Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Ιωάννα Μπουραζοπούλου: συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

 


Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε δημόσια διοίκηση και διοίκηση ξενοδοχειακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και την Αγγλία. Έχει γράψει μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και διηγήματα. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά, συλλογικούς τόμους διηγημάτων και ανθολογίες. Το μυθιστόρημά της Τι είδε η γυναίκα του Λωτ; (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007) τιμήθηκε με το βραβείο του περιοδικού (δε)κατα Athens Prize for Literature (2008) και κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα γαλλικά, αγγλικά και βουλγαρικά. Το 2013, η αγγλική εφημερίδα Guardian το κατέταξε στα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας της χρονιάς. Το 2015, Η κοιλάδα της λάσπης, πρώτο μέρος της τριλογίας «Ο δράκος της Πρέσπας», που επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο του περιοδικού Κλεψύδρα. Το 2017, της απονεμήθηκε τιμητική υποτροφία (Award of Excellence) από το Υπουργείο Επιστήμης και Πολιτισμού της Βαυαρίας, συνοδευόμενη από φιλοξενία στη Villa Concordia, στο Μπάμπεργκ (International House of Artists). Το τρίτο μέρος της τριλογίας «Ο δράκος της Πρέσπας», με τίτλο Η μνήμη του πάγου, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Ξεκινήσατε να γράφετε το 2000 το πρώτο σας μυθιστόρημα, Το μπουντουάρ του Ναδίρ (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003). Ποιο ήταν το έναυσμα για ν’ αρχίσετε να μοιράζεστε μαζί μας τις «μαγικές» σας ιστορίες;

Έως τότε έγραφα θεατρικά έργα, συμμετείχα σε ερασιτεχνικά θεατρικά σχήματα και πίστευα πως εκεί ανήκω, σε αυτό το είδος γραφής και έκφρασης. Κάποια στιγμή δοκίμασα να γράψω ένα μυθιστόρημα, χωρίς να έχω κατά νου να το εκδώσω, πειραματικά. Προς μεγάλη μου κατάπληξη είχε θερμή υποδοχή, οπότε αναρωτήθηκα μήπως τελικά είμαι μυθιστοριογράφος. Πλέον ως τέτοια συστήνομαι. Μου λείπει η συμμετοχή του κοινού την ώρα που παράγεται το έργο, όπως συμβαίνει στο θέατρο. Προσπαθώ να την κερδίσω στο τυπωμένο βιβλίο αφήνοντας χώρο για τη συμβολή του αναγνώστη. Στην τριλογία του δράκου, για παράδειγμα, ο τέταρτος τόμος, που δεν θα γραφτεί ποτέ από εμένα, ανήκει στον αναγνώστη, εκείνος θα αποφασίσει την κατάληξη, έχοντας πλέον όλα τα δεδομένα της ιστορίας.

Η τριλογία σας παρουσιάζει τρεις αλληλοαναιρούμενες εκδοχές για την εμφάνιση ενός τέρατος στη Μεγάλη Πρέσπα, τη λίμνη που μοιράζονται τρεις χώρες – η Ελλάδα, η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία. Διαλέξατε αυτές τις περιοχές ίσως γιατί είναι ποτισμένες –περισσότερο από άλλες– με κακοδαιμονίες, αυταπάτες, δεισιδαιμονίες;

Μας ενώνει ο πόνος του διχασμού με τους γείτονές μας, εξίσου ταλαιπωρημένοι κι εκείνοι από εμφύλιους σπαραγμούς, αλλά και από εθνικιστικές φαντασιώσεις. Η Μεγάλη Πρέσπα είναι ένα πανέμορφο μέρος και η εικόνα του αδιαίρετου νερού που βρέχει τις τρεις ακτές συμβολίζει την ενότητα. Αποτέλεσε το ιδανικό σκηνικό για να στηθεί η πλοκή μιας ιστορίας που παρουσιάζει τον δράκο του φόβου, της προκατάληψης και της πολιτικής εκμετάλλευσης. Πρόσφατα έλαβα ένα συγκινητικό μέιλ από μια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου, η οποία μου περιέγραφε τις σκέψεις που της γέννησε «Ο δράκος της Πρέσπας». Διάβαζε την τριλογία ενόσω συμμετείχε σε συνάντηση με Τουρκοκύπριους συναδέλφους της στα κατεχόμενα. Η Γη είναι γεμάτη διχασμένες Πρέσπες, τραύματα και αόρατους δράκους. Μόνο η φιλία των λαών μπορεί να μας προστατεύσει από το φλογισμένο χνώτο του.

Η τρίτη ιστορία σας, Η μνήμη του πάγου, διαδραματίζεται στην παγωμένη Αλβανία, όπου…

Στον τρίτο τόμο περιγράφεται το δρακολογικό φαινόμενο από τη δυτική όχθη της Πρέσπας, εκείνη της Αλβανίας. Κάθε όχθη της τριχοτομημένης λίμνης αντιμετωπίζει διαφορετικά το απόκοσμο τέρας και το ερμηνεύει διαφορετικά. Εδώ η θερμοκρασία έχει πέσει πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, μετά την έλευση του θηρίου τα πάντα είναι κρυσταλλωμένα και ασάλευτα. Οι δρακολόγοι σε αυτή την όχθη είναι μόνο γυναίκες, χωρίζονται σε τοξότριες και ιέρειες –φυσική και μεταφυσική– και πιστεύουν πως η παγωμένη λίμνη είναι ένα αυγό, από το οποίο θα ξεπεταχτεί το τέρας όταν ολοκληρωθεί η επώαση, στην ώριμη και ολέθρια μορφή του. Είναι το τέλος του ταξιδιού για τους δύο ήρωες-φυγάδες που κάνουν τον κύκλο της λίμνης, φορείς της ενότητας, αλλά και η έναρξη του ταξιδιού για τον εκπρόσωπο του καθεστώτος, υποκινητή του διχασμού.

Όμως, πώς πρωτομπήκατε εσείς στον κόσμο του Φανταστικού, έναν κόσμο –νομίζω– άγνωστο σε πολλούς εξ ημών;

Δεν έγινε συνειδητά. Τα μυθιστορήματα ακολούθησαν εξαρχής την ατμόσφαιρα των θεατρικών μου έργων: ρεαλιστικοί προβληματισμοί σε μη ρεαλιστικές συνθήκες· μυστήρια, ανατροπές, νοητικά παιγνίδια, γκροτέσκο χαρακτήρες. Απλώς στο μυθιστόρημα υποδύομαι όλους τους ρόλους, μαζί με εκείνους του σκηνογράφου και του σκηνοθέτη. Επίσης, στο μυθιστόρημα δεν έχω χωρικούς περιορισμούς, ούτε με απασχολούν τα έξοδα. Μπορώ λοιπόν να ξανοιχτώ όσο θέλω, παγώνω τη δυτική όχθη της Πρέσπας, ερημοποιώ την ανατολική και πνίγω στη λάσπη τη νότια.

Η Γη είναι γεμάτη διχασμένες Πρέσπες, τραύματα και αόρατους δράκους.

Πώς φτάνετε στη σύλληψη μιας πλοκής; Τις πρώτες σημειώσεις σας τις γράφετε σε χαρτί ή το λάπτοπ σας βρίσκεται πάντα μαζί σας;

Το έργο χτίζεται σιγά-σιγά, ζώντας και διαβάζοντας. Ξεκινά από μια ασαφή ιδέα, μια γοητευτική σκέψη, που όταν γίνει εμμονή, αρχίζω να την εξερευνώ. Ακολουθεί διάβασμα, για να λύσω πρώτα τις δικές μου απορίες, παρότι ελάχιστα από αυτά που θα μελετήσω αξιοποιούνται τελικά στο έργο. Ξεκινώ να σημειώνω, συνήθως σε τετράδια, να δοκιμάζω διαλόγους και συμπεριφορές χαρακτήρων. Φτιάχνω σκελετούς πλοκής και φαντάζομαι φινάλε. Το μεγαλύτερο μέρος των χειρόγραφων σημειώσεων δεν φτάνει ποτέ στο κείμενο, είναι όμως απαραίτητη προγύμναση, επειδή εκείνο που ψάχνω στην πραγματικότητα είναι η φωνή του καινούργιου έργου. Όταν φτάσω να την ακούω στο μυαλό μου, να ακούω τον ρυθμό της αφήγησης, αφήνω τα τετράδια και κάθομαι στον υπολογιστή.

Μέσα από τις παράξενες, γοητευτικές ιστορίες σας, τι αναζητείτε στην ουσία; Να αφουγκραστείτε τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής – συχνά καθόλου, μα καθόλου φωτεινά;

Να κατανοήσω τον κόσμο που με περιβάλλει και αυτά που μου συμβαίνουν. Να ολοκληρώσω έναν συλλογισμό με την ησυχία μου, επειδή στην τρέλα της καθημερινότητας όλοι οι συλλογισμοί μένουν μισοί. Να απομακρυνθώ από το δηλητήριο των προβλημάτων μου, για να τα ξαναβρώ μεταμορφωμένα, σε έναν άλλο χωροχρόνο, να απασχολούν αλλιώτικους ανθρώπους, άρα λιγότερο οδυνηρά για μένα. Συνήθως εκεί τα βλέπω στις πραγματικές τους διαστάσεις και βρίσκω τρόπους να τα αντιμετωπίσω. Υπό αυτή την έννοια, η λογοτεχνία που γράφω δεν είναι «του φανταστικού» για μένα, είναι «του αισιόδοξου ρεαλισμού».

Εκτός της τριλογίας έχετε γράψει θεατρικά έργα, διηγήματα, μυθιστορήματα, ένα μάλιστα εξ αυτών, Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;, δέκα χρόνια πριν, κατατάχθηκε από την εφημερίδα Guardian στα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας της χρονιάς. Πώς αισθανθήκατε τότε; Και γενικά, τι σημαίνουν για σας οι διακρίσεις και οι βραβεύσεις;

Στιγμές συγκίνησης και χαράς, επειδή διαπιστώνω ότι κάποιοι άλλοι, άγνωστοι σε μένα, ταξίδεψαν μαζί μου, μοιραστήκαμε τα ίδια συναισθήματα και τις ίδιες σκέψεις. Είναι το χειροκρότημα του κοινού όταν πέσει η αυλαία, το γνέψιμο δύο συνοδοιπόρων που αποχαιρετιούνται στο τέλος του ταξιδιού και χαίρονται για τη γνωριμία.

Για την Κοιλάδα της λάσπης, το πρώτο μέρος της τριλογίας, εκτός από την υποτροφία από το Υπουργείο Πολιτισμού της Βαυαρίας, φιλοξενηθήκατε και στη Villa Concordia (International House of Artists). Θα ήταν μοναδική εμπειρία να υποθέσω;

Πραγματικά, ήταν από τα ωραιότερα δώρα που μου έκανε η λογοτεχνία. Να μείνω σε μια πανέμορφη βίλα του 17ου αιώνα, με σκαλιστά ταβάνια και θέα στον ποταμό, μαζί με άλλους καλλιτέχνες (συγγραφείς, μουσικούς, εικαστικούς), Γερμανούς και Έλληνες. Να δημιουργούμε στον ίδιο χώρο –ο καθένας το έργο του–, να γνωριζόμαστε, να ανταλλάσσουμε απόψεις, να συμμετέχουμε σε εκδηλώσεις. Τα σπίτια λογοτεχνίας που υπάρχουν σε διάφορες πόλεις του κόσμου είναι από τους πιο όμορφους και αποδοτικούς πολιτιστικούς θεσμούς. Μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξει και η Ελλάδα το δικό της;

Παλιότερα γράψατε και ένα παιδικό, Το ταξίδι των τρολ (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009). Γιατί δεν συνεχίσατε όμως; Τα παιδιά έχουν τόση ανάγκη από φαντασία, παραμύθι, «απογείωση», δε νομίζετε;

Τα παιδιά έχουν αρκετή φαντασία και ανατρεπτική σκέψη, μάλλον εγώ εμπνέομαι από τη δική τους. Θαρρώ οι ενήλικες χρειάζονται περισσότερες εξόδους από τους περιορισμούς της πρακτικής λογικής και ανάσες υπέρβασης. Έγραψα το μοναδικό μου παιδικό βιβλίο θέλοντας να επικοινωνήσω με τη βαφτισιμιά μου, που τότε ήταν ακόμη μικρούλα. Ήταν μια υπέροχη εμπειρία, δεν φαίνεται εύκολο να το ξανακάνω.

Κλείνοντας, πώς θα χαρακτηρίζατε την τριλογία σας αυτή; Μια περιπέτεια δράσης και μυστηρίου; Ένα ταξίδι για μεγάλα παιδιά;

Μια συνωμοσία μεταξύ αγνώστων, που ανασηκώνουν κρυφά το δέρμα της πραγματικότητας –παράφραση τίτλου έργου του Νταλί– για να δουν τι κρύβεται από κάτω.

 

Ο δράκος της Πρέσπας ΙΙΙ: Η μνήμη του πάγου
Ιωάννα Μπουραζοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη
496 σελ.
ISBN 978-960-03-7185-7
Τιμή €18,00

Τίνα Πανώριου, δημοσιογράφος


https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/22459-ioanna-mpourazopoulou


https://diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου