Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Γιώργος Αναστασιάδης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Γιώργος Αναστασιάδης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη


Ο Γιώργος Αναστασιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944. Είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠ.Θ. –διδάσκει Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας– και μέλος της Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων. Ήταν συνεργάτης στα «Ιστορικά» της Ελευθεροτυπίας και του πολύτομου έργου Ιστορία των Ελλήνων (Εκδόσεις Δομή), και είχε την επιστημονική επιμέλεια της πολύτομης Μεγάλης Ιστορίας του 20ού αιώνα (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2002). Έργα του: Ο διορισμός και η παύση των κυβερνήσεων στην Ελλάδα (1981), Ιστορία των πολιτικών και συνταγματικών θεσμών (1993), Σύγχρονη ελληνική πολιτική και συνταγματική Ιστορία, 1940-1986 (1998), Από τον Ρήγα στον Αλ. Παπαναστασίου (1999), Πολιτική και συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας, 1821-1941 (2001), Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης αφηγείται την Ιστορία του, 1926-1973 (2003), Η Θεσσαλονίκη στις συμπληγάδες του 20ού αιώνα (2005) κ.ά.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η μελέτη Παντού στη Θεσσαλονίκη σε βρίσκει η Ιστορία;
Κάθε βιβλίο ξεκινάει από μια παρόρμηση. Νομίζω ότι, μετά από μια πληθώρα σχετικών εκδόσεων και αφιερωμάτων, χρειαζόταν να υπάρξει ένας πρώτος «απολογισμός», μια πυξίδα για τους ερευνητές της σύγχρονης Ιστορίας της Θεσσαλονίκης, αλλά και για παλιούς και νέους φιλαναγνώστες που δεν θέλουν μόνο να μάθουν, αλλά και να ευχαριστηθούν διαβάζοντας για την πόλη.
Ο τίτλος είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Ο τίτλος –παράφραση στίχου του ποιητή Τίτου Πατρίκιου– απηχεί μια εντύπωση που τη σχηματίζουν όχι μόνο όσοι έχουν μείνει στην πόλη και δένονται μαζί της, αλλά και όσοι την επισκέπτονται προϊδεασμένοι. Πρέπει να ’σαι ανύποπτος και αμέτοχος και αρκετά ανιστόρητος για να μη σε βρει η Ιστορία σ’ αυτή την πόλη.
Στον 20ό αιώνα, μετά την απελευθέρωση, η Θεσσαλονίκη γνώρισε σημαντικές αλλαγές στη μορφή και στο ύφος της. Από πού προήλθαν αυτές οι αλλαγές;
Εκτός από τις ορατές αλλαγές –στα κτίρια, στους τόπους, στον τρόπο ζωής– υπάρχουν και πολλές «υπόγειες διαδρομές» που προσδιόρισαν το ύφος και τη μορφή της Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτές τις διαδρομές, ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο βιβλίο μερικές νύξεις. Μας ξεφεύγουν όμως οι βαθύτερες μεταλλαγές στη νοοτροπία και στη συνείδηση της πόλης. Ο Γιώργος Ιωάννου είχε ανιχνεύσει μερικές απ’ αυτές Π.χ. στα κατηχητικά της Θεσσαλονίκης), ανοίγοντας νέους δρόμους στην ιχνηλασία των ιστορικών μετασχηματισμών στην πόλη.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Ιωάννου, η Θεσσαλονίκη τράβηξε τους πρόσφυγες και ας μην την είχαν επισκεφτεί. Και είναι, βέβαια, και η ατμόσφαιρα. Οι εικόνες του συγγραφέα μέσα από τα έργα του μας δείχνουν μιαν άλλη πόλη. Οι νεότεροι γνωρίζουν την παλαιότερη Ιστορία της;
Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πολλά κι ούτε μοιάζει να θέλουν να μάθουν για την Ιστορία της Θεσσαλονίκης. Ίσως να τους απωθεί, όπως κάθε Ιστορία στο γυμνάσιο και το λύκειο, αλλά ακόμα και στο πανεπιστήμιο… Αυτή τη «μαύρη τρύπα», που διαφαίνεται πλέον και διά γυμνού οφθαλμού, στην ιστορική παιδεία μας επιχειρεί, εν μέρει βέβαια, να καλύψει το βιβλίο. Κυρίως να δημιουργήσει κεντρίσματα για έρευνα και στοχασμό. Οι νέοι μπορούν και πρέπει να ανοίξουν πανιά με τα ιστιοφόρα της λογοτεχνίας, της φωτογραφίας, του κινηματογράφου, του τραγουδιού, της περιπλάνησης κ.λπ., προκειμένου να συνθέσουν τη δική τους εικόνα για την πόλη τους, τη γειτονιά τους και εν γένει για ό,τι τους καθόρισε και συνεχίζει να τους καθορίζει.
Η καθημερινή συνάντηση της πολιτικής Ιστορίας με την πόλη δεν απαιτεί μια ειδική όραση, για να ψηλαφίσουμε τους τόπους της και τους ανθρώπους της;
Για να κατανοηθεί αυτή η καθημερινή συνάντηση, εμφανής και αφανής, το βιβλίο προσπαθεί να δείξει ότι πρέπει να ’χουμε ένα πιο ευαίσθητο και εξασκημένο βλέμμα μέσα από πολλές περιπλανήσεις, διαβάσματα και αίσθηση για το πνεύμα της κάθε εποχής.
Ο Νίκος Γ. Πεντζίκης έγραψε ότι «καμιά πόλη στον κόσμο δεν είναι δυνατό να διδάξει όσα αυτή…». Εσάς ποια είναι η γνώμη σας;
Ο Ν.Γ. Πεντζίκης, συνδυάζοντας βίωμα και γνώση, είναι ένας από τους πρώτους που «έπιασαν» και αποτύπωσαν αυτή τη διδασκαλία που μπορεί να μας προσφέρει η πόλη –και η θάλασσά της, ο Θερμαϊκός–ΑΝ τις προσεγγίσουμε με την κατάλληλη όραση και προετοιμασία. Είναι πολλές πάντως οι πόλεις που έχουν να μας αφηγηθούν ιστορίες για τους δημόσιους χώρους και τον καθημερινό τους πολιτισμό.
Η Θεσσαλονίκη αναδύεται και από τα βιβλία της. Ποια είναι τα σημαντικότερα ιστορικά βιβλία που πρέπει να διαβάσει ο αναγνώστης, για να γνωρίσει βαθύτερα την πόλη;
Μια πρώτη γεύση για τη Θεσσαλονίκη που αναδύεται από τα πάσης φύσεως βιβλία της μπορεί να πάρει ο αναγνώστης στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Όλος αυτός ο θησαυρός πρέπει να καταγραφεί, να ταξινομηθεί και να αξιολογηθεί. Αξιώνει έναν «οδηγό», για να μη χαθείς και να μην ξεχάσεις το παλιό, που συνεχώς σκεπάζεται από το καινούργιο.
Μέσα από τα ποικίλα αναγνώσματα της πόλης, διασχίζουμε τον λαβύρινθο που σχηματίζεται από το κοινωνικό-πολιτιστικό μωσαϊκό των κατοίκων της. Αυτή η συνύπαρξη βοήθησε στην ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης;
Εξαρτάται τι σημαίνει ανάπτυξη. Για παράδειγμα, κάθε «εξευρωπαϊσμός» και εξωραϊσμός της πόλης, ιδίως στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν ήταν πάντα έναΒΗΜΑ μπροστά, στον βαθμό που μπορούσε να συγκαλύπτει πίσω από τη βιτρίνα του τη φτώχεια, την αθλιότητα και τα οξύτατα βιοτικά προβλήματα σε κάθε συνοικία κ.λπ. Τηρουμένων των αναλογιών, τα ίδια μπορεί να ισχύουν για την πόλη όπως «αναπτύχθηκε» στη μεταπολεμική περίοδο: η περιβόητη αντιπαροχή, οι άχαρες πολυώροφες οικοδομές και η κυριαρχία των τροχοφόρων συνέθλιψαν έναν προαιώνιο λαϊκό πολιτισμό.
Ποια περίοδο αναπτύχθηκε καλύτερα η Θεσσαλονίκη;
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στα χρόνια του ’20 και του ’30 η ανοικοδόμηση, η διάνοιξη δρόμων και ο πολύπλευρος ρόλος των προσφύγων έδωσαν μια νέα ώθηση, μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι δύο θεσμοί με βαρύνουσα σημασία για την πόλη, το Πανεπιστήμιο και ηΔ.Ε.Θ., ξεκινούν το 1926 τη θετική διαδρομή τους μέχρι να ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Έχετε εκδώσει αρκετά βιβλία για τη Θεσσαλονίκη. Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στην πόλη σας;
ΣτηνΑΡΧΗ ήταν η αναζήτηση του «χαμένου παραδείσου», μετά ο ερευνητικός ζήλος του νεοφώτιστου. Σήμερα –κι αυτό φαίνεται να το επιβεβαιώνει το βιβλίο– η αίσθηση ότι το να αγγίζεις συναισθηματικά, ψυχικά και επιστημονικά την πόλη σου, ανιχνεύοντας διαρκώς το υπόβαθρό της, είναι πρωταρχικά ένας τρόπος ζωής, μια παραμυθία για να αντέξεις και τις συμπληγάδες της καθημερινότητας.
Στην πατρίδα μας όχι μόνο αγνοούμε την τοπική Ιστορία, αλλά και τη γενικότερη Ιστορία. Γιατί συμβαίνει αυτή η δυσάρεστη κατάσταση;
Για να απαντηθεί επαρκώς αυτό το καίριο ερώτημα θα χρειαζόταν ένα ακόμη βιβλίο. Πάντως η τοπική Ιστορία είναι σαφώς πιο κοντά στους νέους. Θα μπορούσε λοιπόν με τρόπο ελκυστικό και πειστικό να διδάσκεται –όχι μόνο ούτε κυρίως στα σχολεία– και να εξοικειώνει έτσι τους νέους με την αυτογνωσία τους και τον πολιτισμό της Ιστορίας.
Παντού στη Θεσσαλονίκη σε βρίσκει η Ιστορία...
Παντού στη Θεσσαλονίκη σε βρίσκει η Ιστορία...
Προσεγγίσεις στην πόλη της ιστοριογραφίας και της λογοτεχνίας (1912-1974)
Γιώργος Αναστασιάδης 
Κέδρος 
176 σελ. 
Τιμή € 11,00
Αν σας πρότειναν να ξεναγήσετε κάποιους επισκέπτες στη Θεσσαλονίκη, ποια μέρη θα θέλατε να τους γνωρίσετε;
Μετά την περιήγηση στα γνωστά «σημεία αναφοράς» της πόλης, θα ’θελα να τους ξεναγήσω σε τόπους μισοάγνωστους και χαμένους σήμερα, που έχουν πολλά να μας διηγηθούν,Π.χ. για πολιτικές δολοφονίες και εκτελέσεις (βλ. το βιβλίο μου Το παλίμψηστο του αίματος, Επίκεντρο 2010), αλλά και για «μέρες κρασιού και λουλουδιών», όταν σ’ αυτούς τους χώρους λειτουργούσαν πριν από λίγα χρόνια ταβέρνες, καφενεία, σινεμά, γήπεδα κ.λπ.
Η Θεσσαλονίκη σήμερα είναι μια μεγαλούπολη. Ποιες είναι οι προοπτικές της;
Η προοπτική της πάντως δεν βρίσκεται μόνο στην παραγωγή και στην ανάπτυξη, αλλά και στο πώς θα αξιοποιήσει τους πνευματικούς δημιουργούς της, έτσι ώστε να αντισταθεί και να ανταποκριθεί στις πολύμορφες προκλήσεις των καιρών.
Τι θα προτείνατε στους νέους που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν στη Θεσσαλονίκη;
Θα τους πρότεινα να πάμε παρέα να ψάξουμε σε δρόμους («που αγαπήσαμε και μισήσαμε ατελείωτα»), σε τόμους παλιών εφημερίδων, σε λογοτεχνικά βιβλία, στο μουσικό της ηχόχρωμα... Θα ’θελα να τους οδηγήσω στην –ανύπαρκτη ακόμη– «αίθουσα» με τα ιστορικά και πολιτιστικά κοιτάσματα της πόλης, σε «δείκτες μνήμης», όπωςΠ.χ. το φαρμακείο του Ν.Γ. Πεντζίκη στην Εγνατία, όπου ελάχιστοι είναι αυτοί που ξέρουν ή υποπτεύονται ότι υπήρξε στέκι για λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους.
diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου