Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Enrique Vila-Matas Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική που θα κυκλοφορήσει στα μέσα Μαΐου από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Κατά τη διάρκεια της αργής επιστροφής μου στο σπίτι, εν μέσω μια ασταθούς ψυχολογικής κατάστασης, πηγαινοέρχονταν στο νου μου ξανά και ξανά τα λόγια που έγραψε ο Κάφκα σε ένα γράμμα προς τη Φελίτσε Μπάουερ: «Το Μαρίενμπαντ είναι ασύλληπτα ωραίο. […] Σκέφτομαι πως αν ήμουνα Κινέζος και γύριζα τώρα στο σπίτι μου (στο βάθος είμαι ένας Κινέζος που επιστρέφει στο σπίτι του), θα έκανα το παν για να ξανάρθω εδώ» [1].
Από όλα τα γραπτά του Κάφκα, αυτό είναι το μοναδικό απόσπασμα στο οποίο λέει για τον εαυτό του ότι «στο βάθος είναι Κινέζος», πράγμα που μάλλον μας δείχνει ότι, όταν ο Μπόρχες νόμισε πως αναγνώρισε τη φωνή και τις συνήθειες του Κάφκα σε κείμενα από διαφορετικές λογοτεχνίες και από διάφορες προγενέστερές του εποχές, πολύ πιθανόν να κατάφερε να διακρίνει μια συγγένεια του Κάφκα με τον Χαν Γιου, τον πεζογράφο του 9ου αιώνα. Ο Μπόρχες τον είχε μόλις ανακαλύψει στην εξαιρετική Τεκμηριωμένη ανθολογία της κινεζικήςλογοτεχνίας [2], που εκδόθηκε στη Γαλλία το 1948.
Σύμφωνα με όσα έγραψε ο Κάφκα στη Φελίτσε Μπάουερ, γίνεται σαφές ότι ο συγγραφέας από την Πράγα διαισθανόταν τη μυστηριώδη σχέση του με την Κίνα και ίσως –ποιος ξέρει;– και με τον προγενέστερό του Χαν Γιου.
Εκείνο το βράδυ, κατά τη διάρκεια της αργής επιστροφής μου στο σπίτι, φανταζόμουν –για οποιονδήποτε λόγο, είχα πολλούς εξάλλου– ότι ήμουν ο πρωταγωνιστής της φράσης του Κάφκα, ήμουν δηλαδή Κινέζος και γύριζα στο σπίτι μου. Και μάλιστα υπήρχαν και φορές που έφτασα στο σημείο να διασκεδάζω βάζοντας τον εαυτό μου σε αυτό το ρόλο. Μέχρι που όλα πήραν άλλη τροπή και τα προσωρινά ευχάριστα αποτελέσματα του φαρμάκου έπαψαν να είναι ευχάριστα. Αίφνης όλα σκοτείνιασαν και έπεσα με τα μούτρα στην κατάσταση άγχους και μελαγχολίας που ήθελα να αποφύγω. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για να ξεφύγω από αυτή την απότομη πτώση της ψυχολογικής μου διάθεσης κι έτσι καταράστηκα χίλιες φορές την ώρα και τη στιγμή που αφέθηκα στα χέρια του δόκτορα Κολιάδο. Θυμήθηκα παλιές νυχτερινές πεζοπορίες, όπου κυριαρχούσε η ίδια αγχώδης αίσθηση πως ο κόσμος ήταν γεμάτος μηνύματα με μυστικούς κώδικες. Και εν μέσω αυτών των άσχημων σκέψεων, και ενώ προσπαθούσα ματαίως να ανακτήσω το χιούμορ μου και έλεγα στον εαυτό μου ότι ήταν πολύ περίεργο που έναν Κινέζο σαν και μένα τον είχαν καλέσει σε έναν ασιατικό θύλακο της μακρινής Γερμανίας, ενώ τα σκεφτόμουν όλα αυτά λοιπόν –κάπως συγκεχυμένα, εννοείται– και περπατούσα προς το σπίτι προβληματισμένος με θέματα τέτοιου είδους –επίσης συγκεχυμένα–, θυμήθηκα ένα πολύ έντονο και κρίσιμο για μένα όνειρο που είχα δει πριν από τρία χρόνια στον οικισμό Σαρτζάνα της βόρειας Ιταλίας, όταν πήγα εκεί για μια διεθνή συνάντηση συγγραφέων. Με φιλοξένησαν σε ένα πανδοχείο που λεγόταν Locanda dell’Angelo [3], καταμεσής του κάμπου, δηλαδή οχτώ χιλιόμετρα έξω από το αστικό κέντρο, και εκεί, με το που μπήκα στο δωμάτιό μου σε αυτό το μακρινό ξενοδοχείο, το πρώτο πράγμα που ανακάλυψα ήταν ότι είχα ξεχάσει στη Βαρκελώνη τα υπνωτικά χάπια και το βιβλίο που σκόπευα να διαβάζω προτού κοιμηθώ. Ακόμα κι έτσι, παρότι δεν είχα στη διάθεσή μου τα συνηθισμένα μου ηρεμιστικά, κατάφερα να κοιμηθώ, σχεδόν κυριολεκτικά ψόφιος από τη νύστα που με έπιασε όταν θυμήθηκα ένα δοκίμιο του Βάλτερ Μπένγιαμιν στο οποίο ισχυριζόταν πως οι λέξεις δεν είναι σύμβολα, υποκατάστατα άλλων πραγμάτων, αλλά ονόματα Ιδεών. Στον Προυστ, στον Κάφκα, στους υπερρεαλιστές, έλεγε ο Μπένγιαμιν, η λέξη απομακρύνεται από τη σημασία με την «αστική» έννοια και ανακτά τη στοιχειώδη και χειρονομιακή ισχύ της. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, στην εποχή του Αδάμ η λέξη και η κίνηση της ονοματοδοσίας ταυτίζονταν. Από τότε η γλώσσα είχε βιώσει μια μεγάλη πτώση, της οποίας η Βαβέλ ήταν –κατά τον Μπένγιαμιν– απλώς ένα στάδιο. Σκοπός της θεολογίας ήταν να ανακτήσει τη λέξη, με όλη την αρχική μιμητική της ισχύ, από τα ιερά κείμενα στα οποία είχε διατηρηθεί.
Αναρωτήθηκα εκεί, στη Σαρτζάνα, αν οι εκπεσούσες γλώσσες μπορούσαν ακόμα, και είχαν την πρόθεση στο σύνολό τους, να μας φέρουν κοντά σε κάποιες αλήθειες που έχουν σχέση με την άγνωστη απαρχή του ιδιώματος. Και τη στιγμή που ξαφνικά κατάλαβα ότι, κατά βάθος, σε όλη μου τη ζωή, και χωρίς να έχω πλήρη συνείδηση, προσπαθούσα να αναδομήσω ένα λόγο αποσυναρμολογημένο (τον πρωταρχικό λόγο, που είχε χαθεί στο σκοτάδι του χρόνου), αποκοιμήθηκα και άρχισα να βλέπω ένα πολύ έντονο όνειρο, στο οποίο προχωρούσαν με βήμα ταχύ δύο φίλοι, ο Σέρχιο Πιτόλ και ο Ραούλ Εσκάρι. Περπατούσαν οι δυο τους σαν κουρντισμένοι στους δρόμους ενός παλιού αστικού πυρήνα, πιθανώς ευρωπαϊκού. Αντιθέτως, η βροχή μού φαινόταν πως έπεφτε περιέργως πολύ αργά και πως είχε την ίδια τοξική όψη της βροχής που πέφτει στην Πόλη του Μεξικού. Μπήκαν σε μια αίθουσα μελέτης και ο Σέρχιο άρχισε να γράφει σύμβολα που εγώ δεν είχα ξαναδεί. Τα έγραφε με μεγάλη ταχύτητα σε έναν πίνακα πολύ έντονου πράσινου χρώματος. Ο πίνακας μεταμορφώθηκε σε μια πύλη ενσωματωμένη σε μια οξυκόρυφη αραβική αψίδα, μια πύλη ενός ακόμα πιο έντονου πράσινου χρώματος, πάνω στην οποία ο Πιτόλ έγραφε, επιβραδύνοντας το ρυθμό του χεριού του, το ποίημα μιας άγνωστης άλγεβρας: τύπους και μυστηριώδη μηνύματα καβαλιστικού, εβραϊκού χαρακτήρα, αν και ο χαρακτήρας ίσως να ήταν απλώς μουσουλμανικός, μουσουλμανικός της Κίνας, ή απλώς ιταλικός, της εποχής του Πετράρχη. Ήταν το ποίημα μιας άλγεβρας περίεργης, χωρίς πατρίδα, που με παρέπεμπε στο κέντρο του μυστηρίου του σύμπαντος, ενός σύμπαντος που έμοιαζε γεμάτο μηνύματα με κάποιον μυστικό κώδικα.
Όταν το επόμενο πρωί ξύπνησα, είχα την αίσθηση ότι είχα βρεθεί πολύ κοντά σε ένα μήνυμα ουσιαστικής σημασίας και υποπτευόμουν ότι μόνο ο Πιτόλ ήξερε τις βαθύτερες προεκτάσεις του. Καμιά φορά, όταν, όπως σήμερα, επιστρέφω σε αυτό το όνειρο, αντιλαμβάνομαι ότι τη μέρα που μου τηλεφώνησε η Μπόστον για να μου πει πως οι ΜακΓκάφιν ήθελαν να μου αποκαλύψουν το μυστήριο του σύμπαντος, εν μέρει δέχτηκα να πάω στο ραντεβού διότι το υποσυνείδητό μου βρισκόταν ακόμα υπό την επήρεια του ονείρου της Σαρτζάνα. Δεν αποκλείεται μάλιστα, όταν μερικές μέρες αργότερα δέχτηκα να πάω στο Κάσελ, να το έκανα κατά βάθος –αν και πολύ κατά βάθος– επειδή περίμενα να βρω εκεί το μυστικό της σύγχρονης τέχνης, ή πιθανώς τη μύηση στην ποίηση μιας άγνωστης άλγεβρας, ή ίσως μια πύλη ενσωματωμένη σε μια οξυκόρυφη αραβική αψίδα, μια πύλη με μακρινό κινέζικο παρελθόν, πίσω από την οποία η αγνή γλώσσα ζει μια κρυφή ζωή.
Σημειώσεις
[1] Ελίας Κανέτι, Η άλλη δίκη – Τα γράμματα του Κάφκα στη Φελίτσε, μτφρ.: Αλέξανδρος Ίσαρης, Scripta, Αθήνα 2012.
[2] Georges Margouliès, Anthologie raisonnée de la littérature chinoise, Payot, Paris 1948.
[3] Το Χάνι του Αγγέλου (ιταλικά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου