Η Μαρλένα Πολιτοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσιογράφησε σχεδόν είκοσι χρόνια σε εφημερίδες (Νέα, Αυγή) και στο ραδιόφωνο της ΕΡΑ. Δίδαξε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στα Τμήματα Επικοινωνίας και ΜΜΕ. Γράφει λογοτεχνία από το 1985 κι έχει εκδώσει μυθιστορήματα και νουβέλες, ενώ μεταφράζει από τα γερμανικά. Η κυκλοφορία του τελευταίου μυθιστορήματός της, Η Πηνελόπη των τρένων, μας έδωσε την αφορμή για μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί της.
Σε ποια στιγμή της ζωής σας δημιουργήσατε στο μυαλό σας τον ωραίο τύπο Παύλο Γ., ο οποίος πρωταγωνιστεί στα τελευταία βιβλία σας;
Εμφανίζεται στο πρώτο μου αστυνομικό, Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά, όταν αποφασίζω να περάσω από τις μικρότερες ή μεγαλύτερες νουβέλες στο μυθιστόρημα και πήγα κατευθείαν στο αστυνομικό. Ήθελα έναν ήρωα που να είναι οικείος σ’ εμένα αλλά και στους φίλους μου, και όχι έναν ακραίο σκληρό ή περιθωριακό ντετέκτιβ. Το ότι είναι αρχιτέκτονας με βοηθάει να κοιτάζω μαζί του το οικοδομικό χάλι της Ελλάδας. Το ότι είναι σκιτσογράφος με βοηθάει να σκέφτεται με έναν τρόπο πιο φευγάτο. Είναι ωραίος, αλλά όχι πολύ, του αρέσουν οι γυναίκες, αλλά όχι για πάντα. Και αγαπάει τα σκυλιά. Όπως κι εγώ.
Έχετε στο ενεργητικό σας πέντε νουβέλες και τρία αστυνομικά μυθιστορήματα. Την αγαπάτε, προφανώς, πολύ την αστυνομική λογοτεχνία. Ποιος από τους παλιούς συγγραφείς ήταν ο αγαπημένος σας και ποιος από τους πρόσφατους;
Αγκάθα Κρίστι, από αυτήν αγάπησα την αστυνομική λογοτεχνία. Τάιμπο ΙΙ, από αυτόν εκτίμησα τη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία.
Αγκάθα Κρίστι, Τζίλιαν Φλιν, Καμίλα Λέκμπεργ, εσείς... Ταιριάζει στη γυναικεία ψυχή η νουάρ πλευρά της ζωής;
Οι γυναίκες σκύβουν με αγάπη πάνω από το ανθρώπινο κορμί. Ενδιαφέρονται για την ανθρώπινη ψυχή. Πλένουν τους νεκρούς. Ναι, μπορούν να γράψουν για ακραία ανθρώπινα πάθη και για τον θάνατο.
Θα σας αρέσουν ίσως και τα νουάρ έργα στο σινεμά... και δη στα θερινά;
Τα νουάρ ναι, τα θρίλερ με το πολύ κυνηγητό μόνο κάνοντας ζάπινγκ. Στα καλοκαιρινά σινεμά προτιμώ έναν Γούντι Άλεν.
Γράφετε τις ιστορίες σας έπειτα από έρευνα χρόνων. Πόσο σας βοηθάει η δημοσιογραφική σας ιδιότητα σε αυτή την προεργασία;
Δεν με τρομάζει αυτό που αποκαλώ ρεπεράζ, η διεξοδική έρευνα που ξεκινάει μόλις κάνω το πρώτο σχέδιο: δυο βασικούς ήρωες, τον τόπο, την εποχή και τον κεντρικό φόνο. Και έχω μάθει να ρωτάω ανθρώπους, με ευχαριστούν πάρα πολύ αυτές οι συναντήσεις. Για παράδειγμα, η συζήτηση με τον Χρήστο Νικολόπουλο για την υποδοχή στον σταθμό του Μονάχου ή η συνάντηση με τον γέροντα μετανάστη που με ενέπνευσε να δημιουργήσω τον κυρ Λάζο ή η επίσκεψη στα ορυχεία στο Ρουρ, για τα οποία δεν έγραψα ποτέ.
Δεν είναι κακό ούτε αβάσταχτο να διαβάζεις για τον πόνο που άλλοι έζησαν. Η Τέχνη είναι σπουδαίος δάσκαλος. Και φίλος. Σου κρατάει το χέρι στα δύσκολα.
Στη Μνήμη της πολαρόιντ ασχοληθήκατε με τον Εμφύλιο, τώρα στην Πηνελόπη με τη μετανάστευση. Επειδή οι μνήμες είναι ακόμη νωπές για πολλούς εξ ημών, δεν πονάει λίγο η αναγωγή σε σκληρές ώρες της Ιστορίας της μικρής μας πατρίδας;
Δεν είναι κακό ούτε αβάσταχτο να διαβάζεις για τον πόνο που άλλοι έζησαν. Η Τέχνη είναι σπουδαίος δάσκαλος. Και φίλος. Σου κρατάει το χέρι στα δύσκολα.
Γράψατε μια συγκλονιστική ιστορία, κάνοντας μεγάλη έρευνα για τη δική μας μετανάστευση στη Γερμανία, 50 χρόνια πίσω. Ούσα μέσα σε αυτό το κλίμα, πώς αισθάνεστε σήμερα, όταν από επίσημα χείλη εκστομίστηκαν λόγια άστοχα για τους «άλλους» –αλλόθρησκους, έγχρωμους, πρόσφυγες– της γης απελπισμένους, που «αμέριμνοι» κάθονται στα παγκάκια της Ομόνοιας, της πλατείας Βικτωρίας;
Η Πηνελόπη των τρένων Μαρλένα Πολιτοπούλου Μεταίχμιο 424 σελ. Τιμή € 14,40 |
Όταν ξεκίνησα να γράφω την Πολαρόιντ, μου έλεγαν: «Πάλι εμφύλιος; Ξεπερασμένο». Και ήταν φρέσκο ακόμα το βιβλίο όταν τα εμφυλιακά σύνδρομα ξύπνησαν και μας ταράζουν ακόμα και σήμερα. Με την Πηνελόπη, τα ίδια. «Μετανάστες του ’60, πού τους θυμήθηκες;» μου έλεγαν. Απορούσα πώς δεν έβλεπαν αυτόματα τη σύνδεση με τη σύγχρονη μετανάστευση – τη δική μας προς τα έξω και των ξένων που φτάνουν στην Ελλάδα. Ώσπου να τελειώσω το βιβλίο, το μεταναστευτικό είχε γίνει το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα της Ευρώπης. Θυμώνω με τους ανθρώπους που παριστάνουν πως συμπάσχουν, αλλά το μάτι τους είναι γυάλινο και ο λόγος τους δείχνει πως κινούνται μόνο στην επιφάνεια.
Αφήνετε διαστήματα ανάμεσα στα γραψίματά σας για ανάπαυλα ή μόλις βάζετε τελεία έχετε ήδη στο μυαλό σας τη νέα περιπέτεια;
Η ιδέα έρχεται αμέσως. Αλλά η ανάγκη να υποστηριχτεί κυκλοφοριακά το βιβλίο, παρουσιάσεις, συζητήσεις κ.λπ. καθυστερεί τη διαδικασία της γραφής. Οι παρουσιάσεις και οι συνεντεύξεις με αγχώνουν πολύ, αλλά τελικώς μου δίνουν χαρά.
Ο Παύλος Γ., όπως και να ’χει, θα ξαναβγάλει από το σεντούκι ακόμα μια υπόθεση ή έκλεισε διά παντός τα βερεσέδια με τον πατέρα του και το παρελθόν;
Αν ολοκληρωθεί η τριλογία στην οποία οδηγήθηκα, θα δώσει το «παρών» και στο επόμενο βιβλίο, που θα μας πάει στη χούντα. Και ελπίζω πως δεν θα μου πουν κάποιοι πάλι πού τη θυμήθηκα τη δικτατορία. Κάποιοι Έλληνες τη στήριξαν κι άλλοι την ανέχτηκαν, κι αυτό είναι κάτι που εμένα με βασανίζει και έχει προβολή στη σύγχρονη πολιτική ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου