεις, οι οποίες όμως δεν μπορούν να τον απειλήσουν στην πραγματικότητα. Αυτό το άνοιγμα στον κίνδυνο –από την ασφάλεια του σπιτιού μας– νομίζω ότι είναι ένας από τους βασικούς λόγους που οι άνθρωποι αγαπάμε από πολύ παλιά τις τρομακτικές ιστορίες. Λειτουργεί κάπως αποτροπαϊκά: μας φέρνει αντιμέτωπους με το αδιανόητο, με την ελπίδα να μη χρειαστεί να το αντιμετωπίσουμε στην πραγματική μας ζωή.
Η ηρωίδα νομίζει ότι μια σκιά την παρακολουθεί. Οι υποψίες δεν μπορούν ακόμη και να τρελάνουν κάποιον άνθρωπο, ιδίως αν νομίσει ότι τον παρακολουθούν;
Φυσικά. Οι υποψίες είναι συνήθως ανυπόφορες σε σχέση με τις βεβαιότητες. Όταν όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά, o ανθρώπινος νους συχνά επιλέγει το χειρότερο από αυτά. Ίσως είναι η άμυνά μας, ο τρόπος μας να προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο. Αυτό το χαρακτηριστικό μας, πιστεύω, εκμεταλλεύεται και το μυστήριο, ως λογοτεχνικό είδος, ως genre.
Και τότε βλέπει έναν ρασοφόρο να κρατά ένα τσεκούρι. Αυτή η εικόνα, όπως και οι προηγούμενες, είναι αποκύημα της φαντασίας της ή όχι;
Αν και δεν θα ήθελα να αποκαλύψω πολλά για την πλοκή του βιβλίου, ο ρασοφόρος στην πλοκή του βιβλίου αποτελεί κομμάτι της πραγματικότητας. Πρόκειται για έναν ιερέα της παλαιάς μονής, ο οποίος δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη νέα πραγματικότητα, με το γεγονός δηλαδή ότι το μοναστήρι δεν υπάρχει πια και ότι οι εγκαταστάσεις του θα μετατραπούν σε σχολείο. Είναι μια μυστηριακή, αινιγματική, απειλητική φιγούρα.
Όταν όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά, o ανθρώπινος νους συχνά επιλέγει το χειρότερο από αυτά. Ίσως είναι η άμυνά μας, ο τρόπος μας να προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο.
Η Λίζι ανακαλύπτει ένα βιβλιαράκι-ημερολόγιο. Γιατί την τρομάζουν οι σελίδες του;
Το βιβλιαράκι αφηγείται την –εξαιρετικά– ζοφερή ιστορία μιας παλιάς τρόφιμου της μονής, η οποία δυστύχησε ποικιλοτρόπως, όταν είχε την ατυχία να βρεθεί εκεί ενώ νοσούσε από φυματίωση. Η διήγηση της απάνθρωπης καθημερινότητάς της αποκαλύπτει σταδιακά στη Λίζι τα απεχθή εγκλήματα που έλαβαν χώρα στο παρελθόν – και φυσικά την τρομοκρατεί. Άλλωστε, η ίδια βρίσκεται στο μέρος όπου συνέβησαν όλα, μόνη, χωρίς τρόπο διαφυγής και χωρίς να μπορεί να ξέρει ανά πάσα στιγμή ποιος βρίσκεται στο διπλανό κτίριο.
Είναι στοιχειωμένο το μέρος ή καταραμένο;
Το μέρος είναι και τα δυο και την ίδια στιγμή τίποτε από τα δυο. Μιλάμε συχνά για τη μνήμη των τόπων, όμως οι τόποι δεν έχουν μνήμη· μνήμη έχουν οι άνθρωποι και μέσω της μνήμης τους καθορίζουν τη σχέση τους με κάθε τόπο, τον νοηματοδοτούν. Η μονή του βιβλίου είναι ένας τόπος μαρτυρίου και ως τέτοιος μπορεί να εξαγνιστεί, να επανεκκινήσει ως κάτι νέο μόνο στη συνείδηση των ανθρώπων. Κι αυτό θα έρθει μόνο όταν έρθει και η δικαίωση των θυμάτων.
Όταν η Λίζι μαθαίνει το παρελθόν του μοναστηριού, προβληματίζεται. Γιατί φοβάται; Ποιους φοβάται;
Η Λίζι φοβάται τους ανθρώπους της μονής, που έχουν ήδη προξενήσει δολιοφθορές στο έργο και που προσπαθούν με κάθε τρόπο να το σταματήσουν. Τους φοβάται, γιατί ξέρει πως ο θρησκευτικός φανατισμός είναι επικίνδυνος και πως όσοι αποκτούν εμμονές πολλές φορές δυσκολεύονται να διακρίνουν τα όρια, πως δεν τους είναι δύσκολο να τα ξεπεράσουν γιατί η τυφλότητά τους θολώνει την ηθική τους. Όταν μαθαίνει κι άλλα όμως για το παρελθόν της μονής δεν φοβάται πια, θυμώνει. Πεισμώνει.
Γιατί έχει εμμονή να μετατρέψει το παλιό μοναστήρι σε σχολείο;
Δεν θα το αποκαλούσα εμμονή. Είναι η δουλειά της. Της έχει ανατεθεί μια αποστολή και είναι αποφασισμένη να τη φέρει εις πέρας. Σε μια κομβική για τη χώρα εποχή, στην αρχή της μεταπολίτευσης, η χώρα προσπαθεί να βρει τον εαυτό της και ταυτόχρονα να κλείσει τις πληγές της. Η Λίζι αναλαμβάνει να βάλει κι εκείνη το δικό της λιθαράκι σε αυτή τη νέα εποχή που ανατέλλει και είναι αποφασισμένη να πετύχει. Γιατί το μοναστήρι είναι κατά κάποιον τρόπο το παρελθόν, το σκοτάδι, ενώ η ίδια και το νέο σχολείο το μέλλον. Το φως. Η δημοκρατία, η λογική και η πρόοδος.
Το μυθιστόρημά σας έχει όλα τα συστατικά ενός θρίλερ. Ποιοι είναι οι μετρ των θρίλερ συγγραφικά;
O E.A. Poe, o H.P. Lovecraft, o Arthur Machen, η Mary Shelley, η Shirley Jackson, η Anne Rice, ο Richard Matheson, ο Ray Bradbury, o Clive Barker και πολλοί πολλοί άλλοι, που δεν χωρούν εδώ. Και, φυσικά, ο «βασιλιάς» Stephen King.
Ποια είναι η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού στο βιβλίο σας;
Οι αναγνώστες αγκάλιασαν τα Παιδικά τραγουδάκια, κάτι που με κάνει φοβερά χαρούμενη. Τα σχόλια των αναγνωστών είναι συγκινητικά και ενθουσιώδη – πολλές φορές, μάλιστα, φωτίζουν πτυχές του έργου μου που δεν είχα σκεφτεί. Αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον και πολύτιμο κομμάτι της σχέσης μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη.
Παιδικά τραγουδάκια
Μαρία Ράπτη
Bell
376 σελ.
ISBN 978-960-620-917-8
Τιμή €15,50
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου