Στο μαγευτικό μυθιστόρημά της Γη του έρωτα και των ερειπίων, γραμμένο με τη μορφή ημερολογίου, η Ισλανδή συγγραφέας Όντνι Έιρ πλέκει στοιχεία φιλοσοφίας, ιστορίας, αρχαιολογίας, ερωτισμού και λογοτεχνίας. Για όλα αυτά συζητάμε στην ακόλουθη συνέντευξη, με αφορμή την κυκλοφορία του βραβευμένου –με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014– βιβλίου της, που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Στέργιας Κάββαλου από τις Εκδόσεις Βακχικόν.
Το μυθιστόρημά σας Γη του έρωτα και των ερειπίων κυκλοφορεί πλέον στα ελληνικά. Πώς νιώθετε που μπορείτε να πείτε αυτή την ιστορία στους Έλληνες αναγνώστες; Και τι σημαίνει για εσάς μια νέα μετάφραση;
Είναι υπέροχο! Μακάρι να μπορούσα να διαβάσω τη μετάφραση! Πάντα ονειρευόμουν να διαβάζω αρχαία και νέα ελληνικά. Αυτό έγινε πραγματικότητα μέσα από το κώμα, στο οποίο βρέθηκε ένας άλλος άνθρωπος. Το πρώτο μου βιβλίο βιβλίο διαβάστηκε δυνατά για έναν φίλο μου που βρισκόταν σε κώμα στο νοσοκομείο. Η μητέρα του του το διάβασε χωρίς να ξέρει αν μπορούσε να το ακούσει ή όχι. Αργότερα, όταν συνήλθε από το κώμα, μου είπε ότι ήταν τόσο έκπληκτος που διάβασε ξανά αυτό το βιβλίο στα ισλανδικά, αφού ήταν σίγουρος ότι ήταν γραμμένο εν μέρει στα αρχαία ελληνικά, ή έτσι εξέλαβε τις λέξεις που άκουσε στον βαθύ άχρονο ύπνο στον οποίο βρισκόταν. Βρέθηκα μόνο μια φορά στην Ελλάδα και γοητεύτηκα. Πήγα στη Λέσβο και μετά στην Αθήνα. Ο πολιτισμός, οι άνθρωποι, η γη, το φαγητό, η γλώσσα είναι τόσο όμορφα. Και η γενναιοδωρία ήταν εξαιρετική. Πώς να είναι τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια τουρισμού και προσφυγιάς; Εδώ στην Ισλανδία πρέπει να ξανασκεφτούμε την παλιά καλή γενναιοδωρία μας και να είμαστε πιο ανοιχτοί απέναντι στους πρόσφυγες και πιο επικριτικοί στον μαζικό τουρισμό. Αλλά για να απαντήσω στην ερώτησή σας, ναι, είναι μεγάλη τιμή να μεταφραστώ στα ελληνικά. Σπούδασα φιλοσοφία για πολλά χρόνια και σχεδόν κάθε μέρα μετάνιωνα που δεν μπορούσα να τη διαβάσω στα ελληνικά!
Το μυθιστόρημά σας μοιάζει με έναν τρόπο να μετουσιώνει όλα αυτά με τα οποία έχετε ασχοληθεί στις σπουδές σας και στη ζωή σας. Έχει στοιχεία φιλοσοφίας, ιστορίας, αρχαιολογίας, λογοτεχνίας και φύσης. Τι σημαίνει αυτό το βιβλίο για εσάς προσωπικά;
Ναι, είναι μια καλή περιγραφή, ευχαριστώ. Είναι σα να έφτιαχνα μια φωλιά ενώ έγραφα αυτό το βιβλίο, φέρνοντας μέσα της λίγο από όλα όσα ήξερα, φτερό-φτερό. Ήθελα να είναι σαν μια φωλιά για το αναγνωστικό κοινό όπου θα έμενε για λίγο, όπως μια κουκουβάγια μένει στη φωλιά ενός άλλου πουλιού. Αυτό το βιβλίο είναι το τρίτο από μια σειρά πειραματικών αυτοβιογραφικών μυθοπλασιών και έχει ιδιαίτερο νόημα για μένα, αφού κατάφερα σχεδόν να αναδημιουργήσω ή να μιμηθώ τον τρόπο που σκέφτομαι ή τον τρόπο που η σκέψη μου έρχεται από διαφορετικές κατευθύνσεις και ρέει από ένα θέμα προς ένα άλλο. Λοιπόν, τώρα έχω χρησιμοποιήσει δύο πολύ διαφορετικές μεταφορές, τη φωλιά ως τόπο κατοικίας και μετά τη ροή, αλλά υποθέτω ότι αυτό το βιβλίο αφορά πραγματικά όλες τις αντιφάσεις μέσα στις οποίες βρίσκουμε τον εαυτό μας ή μέσα από τις οποίες προσπαθούμε να σκεφτούμε τον εαυτό μας. Έτσι, αυτό το βιβλίο είναι επίσης μια φωλιά για μένα, ο χώρος που δημιούργησα γράφοντάς το είναι κάτι περισσότερο από το ίδιο το βιβλίο, είναι η δική μου υπενθύμιση για έναν τρόπο ύπαρξης, έναν τρόπο γραφής. Πάντα χρειάζομαι ένα μέρος όπου να μπορώ να κατοικήσω και να συλλογιστώ. Μετά πρέπει επίσης να κινηθώ και να παίξω. Και μετά να το αφήσω. Αυτό το βιβλίο έχει πολλά ελαττώματα και αντί να προσπαθώ να το «επισκευάσω» ατελείωτα ή να το καταστρέψω, χαίρομαι που το εξέδωσα με την εμπιστοσύνη ότι κάποιος θα καταλάβει κάτι από αυτό.
Γράφω τα βιβλία μου σαν να παίζω κουκλοθέατρο ή θέατρο σκιών με τον εαυτό μου μια μοναχική μέρα.
Θα θέλατε να μοιραστείτε με τους αναγνώστες μερικά πράγματα για τον πυρήνα της ιστορίας σας, την πρωταγωνίστριά σας και τι σας ενέπνευσε;
Δεν φτιάχνω χαρακτήρες, ούτε φτιάχνω ιστορία ή πλοκή. Η πρωταγωνίστρια ή το εγώ του ημερολογίου είμαι εγώ η ίδια, αλλά με έναν τρόπο σαν να καλείται ένα παιδί να επιλέξει μια μαριονέτα και να πει μια ιστορία και μετά να επιλέξει κάποιες άλλες μαριονέτες, ζώα ή ανθρώπους, για να συζητήσουν με την κεντρική μαριονέτα-πρωταγωνιστή. Ο υπότιτλος του πρώτου μου μυθιστορήματος ή αυτομυθοπλασίας ή αυτοβιογραφίας ήταν: Κουκλοθέατρο. Και γράφω τα βιβλία μου σαν να παίζω κουκλοθέατρο ή θέατρο σκιών με τον εαυτό μου μια μοναχική μέρα, μετά το σχολείο, έναν σκοτεινό χειμώνα. Πριν από αυτό το βιβλίο είχα δημοσιεύσει άλλες δύο αυτοβιογραφίες, χρησιμοποιώντας αυτό το ίδιο εγώ, χωρίς να σκέφτομαι ποτέ την προσωπικότητα που θα απεικόνιζε ή θα αντιπροσώπευε. Απλώς το άφηνα να γίνει αυτό που γινόταν κι επειδή είναι τόσο κοντά στον εαυτό μου, δεν έχω τρόπο να το δω ως ένα πρόσωπο ή μια πρωταγωνιστική προσωπικότητα και να πω οτιδήποτε γι’ αυτό. Τα άλλα πρόσωπα, που φέρουν κυρίως ονόματα ζώων, είναι επίσης σκιές-μαριονέτες χωρίς πραγματικό πρόσωπο, μόνο με κίνηση και αλληλεπίδραση. Υποθέτω ότι χρησιμοποιώ τα διαφορετικά πρόσωπα για να φτιάξω ένα είδος χώρου ή σπιτιού, όπου θέλω ο αναγνώστης να ζήσει για λίγο και να σκεφτεί, να ονειρευτεί και να θυμηθεί. Ονειρεύομαι τον αναγνώστη να μπαίνει στη συζήτηση. Θυμάμαι πόσο χάρηκα όταν μια κυρία μού είπε ότι άρχισε να γράφει την ιστορία της δικής της ζωής, αφού διάβασε ένα από τα βιβλία μου και κατάλαβε ότι ήταν εύκολο. Δεν θα έλεγα ότι είναι εύκολο, αφιερώνω χρόνο για να βρω την προοπτική και τον τόνο, για να μάθω πώς να συνομιλήσω με τον αναγνώστη που δεν γνωρίζω. Χρειάζεται χρόνο – και αυτό είναι το πιο δύσκολο αλλά και το πιο ικανοποιητικό κομμάτι της διαδικασίας της γραφής, αυτή η τελειοποίηση. Δημοσίευσα το πρώτο μου μυθιστόρημα όταν αγωνιζόμουν να τελειώσω το διδακτορικό μου στο Παρίσι. Καθόμουν για ώρες στο υπόγειο της βιβλιοθήκης και μετά μόνη στο σπίτι περιμένοντας τον σύντροφό μου να γυρίσει σπίτι, ενώ το φαγητό για το δείπνο κρύωνε. Έγραφα για τον εσωτερικό χώρο των δημόσιων αρχείων και θυμάμαι ότι ζωγράφισα μια εικόνα αυτών των αρχειακών χώρων και συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να χρησιμοποιήσω το ίδιο σχέδιο για να εξηγήσω το μυαλό μου. Και τη ζωή μου. Και μετά άρχισα να γράφω την πρώτη μου αυτοβιογραφία. Χρησιμοποιώ την ίδια μέθοδο: ξεκινώντας από μια ερώτηση που οδηγεί την έρευνα, την κύρια ερώτηση. Προσπαθώ να καταλάβω ποια ερώτηση είναι η πιο επείγουσα στη ζωή μου τώρα – καλά, συνήθως έχει να κάνει με την αγάπη, αλλά προσπαθώ να βρω μια ερώτηση με μεγαλύτερη ακρίβεια. Τι είναι αυτό που με κυνηγά αυτές τις μέρες; Τι πυροδοτεί την περιέργειά μου, την επιθυμία μου; Τι με συγκινεί, τι με κάνει να θέλω να παίξω; Και επίσης: Τι με ενοχλεί και πυροδοτεί το άγχος και τον θυμό μου; Και μετά, αντί να απαντήσω επιστημονικά, νιώθω τη χαρά να απαντήσω γράφοντας χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω. Έτσι, η συγγραφική πράξη είναι πολύ συναρπαστική για μένα και έτσι πρέπει να είναι. Και –όπως και με το διδακτορικό μου, που πάντα θεωρούσα πολύ συναρπαστικό και άλλαζα λίγο το θέμα όταν έβρισκα την απάντηση για να κρατήσω τον ενθουσιασμό στην ερευνητική διαδικασία και μετά δεν το τελείωσα ποτέ– έχω πρόβλημα να τελειώσω τα βιβλία μου. Ένας καλός μου φίλος με παρακίνησε πραγματικά να τελειώσω αυτό το συγκεκριμένο και απλά να το εκδώσω. Και το έκανα, παρόλο που νόμιζα ότι δεν ήταν έτοιμο. Όταν μεταφράζεται σε διάφορες γλώσσες και χρειάζεται να απαντήσω σε ερωτήσεις των γενναίων μεταφραστών, συχνά τους λυπάμαι και θα ήθελα να είχα σκεφτεί την πιθανότητα να μεταφραστεί ενώ το έγραφα. Αν το είχα φανταστεί! Αλλά για να αφεθώ και να αρχίσω να γράφω, υποθέτω ότι έπρεπε να πω στον εαυτό μου ότι κανείς δεν θα το διάβαζε έτσι κι αλλιώς, ή πολύ λίγοι θα το έκαναν, και αυτοί οι λίγοι θα το διάβαζαν με αγάπη. Η επικοινωνία με τους μεταφραστές με δίδαξε πάρα πολλά. Ήθελα να μπορούσα να γράψω ξανά το βιβλίο και ήμουν ευγνώμων που είχα την ευκαιρία να τους εξηγήσω αυτό που δεν καταλάβαινα καν εγώ όταν έγραφα το κείμενο. Επίσης, αυτό με έμαθε να αγαπώ το κείμενο όπως είναι, ημιτελές και δύσκολο να το εξηγήσω.
Γιατί επιλέξατε να γράψετε με τη μορφή ημερολογίου; Και ποια είναι η ιστορία πίσω από την ιστορία;
Λοιπόν, άρχισα να γράφω το δικό μου ημερολόγιο από τότε που άκουσα για την Άννα Φρανκ όταν ήμουν έντεκα και έγινε η ηρωίδα μου. Οι γονείς μου μου χάρισαν το βιβλίο της σε ισλανδική μετάφραση για τα Χριστούγεννα. Συγκινήθηκα τόσο πολύ με τον τρόπο που έγραφε, γνωρίζοντας την πολιτική κατάσταση και τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε η ίδια, η οικογένειά της και οι φίλοι της. Προσπάθησα να συλλάβω την ουσία των ημερών, όπως έκανε εκείνη. Το δικό μου ημερολόγιο πήρε τη δική του μορφή και μου άρεσε πολύ το γεγονός ότι συγκέντρωνα τα πιο τετριμμένα πράγματα και τις πιο ποιητικές ή φιλοσοφικές σκέψεις για να αφήσω τον εαυτό μου να εκφράσει τον θυμό και τη χαρά μου, την ευγνωμοσύνη μου και τη σκληρή κριτική μου στην ίδια σελίδα. Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε αποφάσισα να γράψω μόνο ή κυρίως αυτοβιογραφίες, αλλά νομίζω ότι ήταν μετά τις σπουδές μου στη Βουδαπέστη, όπου έμαθα ουγγρικά και άκουσα τόσο πολλές ιστορίες ανθρώπων και της μοίρας τους, βρίσκοντας τις ιστορίες της ζωής των ανθρώπων συχνά πιο ενδιαφέρουσες από τις ιστορίες που επινοούσαν, χωρίς να μπορεί να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους, τα γεγονότα και τα μυθεύματα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου άρχισα να γράφω φιλοσοφικά για τα αρχεία σε χώρες με δημοκρατικά και ολοκληρωτικά πολιτεύματα. Αλλά μετά εξουθενώθηκα από τα πολιτικά ερωτήματα και άρχισα να κοιτάζω ιδιωτικά αρχεία, κι εμπνεύστηκα ακόμη περισσότερο από όλες αυτές τις αδημοσίευτες ιδιωτικές επιστολές και τα ημερολόγια, που συχνά γράφτηκαν από γυναίκες που δεν ονειρεύονταν καν να δημοσιεύσουν τα γραπτά τους. Είμαι πεπεισμένη ότι πρέπει να δώσουμε περισσότερη προσοχή στην οπτική γωνία του καθενός, από την παιδική ηλικία, για να ακούσουμε πιο ενεργά τις ιστορίες που μπορεί να μην είναι προφανώς ενδιαφέρουσες ή σημαντικές, αλλά λένε μια ιστορία. Νομίζω ότι τα παιδιά μαθαίνουν να αποκρύπτουν τα συναισθήματά τους πολύ νωρίς, γιατί συνειδητοποιούν ότι οι ειδήσεις είναι πάντα για κάτι πολύ δραματικό και βίαιο και ότι τα κουτσομπολιά πρέπει να είναι πάντα ζουμερά για να τραβήξουν την προσοχή. Πώς μπορούμε να πείσουμε τα παιδιά μας να μας πουν πώς νιώθουν στο σχολείο, αν δεν εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας να ακούει με έναν νέο τρόπο και δεν τιμούμε τις αποσπασματικές αφηγήσεις που προέρχονται από παιχνιδιάρικες ή ραγισμένες καρδιές; Πρέπει να ακούσουμε αυτό το «τίποτα» που συνέβη στη ζωή του παιδιού μας ή του φίλου μας. Και στη δική μας ζωή. Η ιδέα μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας που αξίζει να ειπωθεί εξακολουθεί να ισχύει, αλλά εύχομαι να ειπωθούν όλες οι ιστορίες των ζωών μας. Η αυτοβιογραφία –και το ημερολόγιο είναι μια από τις πρώτες μορφές αυτοβιογραφικών γραπτών– αφορά συχνά την έκφραση μιας σιωπηλής φωνής, μιας καταπιεσμένης φωνής στην ανάγκη της να χειριστεί κάποια αλήθεια που δυσκολεύεται να αναδειχθεί και πρέπει να γραφτεί σχεδόν μυστικά, κρυπτικά ή συμβολικά. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να διαβάζουμε ξανά πίσω από τις γραμμές. Στις δύο πρώτες μου αυτοβιογραφικές απόπειρες είχα εξερευνήσει το σύνορο του γεγονότος και της μυθοπλασίας και σε αυτή την τρίτη ήθελα να προσθέσω στο κείμενο αυτή την επίδραση του ημερολογίου, όπου μιλάς για τα πάντα ταυτόχρονα και όπου η δομή δημιουργείται μέρα με τη μέρα –και νύχτα με τη νύχτα– και όχι μέσα από την ιδέα που έχεις για το πώς πρέπει να κατασκευαστεί μια ιστορία. Δεν υπάρχει πλοκή, μόνο η εμπειρία σου, η σκέψη σου και το όνειρό σου. Πώς μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να ονειρευτεί ποτέ μια τέτοια ιστορία ή μη-ιστορία;
Τι πραγματικά θέλατε να επικοινωνήσετε στους αναγνώστες του βιβλίου;
Δεν μπορώ να αναφέρω ένα πράγμα, αλλά θυμάμαι λίγες σκέψεις. Είναι σαν ένα πορτρέτο της στενής οικογένειάς μου, λένε οι φίλοι μου. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, αλλά θυμάμαι πως είχα σκεφτεί ότι ήθελα να γράψω για τις οικογενειακές σχέσεις χωρίς να κρίνω ή να λέω ότι έτσι ήταν η σχέση μου με τον πατέρα μου. Ήθελα απλώς ο αναγνώστης να μπει στην ατμόσφαιρα ή την ουσία της σχέσης που είχα με τα μέλη της οικογένειάς μου και τους φίλους μου, και ναι, με τους εραστές μου και τα ζώα. Και με τη γη, με τη φύση. Ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για την οικειότητα. Αλλά και να εκφράσω τις δυσκολίες, τις σκιές, τις αντιφάσεις της σε όλα τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις. Θυμάμαι εκείνη την εποχή δημοσιεύτηκαν πολλά βιβλία όπου οι συγγραφείς μιλούσαν για τις φρικτές σχέσεις τους με τους γονείς ή τα αδέρφια τους και σκέφτηκα ότι ήθελα να γράψω για την όμορφη σχέση που έχω με τον αδερφό μου, χωρίς να ακούγεται σαν χριστουγεννιάτικη κάρτα. Ήθελα να απεικονίσω αυτή την οικειότητα σε όλα της τα στρώματα, όπως το σχέδιο μήτρας της γης που έγινε από αρχαιολόγους. Σκεπτόμενη από την πιθανότητα της αιμομιξίας έως και το γεγονός ότι θα μπορούσαμε να χωριστούμε και να γίνουμε εχθροί σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Στη συνέχεια όμως το βιβλίο ανέλαβε και δεν εξερεύνησα συστηματικά αυτή τη σχέση. Θυμάμαι επίσης ότι είχα σκεφτεί ότι ήθελα να γράψω για τη διατήρηση της φύσης με άλλον τρόπο από τον πολιτικό. Δίνοντας ένα καλό παράδειγμα. Επίσης για τις γυναίκες και για τον φεμινισμό. Για τα μουσεία και τον τουρισμό. Για τη φιλία. Αλλά μετά το βιβλίο με οδήγησε σε εντελώς άλλες κατευθύνσεις τότε, θυμάμαι –και δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να γίνω πολύ πολιτική, ούτε πολύ ποιητική– ότι σκέφτηκα πως στο τέλος ήθελα απλώς οι αναγνώστες να αναγνωρίσουν την παραφροσύνη της έκφρασης «μια κανονική μέρα». Γιατί αν γράψεις στο ημερολόγιό σου όλα όσα σου έρχονται στο μυαλό και προσθέτεις σε αυτά μια περιγραφή του ονείρου σου ή ό,τι θυμάσαι από αυτό, τότε φαίνεσαι τελείως τρελός. Γιατί φαίνεται να μην υπάρχουν γέφυρες. Μόνο όταν διαβάσουμε με το ασυνείδητό μας και σχεδόν σαν σε κώμα, τότε βλέπουμε τις συνδέσεις. Δεν είμαι σίγουρη αν έβλεπα καθαρά τη σύνδεση μεταξύ ιδιωτικού και πολιτικού ενώ έγραφα το βιβλίο, αλλά όταν το επεξεργαζόμουν συνειδητοποίησα ότι έγραφα για τις εσωτερικές διασυνδέσεις προσωπικής κρίσης και κοινωνικής κρίσης. Και μετά ναι, θυμάμαι ότι ήθελα να παροτρύνω τους αναγνώστες να φτιάξουν το δικό τους αλμανάκ ή ημερολόγιο· να σκεφτούν τις δικές τους εποχές, τους δικούς τους αγίους και τους δικούς τους έρωτες. Επηρεάστηκα βαθιά από τις αρχαιολογικές έρευνες του αδερφού μου στο ισλανδικό έδαφος και τη μήτρα του, και ήθελα το βιβλίο να είναι έτσι, σε πολλά παράλληλα στρώματα. Και εμείς να παίζουμε σαν παιδιά σε ένα παράλληλο παιχνίδι.
Πρέπει να ακούσουμε αυτό το «τίποτα» που συνέβη στη ζωή του παιδιού μας ή του φίλου μας. Και στη δική μας ζωή.
Το βιβλίο σας έχει λάβει σημαντικά βραβεία και διακρίσεις κι έχει μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες. Τι σημαίνει για εσάς η αναγνώρισή του;
Μου αρέσει πολύ το ότι αυτό το βιβλίο μεταφράζεται σε τόσες γλώσσες και έχω έρθει σε πολύ ευχάριστη επαφή με πολλούς από τους μεταφραστές. Είναι σημαντικό να αποκτήσεις μια πλατφόρμα για να μιλήσεις για άλλα είδη λογοτεχνίας εκτός από αυτά που είναι εμπορικά. Αλλά ήμουν πολύ απασχολημένη και ήθελα να είμαι με τον γιο μου αυτά τα τελευταία χρόνια, έτσι δεν κατάφερα να ακολουθήσω τη ροή και να ακολουθήσω τα βιβλία μου στον κόσμο. Έχω το δικό μου μικρό σύστημα στη γραφή, αλλά δεν έχω φτιάξει κανένα σύστημα για την προώθηση των έργων μου ή του εαυτού μου ως συγγραφέα. Και δεν είμαι έτοιμη να θυσιάσω πολλή από την ησυχία μου για μεγαλύτερη αναγνώριση. Αν μπορώ να το κάνω με το ίδιο πνεύμα που ακολουθώ στη συγγραφή, με χαρά, περιέργεια και αυθορμητισμό, τότε ναι, είμαι ανοιχτή στην αναγνώριση των φτωχών, μικρών μου βιβλίων!
Έχετε γράψει μυθιστορήματα, ποίηση, δοκίμια, στίχους που έχουν μελοποιηθεί. Πότε και πώς ανακαλύψατε το γράψιμο και τι σημαίνει για εσάς;
Όταν ήμουν παιδί, η μητέρα μου, που φοιτούσε σε σχολή καλών τεχνών στη Γαλλία, έφτιαχνε βιβλία για εμάς και μαζί μας, γράφοντας τα γράμματα και χρησιμοποιώντας πατάτες για σφραγίδες. Μου αρέσει πολύ η αλληλεπίδραση λέξεων και εικόνων, λέξεων και ήχων, λέξεων με τα πάντα. Θυμάμαι που έγραψα το πρώτο μου δοκίμιο στο σχολείο σχετικά με την τοποθέτηση ενός κουμπιού σε ένα φόρεμα και πήρα μία καλή βαθμολογία γι’ αυτό, χωρίς να ξέρω πώς να το κάνω στ’ αλήθεια. Η μητέρα μου μου εξηγούσε τι να κάνω και εμένα με γοήτευσε η περιγραφή – τη βρήκα ποιητική, αλλά δεν έμαθα να ράβω και ακόμη δεν ξέρω! Μπορεί να είναι τόσο περίεργο και αστείο να ακούς κάποιον να εξηγεί μια διαδικασία για κάτι τόσο κοινό. Ο πατέρας μου είναι καλός αναγνώστης. Δούλευε χρόνια στο ραδιόφωνο και χρησιμοποιεί τη φωνή του σαν όργανο. Θυμάμαι που τον άκουγα να διαβάζει Όμηρο και μετά κάποια ισλανδική σάγκα και νιώθω τόσο ωραία που ήρθα σε επαφή με αυτά τα αρχαία κείμενα. Αλλά πάντα με έπαιρνε ο ύπνος και δεν είχα ποτέ την πλήρη εικόνα αυτών των τεράστιων έργων, μόνο αποσπασμάτων τους. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που γράφω κείμενα που αποτελούνται από μικρά κομμάτια(!); Πίσω από κάθε κείμενο υπάρχουν πολλά μικρά χαρτάκια γεμάτα με λέξεις. Συχνά κατακλύζομαι τόσο πολύ από τους σωρούς των χαρτιών και των βιβλίων γύρω μου, που χρειάζεται να κάνω ένα τελετουργικό για να αρχίσω να γράφω ένα νέο έργο, αφού συλλέξω, μελετήσω και σημειώσω. Μετά απλώς αρχίζω να γράφω μπαίνοντας στο τελετουργικό. Συχνά είμαι εξουθενωμένη ύστερα από αυτά τα μεγάλα τελετουργικά. Αλλά μετά είναι ωραίο να σκέφτομαι κάτι άλλο: την τυπογραφία.
Τι σας εμπνέει, τι σας κρατά σε δημιουργική κίνηση;
Λοιπόν, πολλά πράγματα και καταστάσεις με εμπνέουν κάθε μέρα, αλλά δεν έχω σκεφτεί ποτέ αυτή την ερώτηση! Πολύ καλή ερώτηση, ευχαριστώ! Σίγουρα κρατάω ένα ημερολόγιο με τα στοιχεία και τα πράγματα που με εμπνέουν ενώ αρχίζω να γράφω ένα νέο βιβλίο. Ποια πουλιά μπαίνουν στη ζωή μου, ποιοι ήχοι, ποιες μυρωδιές, ποια χρώματα, ποιες ιδέες, ποιες λέξεις, ποια πρόσωπα τραβούν την προσοχή μου. Αλλά γενικά, ναι, υποθέτω ότι είναι κυρίως άνθρωποι, συνομιλίες με ανθρώπους ή το βίωμα του πυρήνα της προσωπικότητας ή του μοτίβου της σκέψης τους. Είναι οράματα και αποστολές, και όλες οι αντιφάσεις και οι ανθρώπινες σκιές. Επίσης, τα ζώα με εμπνέουν πολύ. Και η φύση, κυρίως η ακατέργαστη ισλανδική ορεινή φύση. Αλλά και τα δάση και οι ακτές και κάθε φύση. Και οι λέξεις και οι ήχοι. Και οι μυρωδιές. Χρησιμοποιώ τα αρώματα καθώς γράφω. Έγραψα το δεύτερο βιβλίο μου σε διάφορα επίπεδα ανάλογα με τις φάσεις της αλχημικής παρασκευής των αρωμάτων. Σκέφτομαι ποια τέχνη ή διαδικασία κατασκευής με εμπνέει περισσότερο σε μία συγκεκριμένη περίοδο. Ή ποια φυσικά φαινόμενα. Έχω τις δικές μου κατσίκες και ο χορός των μικρών τους είναι πολύ εμπνευσμένος. Και για τη μεγάλη αυτοβιογραφία πάνω στην οποία δουλεύω τώρα, εμπνέομαι από τη διαδικασία παραγωγής του μαλλιού.
Ήθελα απλώς οι αναγνώστες να αναγνωρίσουν την παραφροσύνη της έκφρασης «μια κανονική μέρα».
Πέρα από τη συγγραφή, τι ρόλο παίζει η λογοτεχνία στη ζωή σας; Αν έπρεπε να συστηθείτε ως αναγνώστρια;
Καλή ερώτηση και μακροσκελής η απάντηση. Μου αρέσει να διαβάζω και διαβάζω πολύ. Αλλά δεν παρακολουθώ πολύ τη σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή, απλώς διαβάζω ένα νέο μυθιστόρημα μια στο τόσο. Διαβάζω κυρίως έργα όχι μυθοπλαστικά ή έργα όπου τα στοιχεία, μυθοπλαστικά ή όχι, αναμειγνύονται και ενοποιούνται. Δεν μπορώ να διαβάσω αστυνομικά μυθιστορήματα, με κάνουν και βαριέμαι, καθώς και κάποια βιβλία που μπορεί να είναι πολύ έξυπνα δομημένα αφηγηματικά, με καλή πλοκή. Μου αρέσει να χάνω κομμάτια και τα βιβλία που δεν καταλαβαίνω με εμπνέουν ίσως περισσότερο, όπως μερικά βιβλία που εκφράζουν μια βαθιά κατανόηση και μπορείς πραγματικά σε αυτά να νιώσεις την επιθυμία ή την εμμονή του συγγραφέα. Έχω μια τεράστια συλλογή βιβλίων και αγοράζω πάρα πολλά βιβλία, παλιά και καινούργια. Κάποτε είπα ότι τα ράφια των βιβλίων μου είναι σαν ένα τείχος ενάντια στον φασισμό, αλλά υποθέτω ότι πρέπει να παραδεχτώ πως αυτά τα βιβλία είναι εκεί απλώς ως ένδειξη της αδυναμίας μου. Διαβάζω πολλή ποίηση και γράφω πολλή ποίηση. Έχω τέσσερα βιβλία ποίησης που περιμένουν να εκδοθούν, όλα έτοιμα, αλλά δυσκολεύομαι να δημοσιεύσω ποίηση, αφού πάντα αρχίζω να ξαναγράφω κάποια από αυτά όταν πρόκειται να τα εκδώσω. Μου αρέσει πολύ να συγκρίνω διαφορετικές μεταφράσεις ποίησης. Και επίσης διαβάζω πολλά για τα φυτά. Και μερικές λέξεις μού έρχονται στο όνειρό μου, όπως όταν άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο. Έγραψα λέξεις στο σημειωματάριό μου, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι μπήκαν στο βιβλίο. Τις έγραψα στα ισλανδικά όπως ήρθαν στο όνειρό μου: Grískur skuggi (ελληνική σκιά). Δεν επρόκειτο για τον Πλάτωνα, νομίζω, αλλά μάλλον για τον ήχο των λέξεων αυτών μαζί ως μουσική, το σ και το κ στις δύο λέξεις. Δεν κατάλαβα το νόημά τους ούτε τη σχέση τους με το βιβλίο μου, και ακόμα δεν καταλαβαίνω. Θυμάμαι ότι βρήκα τον Καραγκιόζη, μια ελληνική φιγούρα του θεάτρου σκιών, και έγραψα μερικές γραμμές στο βιβλίο τις οποίες δεν κατάλαβα, αλλά νομίζω ότι λένε κάτι σχετικά με την ατυχή ιδέα του χώρου μας ως κάτι καθαρό απ’ όπου πρέπει να αποβάλουμε όλα όσα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ή να κυριαρχήσουμε πάνω τους. Νομίζω ότι πρέπει να διαβάσουμε, για να αφήσουμε πίσω αυτή την ιδέα του εαυτού μας και να μεταμορφώσουμε την κατανόησή μας.
Γη του έρωτα και των ερειπίων
Όντνι Έιρ
μετάφραση: Στέργια Κάββαλου
Εκδόσεις Βακχικόν
σ. 250
ISBN: 978-618-5733-53-7
Τιμή: 14,84€
https://diastixo.gr/sinentefxeis/xenoi/20776-oddny-eir-aggeliki-dimopoulou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου