Σκηνοθέτης, ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, δημιουργός και ψυχή του Πολυχώρου Vault στον Βοτανικό, ο Δημήτρης Καρατζιάς είναι ένας από εκείνους τους καλλιτέχνες που σε πείσμα των καιρών επιμένουν στην υλοποίηση των οραμάτων τους, με γνήσιο πάθος και χωρίς «εκπτώσεις». Με αφορμή το συγκλονιστικό θεατρικό του έργο Πνιγμονή (βασισμένο στο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα), το οποίο παίζεται για δεύτερη χρονιά στο Vault σε σκηνοθεσία του ίδιου, εξηγεί τους λόγους για την επιλογή του τίτλου και τη μεταφορά της υπόθεσης από την Ισπανία του 1936 στη σύγχρονη Ανατολική Τουρκία και εκθέτει τις απόψεις του για τη θέση και την επιδραστική ισχύ της τέχνης του θεάτρου στην ελληνική κοινωνία της κρίσης.
Γιατί «Πνιγμονή» και γιατί Τουρκία του 2013;
Πνιγμονή είναι η ασφυξία που προκαλείται από απόφραξη των αναπνευστικών οδών λόγω στραγγαλισμού, πνιγμού ή άλλης αιτίας. Εμείς χρησιμοποιήσαμε την «πνιγμονή» κυρίως μεταφορικά και συμβολικά, για να δείξουμε με μια λέξη το πώς νιώθουν οι άνθρωποι και κατά συνέπεια όλες αυτές οι γυναίκες, όταν τους στερείται κάθε είδους ελευθερία. Μόνο πνιγμό και ασφυξία θα μπορούσε να νιώσει κάθε ανθρώπινο ον, όταν δεν του επιτρέπεται να ερωτευτεί, να εκφραστεί, να μορφωθεί, να μιλήσει, ούτε καν να σκεφτεί να διεκδικήσει τα αυτονόητα που από τη φύση την ίδια δικαιούται. Η Τουρκία απλώς ήταν πολύ πιο φιλελεύθερη και μπορούσε να γίνει ευκολότερα εκεί μια μεταφορά του σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα, μια και σε όλα τα άλλα μουσουλμανικά κράτη τα πράγματα για τις γυναίκες είναι πολύ πιο σκληρά, πολύ πιο άγρια. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση γυναίκα, στο Αφγανιστάν για παράδειγμα, να διεκδικήσει περιουσιακά στοιχεία μετά τον θάνατο του άντρα της ή να προσπαθήσει να κρατήσει μόνη της το σπιτικό της. Φυσικά και στην ίδια την Τουρκία το καθεστώς και η θρησκεία γίνονται πολύ πιο απόλυτα όσο πηγαίνουμε προς τα βάθη της Ανατολίας (Ταχτά, Μπιρεσίκ κ.λπ). Εγκλήματα τιμής που οδηγούν γυναίκες σε λαϊκά δικαστήρια –με απόφαση συνήθως τον λιθοβολισμό (όταν θέλουν να παραδειγματιστούν οι υπόλοιπες κοπέλες του χωριού)– ή στην αυτοχειρία (όταν θέλουν να γλιτώσουν οι συγγενείς τη φυλακή).
Πνιγμονή είναι το νοίκι που χρωστάς, το ρεύμα που δεν έχεις να πληρώσεις, οι άνεργοι συνάδελφοί σου, οι φίλοι σου που έχουν σταματήσει να ονειρεύονται και προσπαθούν να επιβιώσουν, και τόσα άλλα άσχημα πράγματα, συνεπακόλουθα της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την εποχή μας.
Πέρα από κάποια επιφανειακά ορατή «πρόοδο» στις (Δυτικές) κοινωνίες και νοοτροπίες, έχει προχωρήσει καθόλου η ανθρωπότητα από την εποχή που γράφτηκε το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα;
Από την εποχή που γράφτηκε το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα έχουν περάσει σχεδόν 80 χρόνια. Σαφώς και πολλά –ευτυχώς– έχουν αλλάξει. Ιδιαίτερα στις Δυτικές κοινωνίες πια, μπορούμε όντως να μιλάμε για ισότητα μεταξύ των δύο φύλων, ίσες ευκαιρίες, ίσα δικαιώματα κ.λπ. Δυστυχώς όμως στις χώρες του Ισλάμ κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ακόμη και μέσα στις μουσουλμανικές κοινότητες των Δυτικών χωρών, εκεί που μπορούν να καταγράφονται τα εγκλήματα τιμής κατά των γυναικών, απαριθμούνται χιλιάδες περιστατικά κάθε χρόνο. Εγκλήματα κατά των γυναικών που τόλμησαν να ζητήσουν διαζύγιο από τους βάναυσους άντρες τους, γυναίκες που βιάστηκαν ή απλά κορίτσια που μίλησαν ή τους μίλησε κάποιο αγόρι στον δρόμο, πρέπει σύμφωνα με τους κανόνες ηθικής σε αυτές τις κοινωνίες να θανατωθούν για να «καθαρίσει» η τιμή της οικογένειάς τους. Ακόμη, στην Κίνα και στην Ινδία (δύο χώρες με τεράστιο πληθυσμό), σήμερα, το 2015, θεωρείται κατάρα να γεννήσεις ή να γεννηθείς κορίτσι.
Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι η Πνιγμονή δεν είναι (ή δεν είναι μόνο) ένα «γυναικείο» δράμα κλειστού χώρου, αλλά μια αλληγορία για οποιοδήποτε καταπιεστικό και σκοταδιστικό καθεστώς, για την εξουσία που γίνεται ανεξέλεγκτη;
Μα ανεξάρτητα από την Πνιγμονή, ο ίδιος ο Λόρκα όταν έγραψε το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα είχε στο μυαλό του το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο και αυτό καυτηρίαζε μέσα από το έργο του. Οπότε και η παράστασή μας, που βασίζεται στο σπουδαίο αυτό κείμενο, δεν θα μπορούσε να μην είναι –πέρα από ένα φωτογραφικό ντοκουμέντο πάνω στα εγκλήματα τιμής και την απελπισία όλων αυτών των γυναικών στις μουσουλμανικές χώρες– και μια αλληγορία για οποιοδήποτε καταπιεστικό και σκοταδιστικό καθεστώς, για την εξουσία που γίνεται ανεξέλεγκτη και τις συνέπειες που έχει στις ζωές και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, οι οποίοι την ασκούν ή την υφίστανται.
Πολύ ενδιαφέρον έχουν τα τουρκικά ονόματα των ηρωίδων. Δεν ταυτίζονται νοηματικά με τα ισπανικά, δίνουν όμως μια άλλη διάσταση στο θεματικό υπόβαθρο του έργου. Ειδικά τα ονόματα της Γιαγκμούρ και της Νάσμα, που είναι δυο από τις κεντρικές συγκρουόμενες δυνάμεις.
Χαίρομαι πολύ που το προσέξατε. Μπορεί να μην ταυτίζονται νοηματικά με τα ισπανικά, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για το βασικό χαρακτηριστικό της καθεμίας από αυτές τις γυναίκες. Όσο για τις δύο μικρές κόρες: Γιαγκμούρ είναι η βροχή και Νάσμα η φωτιά. Δύο στοιχεία τόσο διαφορετικά, όσο κι αυτές οι δύο γυναίκες. Η μία ήρεμη, θλιμμένη, ασθενική, γεμάτη πίκρα και η άλλη ένας ζωντανός χείμαρρος, γεμάτη ζωή. Τόσο διαφορετικές ακόμη κι αν προέρχονται από την ίδια μάνα. Αναπόφευκτη η σύγκρουση μεταξύ τους, που θα οδηγήσει στο τραγικό φινάλε του έργου.
Ο ρόλος της Ζαφίρα (της μισότρελης γιαγιάς) δίνει αρχικά την εντύπωση ότι λειτουργεί σαν ένα είδος μπαλαντέρ, στην πραγματικότητα όμως είναι η συνισταμένη όλων των δυνάμεων που συγκρούονται με την κυρίαρχη μητρική φιγούρα.
Η Ζαφίρα μέσα από την «τρέλα» της είναι η μόνη ηρωίδα που μπορεί να λέει όσα καμία άλλη γυναίκα δεν μπορεί να πει σε αυτές τις κοινωνίες ελεύθερα. Και γι' αυτό την έχουν δεμένη κι εσώκλειστη στο δωμάτιό της. Είναι η μόνη που, ρημαγμένη από τον πόνο της, ονειρεύεται ακόμη ένα σπίτι κι έναν άντρα στο χωριό της μάνας της. Με παράθυρα ανοιχτά μπροστά σε θάλασσα. Η μόνη που ξέρει ότι καμιά από τις γυναίκες αυτές δεν θα ξεφύγει από τη μοίρα της, η μόνη που μισεί και ταυτόχρονα λυπάται βαθιά την ίδια της την κόρη και τις εγγονές της. Που ζει με τις αναμνήσεις και τον πόνο που οι συγχωριανοί της της προκάλεσαν σκοτώνοντας τις δύο της κόρες. Που τρέμει το τραγικό φινάλε που έρχεται. Κάτι που κανείς δυστυχώς δεν μπορεί για ακόμη μια φορά να αποτρέψει ή να εμποδίσει.
Το έργο προκαλεί πολύ έντονα συναισθήματα, που ενισχύονται ακόμα περισσότερο από τον μικρό χώρο της σκηνής και της απόστασης αναπνοής ανάμεσα σε ηθοποιούς και κοινό. Σας έχει τύχει σε παράσταση να σπάσει ο «τέταρτος τοίχος» – να απευθυνθεί, ας πούμε, αυθόρμητα κάποιος θεατής στους ηθοποιούς ή να σχολιάσει μεγαλόφωνα τα δρώμενα;
Όλοι αυτοί οι μικροί χώροι έχουν ένα καλό. Την αμεσότητα. Ο θεατής γίνεται συνένοχος της ιστορίας, μπορεί να παρακολουθήσει τα δρώμενα σαν να βρίσκεται πίσω από την κλειδαρότρυπα του σπιτιού. Σε απόσταση αναπνοής. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι θεατές ξέρουν πού έρχονται και τι θα δουν. Έχουν ήδη ενημερωθεί. Παρακολουθούν τη συγκεκριμένη παράσταση και τη σέβονται. Κι αν κάποιος προσπαθήσει να μιλήσει δυνατά, οι υπόλοιποι θεατές τον «κατσαδιάζουν». Διαφορετικά θα ήταν καταστροφικό για τη συγκέντρωση των ηθοποιών, όσο εκπαιδευμένοι και αν είναι, αν κάποιος θεατής προσπαθήσει να τους βγάλει από την κατάσταση όπου βρίσκονται όσο διαρκεί η παράσταση. Ευτυχώς δεν μας έχει τύχει, ακόμη, κάτι τέτοιο.
Είναι εύκολο στην εποχή της οικονομικής κρίσης να έχει κανείς ένα δημιουργικό όραμα και να το υλοποιήσει; Εξακολουθεί ο κόσμος να ενδιαφέρεται για την τέχνη;
Οι χίλιες παραστάσεις που παρουσιάζονται φέτος απαντάνε στην ερώτησή σας. Σαφώς και ο κόσμος ενδιαφέρεται για την τέχνη, ίσως περισσότερο στις μέρες μας απ' ό,τι κάποια χρόνια πριν. Και ως θεατής και ως δημιουργός. Η τέχνη είναι η διέξοδός μας, η διασκέδασή μας. Γι' αυτό και έχει αυξηθεί το θεατρικό κοινό, γι' αυτό έχουν αυξηθεί και οι παραστάσεις. Δυστυχώς, όμως, τα μέσα με τα οποία μπορείς να φτιάξεις μια παράσταση, λόγω οικονομικής ανέχειας, είναι ελάχιστα. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορείς να έχεις τα τεχνικά μέσα που θες (κοστούμια, σκηνικά, βιντεοπροβολές κ.λπ.). Πάντα συμβιβάζεσαι. Εκτός αν υπάρχει παραγωγός ή αν ανήκεις στο λεγόμενο «εμπορικό» θέατρο. Τίποτα όμως δεν σε εμποδίζει να βάλεις όλη την ψυχή σου για να αφηγηθείς ένα ωραίο παραμύθι, μια ωραία ιστορία. Ίσως κι αυτή να είναι η ουσία του θεάτρου. Για να κάνεις μια παράσταση χρειάζεσαι ένα δυνατό κείμενο και καλούς ηθοποιούς. Όλα τα άλλα μπορείς με πολλές και φτηνές (όχι φτηνιάρικες) λύσεις να τα καλύψεις. Φτάνει να 'χεις έξυπνους και δημιουργικούς συνεργάτες...
Πόσο έντονα βιώνει ένας καλλιτέχνης και σκεπτόμενος άνθρωπος το συναίσθημα της πνιγμονής στην καθημερινότητά μας, όπως έχει διαμορφωθεί;
Πνιγμονή είναι το νοίκι που χρωστάς, το ρεύμα που δεν έχεις να πληρώσεις, οι άνεργοι συνάδελφοί σου, οι φίλοι σου που έχουν σταματήσει να ονειρεύονται και προσπαθούν να επιβιώσουν, και τόσα άλλα άσχημα πράγματα, συνεπακόλουθα της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την εποχή μας. Ο καλλιτέχνης οφείλει να μην το βάζει κάτω και να συνεχίσει να «μιλάει», να συνεχίσει να δημιουργεί για όλ' αυτά που καθημερινά μας απασχολούν, δίνοντας κουράγιο στον κόσμο, διασκεδάζοντάς τους, ψυχαγωγώντας τους, τονίζοντας όλα τα τρωτά-άσχημα της κοινωνίας μας, καθώς και όλα αυτά για τα οποία αξίζει ακόμη στις μέρες μας να μάχεσαι και να παλεύεις. Κι αυτό πια δεν είναι υποχρέωση, είναι καθήκον.
Δεν διστάζετε να ανεβάσετε έργα όχι οικεία στο πλατύ κοινό, των οποίων η θεματολογία και η δομή δεν ακολουθούν τις δημοφιλείς πεπατημένες. Είναι οι θεατές δεκτικοί σε εναλλακτικές προτάσεις; Υπάρχει θετική ανταπόκριση;
Μα δεν υπάρχει λόγος να βρίσκεσαι σε έναν χώρο όπως το Vault και να ακολουθείς τις δημοφιλείς πεπατημένες. Γιατί κάποιος να χάσει την άνεσή του και να στριμωχτεί σε έναν μικρό χώρο, αν μπορεί να δει μια παρόμοια παράσταση σε ένα υπερλούξ θέατρο, με τα ανετότατα καθίσματα, το ειδικευμένο προσωπικό και όλες τις άλλες ανέσεις που μπορεί ένα μεγάλο θέατρο να του προσφέρει, τις παραστάσεις με τα μεγαλειώδη σκηνικά και τα υπέροχα κοστούμια, με τους δημοφιλείς ηθοποιούς και τα πολυπρόσωπα έργα; Πρέπει αυτό που θα του προσφέρεις να είναι κάτι διαφορετικό, κάτι εξίσου δυνατό, για να μπορέσεις να ανταγωνιστείς αυτά τα θεάματα. Κι αν κρίνω από την πορεία του Bent, του Η μαμά μου ποτέ δεν πεθαίνει και φυσικά τηςΠνιγμονής, τρία έργα δραματικά, σκληρά, «μη εμπορικά», τρεις εναλλακτικές προτάσεις διασκέδασης, τα οποία παίχτηκαν από δυο χρόνια, μόνο αισιόδοξα μπορώ να δω αυτές μας τις επιλογές. Τρεις παραστάσεις που αγαπήθηκαν και από το κοινό και από τους κριτικούς. Δεν βάζω μέσα το Elizadeth, γιατί ήταν μια ξεκαρδιστική παράσταση που σαφώς απευθυνόταν σε ένα «ευρύτερο» κοινό. Πάντως αν η παράστασή σου είναι πρόταση, αν έχει λόγο ύπαρξης και ουσία, θα βρει το κοινό της. Μπορεί να αργήσει, αλλά θα το βρει.
Τι περιλαμβάνει η συνέχεια του προγράμματος στον Πολυχώρο Vault;
Έχουμε ήδη ξεκινήσει τη δεύτερή μας σεζόν στον Πολυχώρο Vault με τέσσερις νέες παραγωγές: Other side, το αντιπολεμικό love story του Ντεγιάν Ντουκόφσκι, σε σκηνοθεσία Φένιας Αποστόλου, Η Μέριλιν σου πάει πολύ, των Μάριου Ιορδάνου – Σοφίας Καζαντζιάν, Η «κακομοίρα» της Νάπολι, σε σκηνοθεσία Μαρίας Τσαρούχα, και NORD-OST, μέρες που ξεχάστηκαν, του Τόρστεν Μπουχστάινερ, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λάσκαρη. Παράλληλα συνεχίζονται μέχρι το Πάσχα οι παραστάσεις: Πνιγμονή (δεύτερη χρονιά, υποψήφια στα βραβεία Αθηνοράματος 2014), σε διασκευή και σκηνοθεσία δική μου (βασισμένη στο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Φ. Γκ. Λόρκα), η οποία θα παρουσιαστεί από 18 Μαρτίου στο θέατρο Αθήναιον στη Θεσσαλονίκη για περιορισμένες παραστάσεις, οι Μικρές ιστορίες φόνων, το νέο έργο του Πάνου Μπρατάκου, σε σκηνοθεσία δική μου, Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014), του Μάκη Τσίτα, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη, Ο Κανίβαλος, η ανείπωτη ιστορία ενός οικονομικού δολοφόνου, του (βραβευμένου με το δεύτερο κρατικό βραβείο) Δημήτρη Ζουγκού, σε σκηνοθεσία Αυγουστίνου Ρεμούνδου, Η καθαρίστρια του lifestyle, του Αντώνη Τσιπιανίτη, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Πατρώνη, και MetamΜorphosis, η νέα παράσταση των Splish Splash. Και τώρα πια οργανώνουμε και την τρίτη μας σεζόν, που θα αρχίσει μετά το Πάσχα, ως τα μέσα Ιουνίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου