Τρίτη 21 Μαΐου 2019

«Ανελκύστε τη Σελήνη» του ΜΙΧΑΛΗ Κ. ΓΡΙΒΕΑ


«Ανελκύστε τη Σελήνη» του ΜΙΧΑΛΗ Κ. ΓΡΙΒΕΑ
Διηγήματα, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2019
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, φίλες-οι, σας ευχαριστώ για την παρουσία σας.
Μια υπέρμετρα διεγερτική φαντασία θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο της κοινωνικής δημιουργίας και της συμπαντικής απειρότητας, μέσα σ’ ένα φλεγόμενο, φιλοσοφικό, στοχαστικό παζλ γεγονότων, εικόνων, βιωμάτων και μνήμης. Πάντα όμως μέσα σ’ ένα πεδίο διεξόδου και κάθαρσης. Ο χρόνος, ο θάνατος, ο χώρος δημιουργίας, η προσωπική σχέση, σ’ ένα σύνολο κοινωνικών – ψυχικών απολαβών της ζωής, κατατίθενται με την ευρύτερη σημασία τους, από ηθικής –εν πολλοίς– στάσης και κρίσης, που ο συγγραφέας-δημιουργός επιθυμεί να τύχουν προσωπικής διαδρομικής σχέσης στον αναγνώστη, με τα ευρύτερα κοινωνικά πράγματα και ενδιαφέροντα της εποχής. Ο χρόνος μας προσπερνά, μας προσμετρά και μας επαναφέρει. Το τελικό στάδιο της τάφρου είναι το αναπόφευκτο γεγονός της ζωής. Η τάφρος δεν είναι πάντα η επιβράβευση της ζωής, αλλά η συνεχιζόμενη διορατικότητα του ανθρώπου στο κοινωνικό φάσμα των πραγμάτων, να δει τη δική του Ιθάκη και τη δική του λύτρωση. Η ανθρώπινη καταγωγή και ο προορισμός του ανθρώπου, κινούν τα νήματα του βιβλίου. Γράφει: «Ήταν η εξαίρεση, μόνο και μόνο για να μας θυμίζει, ότι, σ’ οποιαδήποτε γωνιά του σύμπαντος, ακόμα και στην τάφρο, υπάρχει και το αλλού… Η έκπτωση των πέντε αισθήσεων έκανε τις διαστάσεις του σύμπαντος να φυλλορροούν μαραζωμένες… (Πιο κάτω) Εγώ, μοναχικός καβαλάρης πάλευα απεγνωσμένα να βγω στην επιφάνεια ώσπου πέθανε και ο τελευταίος μου σύντροφος… Θεέ μου λύτρωσέ με… δείξε μου την Ιθάκη». Έτσι το σύμπαν φυλλοροεί στις πέντε αισθήσεις, ώσπου «να γεμίσει λάμψη την κλειδαρότρυπα του στομίου της τάφρου». Ο άνθρωπος, σε μια διαχρονική συμπόρευση συμπαντικής αγωνίας θ’ αναζητά πάντα την έσω Ιθάκη. Διερωτάται ο συγγραφέας, έμμεσα: «Μήπως ήμουν άψαλτο φάντασμα που γύρναγε ακόμη στο πεδίο της μάχης αρνούμενο να ησυχάσει;» … «Υπήρξε πόλη της τάφρου ή ήταν μια συνοικία του Άδη;».
Με οδυνηρή παραστατικότητα ο συγγραφέας αναπαριστά σε γονιμοποιό πεδίο τον εαυτό του (κι ο καθείς τον εαυτό του) σ’ ένα ταφικό – κοινωνικό παζλ, οικογενειακής συνεύρεσης και πορείας, που το άτομο –γενικά– πέρα από θρησκείες, ιδεολογίες και άλλα κοινωνικά, πολιτικά ρεύματα και πιστεύω, σε μια διαφάνεια χρονικής υπόστασης – μνήμης – ανθρώπινης καταγωγής και οικουμενικοποιημένης ταυτότητας και ομοιότητας φιλοσοφιών και θρησκειών, ο άνθρωπος – το άτομο, η κοινωνική του υπόσταση, περνάει μέσα από τις ιδέες ακρόβραχες συμπληγάδες της ζωής και μέσα σε μια ιδιότυπη νεκροφάνεια αντικρίζει τον εαυτό του –πάντα και έξω– από την ενδεχόμενη τάφρο του θανάτου. Εδώ ο συγγραφέας χτυπάει τον κώδωνα της προσωπικής επαγρύπνησης στη ζωή, που η τάφρος, το φέρετρο, η ταφή κι ο νεκρός, σε όποιο «περίτεχνο μνημείο ειρήνης και ενότητας (αν λέγεται), θα ’ναι πάντα σημείο αναφοράς ιστορικής ανίχνευσης και καθαρτήριας στάσης στα δρώμενα». Γράφει: «Ο λαός συγκλονισμένος έτρεξε και με προσεκτικές κινήσεις ακριβείας, το ξέθαψε και το καθάρισε… Ο νεκρός μέσα στο φέρετρο ήμουν εγώ…» κι όταν έμεινε «ολόγυμνο το περιεχόμενο της ταφής στην κοινή θέα» τότε «το εσωτερικό του φέρετρου ήταν άδειο και πεντακάθαρο! Κανείς νεκρός δεν είχε θαφτεί ποτέ μέσα του». Όλα λοιπόν για τον συγγραφέα είναι το φως που επενδύεται στο λαό, στην κοινή θέα και μέσω αυτής γνωρίζει το άτομο σε μια –ολοζωής– συνδιαλλαγή με τα πράγματα – την υπαρκτική του οντότητα, την αναγνώριση και τη δικαίωση.
Μπορεί να ’ναι στιγμιαίο γεγονός που το υποθήκευσαν, πολλές χρονικές διάρκειες, ή μια πραγματικότητα της ζωής, που ο χρόνος επιβράβευσε –τελετουργικά και κοινωνικά– ίσως μεταχρονικά, αλλά μέσα από μια διελκυστίνδα εσωτερικών αλλαγών και συνειδητοποιημένων καταστάσεων. Στη Σκυταλοδρομία του χρόνου, ο χρόνος πάντα θα μας ακολουθεί, στην αείρροη σκυταλοδρομία εποχών. Ο χρόνος διαστέλλεται μέσα μας και επανέρχεται ως κριτής, σκυταλοδρομώντας το πάθος της ζωής και την κίνηση της ζωής, σε μια διαρκή αναγέννηση. Γράφει ο συγγραφέας: «Ο χρόνος δε μ’ άφηνε ρούπι. Πρωί – μεσημέρι – βράδυ μαζί. Γευόμαστε τις ίδιες μυρωδιές της άνοιξης, τη λευκότητα του χειμώνα, τη σονάτα του φθινοπώρου και τη φωταύγεια του καλοκαιριού… Ήταν το πάθος, η ανάσα ………… μας προς τα μπρος».
Εδώ να επισημάνω ένα βασικό στοιχείο έντονης αλληλοσχέσης των διηγημάτων του βιβλίου, ως το ένα να συμπληρώνει και να επεξηγεί το άλλο. Είναι πιστεύω ο βασικός μοχλός –αυτή η αλληλοσχέση– να δει ο αναγνώστης πολύ σφαιρικά και ενωτικά τα διαπλεκόμενα συναισθήματα, την πιθανή ψυχική εξίσωση στη ζωή και την ερωτεύσιμη –θα ’λεγα– πραγμάτωσή τους. Πότε λοιπόν υπερηχητικός και πότε ράθυμος, αλλά πάντα στο επίκεντρο της ζωής –κυτταρικής, ψυχικής, νοηματικής σκυταλοδρομίας. Ο καθένας ξεχωριστά κι όλοι μαζί σ’ ένα σύνολο δυνάμεων γέννησης και θανάτου. Εδώ ενυπάρχει εκπληκτική προσέγγιση του χρόνου και η σύνδεσή του με τον χώρο δημιουργίας του ανθρώπου. Μια μετέωρη ταλάντευση ετεροχρονισμένης πορείας, αναδιφώντας ο δημιουργός πορεύεται. Οι ασύλληπτες ταχύτητες του χρόνου είναι πάντα προ οφθαλμών. Γράφει: «Ο χρόνος φρενάρισε, αλλά ο χώρος άρχισε να διαστέλλεται αλματικά». Είναι το μόνιμο πεδίο του ανθρώπου –για τον συγγραφέα– της δράσης, της επανένταξης και της συνολικής οδοιπορίας του ατόμου στη ζωή, μέσα σ’ ένα διεσταλμένο κοινωνικό παρόν, που αναπνέει και συνυπάρχει, υπερβαίνοντας –κάποτε– τις ανθρώπινες δυνάμεις.
Ο άνθρωπος –εδώ– είναι ένα γονιμοποιό κύτταρο διανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας, ενταγμένος σ’ ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων, που το άτομο παλεύει, θέλει και επιθυμεί να υπερβεί τα χρονικά όρια ή περιθώρια που δημιουργεί η ζωή, κάνοντας την προσωπική του υπέρβαση, νοητικά και συναισθηματικά. «Πριν το χώμα καταβροχθίσει το θείο πρόσωπο της μάνας μου –γράφει ο συγγραφέας– και οι ιλιγγιώδεις ταχύτητες (του χρόνου) κονιορτοποιήσουν την τελευταία κρηπίδα στο γενεσιουργό μου κόσμο». Εδώ ο χρόνος συνδέεται υπαρκτικά και με πρόσωπα (ή πρόσωπο) που μας ωρίμασε συναισθηματικά ή μέσω της ψυχικής ή άλλης επικοινωνίας μας.
Είδαμε την πορεία του χρόνου μέσα μας ως γενετήσια διαπόρευση, που συνδέει την κοινωνική πραγματικότητα με τον πρόναο της δικής μας προσωπικότητας. Εδώ η μάνα διευρύνεται ως το θεοποιημένο κύτταρο που ζωοδότησε τον χρόνο. Δεν νοείται η λέξη χρόνος διαφορετικά, και το καθολικό νόημα στη ζωή χωρίς συνέχεια. Γράφει ο συγγραφέας με λογοτεχνικό εκφραστικότητα βάθους: «Η μονοδιάστατη στοά του χώρου απλώθηκε στο άπειρο, λεπταίνοντας συνεχώς, ώσπου θρυμματίστηκε καταρρέοντας στο τίποτε! Δεν υπήρχαν πια τόποι, ύψος και βάθος. Δεν υπήρχαν πάνω και κάτω, μακριά και κοντά. Μονάχα εγώ και η μουσική χρόνου, παραμέναμε στην πλάση!». Πόσο επιμελημένα συνδέει ο συγγραφέας την αμεσότητα της γέννησης με το χώρο, με τη μουσική, με το μηδέν και το θάνατο, τονίζοντας την αέναη ροή ζωής και του θανάτου, την αέναη αλληλογέννησή τους, στο χρόνο και στο χώρο της αιωνιότητας και της σιωπής, της νεότητας και του γήρατος, της απειρότητας και του μηδέν, της εντοπιότητας και της υπερκοσμιότητας, σε μια χρονική ροή των πραγμάτων μέσα μας, συνδεδεμένα με τη μουσική ροή του χρόνου, την αδιάσειστη και την αναλλοίωτη. 
Στον «Γυάλινο Ωκεανό» του facebook, εύστοχα, επικρίνει την προσκαιρότητα της γυαλάδας του χρόνου, σε μια αυτοεξερεύνηση της ζωής (και των άλλων) μ’ ένα διαμπερές ερωτηματικό, πόσα μηνύματα στάλθηκαν στο χρόνο, της προσωπικής τους ασχολίας, ξανεμίζοντας τον υποδόριο στοχασμό της μοναξιάς; Πόσα σπασμένα γυαλιά επικροτούν την ολισθηρότητα μιας ύστατης επικοινωνίας, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, σ’ ένα πλήθος ανεπίκαιρης κι απελπισμένης επικοινωνίας, για να περάσει ο συγγραφέας στο μεγάλο κεφάλαιο της μοναξιάς.
«Ο Δαίμων της μοναξιάς» έφερε στο βιβλίο ένα λαγαρό πνεύμα δροσιάς και λογοτεχνικής ωραιότητας, αφού ο συγγραφέας ξετυλίγει συχνά-πυκνά μια έντονα λυρική ποιητικότητα. Το σφρίγος της γλώσσας εδώ έρχεται να ικανοποιήσει τη δαιμονική απήχηση που έχει στις μέρες μας το κοινωνικό άλγος της μοναξιάς, ένα θέμα πολύκεντρο και πολυμορφικό.
Ο μη ελεγχόμενος ερωτικός οίστρος, το απροσπέλαστο της φυλής, που ενσαρκώνει τον ανθρώπινο πόθο χωρίς όρια, χωρίς περιστολές, χωρίς εσωτερικούς φραγμούς, είναι η μοναξιά, που εξακοντίζει τον άνθρωπο και τον εκτοξεύει στα σύμπαντα, χωρίς το δίχτυ του χρόνου και της όποιας ανθρώπινης περισυλλογής.
Και στα υπόλοιπα διηγήματα, ο συγγραφέας δημιουργεί μια ηθελημένη αφαίρεση γεγονότων –της διήγησης– επιδιώκοντας να δώσει στον αναγνώστη όλη την επικεντρωμένη του προσοχή στο συναίσθημα, στην έκρηξη της στιγμής, που περικλείει προφανώς ένα έγκλειστο μήνυμα ζωής, που εμφανίστηκε ξαφνικά, ανατρέποντας την καθημερινότητα. Εισχωρεί στο έργο του, σαν μια μοναδικότητα ψυχογράφησης των ηρώων του, που βιωμένη δίνει μια ακόμη ιδιαιτερότητα στον αναγνώστη, που εκφράζει έμμεσα ή άμεσα τον καθένα μας, του συναισθήματος και της ψυχογράφησης, της μνήμης και της κάθαρσης. Κάνει ακόμη ο συγγραφέας μιαν υπέρβαση στο κοινωνικό στοιχείο της διήγησης και του βιώματος μεταξύ φαντασίωσης, οράματος και πραγματικότητας. Αυτό είναι και το ιδιότυπο στοιχείο του έργου του που ξεχωρίζει και προϊδεάζει στην ευανάγνωστη χροιά και προσέγγιση των γεγονότων. Αν προσθέσουμε και την λεκτική – λογοτεχνική – εκφραστική του επένδυση, έχουμε ένα σύνολο εκδοτικής – διηγηματογραφικής παρουσίας άρτιο, έντονα ευχάριστο, αισθητικό, συγκινησιακό, που εκπηγάζει την ενέργεια και τη μαγεία της δύναμης του ατόμου, να συμφιλιώνεται με τα ανθρώπινα, φιλοσοφώντας και οδοιπορώντας.
Κώστας Καρούσος--Κυριακή 7 Απριλίου 2019
Πεζμαζόγλου 5 – Αθήνα (Αίθριο)
 
 https://www.facebook.com/kostantinoskarousos/posts/2387404901537524
Κώστας Καρούσος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου