Ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, πεζογράφος και μεταφραστής, γεννήθηκε το 1940 και είδε το πρώτο του βιβλίο να κυκλοφορεί το 1962. Ωστόσο, το 1995 αποκήρυξε ένα μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου και ξανάγραψε τα μυθιστορήματα Σχόλια σχετικά με την περίπτωση, Στα ίχνη της παράστασης, Προς Οφρύνιο, Το άγαλμα, Το μήνυμα και Η πρόσοψη. Επίσης, έχει γράψει τα δοκίμια Φεβρουάριος αιών, Παραμύθι της λογοτεχνίας και Μνήμη και μνήμη. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα ολλανδικά και στα σλοβενικά. Έχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1981), είναι Ιππότης της Τάξης Τεχνών και Γραμμάτων της Γαλλίας και μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. Το βιβλίο του Είκοσι τρεις σημειώσεις(και οκτώ παρενθέσεις) στο έργο του Eduardo Galeano μας έδωσε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί του.
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το βιβλίο Είκοσι τρεις σημειώσεις (και οκτώ παρενθέσεις) στο έργο του Eduardo Galeano;
Η ιδέα ανήκει στα στελέχη του εκδοτικού οίκου. Αφορμή υπήρξε μια φιλική συζήτηση για τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής γενικά, της Ουρουγουάης ειδικά και της παρουσίας μακροσυγγενών μου σε αυτή τη χώρα.
Με την τριλογία «Μνήμη της φωτιάς», αλλά και πιο πρόσφατα με τα έργα του Οι μέρες αφηγούνται και Οι λέξεις ταξιδεύουν, ο Ουρουγουανός συγγραφέας έχει αφήσει το στίγμα του στο αναγνωστικό κοινό. Αλήθεια, είναι αγαπητός στους Έλληνες αναγνώστες;
Ο Γκαλεάνο έχει τους αναγνώστες και θαυμαστές του στην Ελλάδα. Οι πολιτικές του απόψεις και περιπέτειες, η εκ μέρους του μακρόχρονη και συνεπής τεκμηρίωση της ιστορικής περιπέτειας της Λατινικής Αμερικής, ο σύντομος και σαφής λόγος του που αποκαλύπτει το έγκλημα της υποταγής και το μεγαλείο της αντίστασης, της ανθρωπιάς και της προσπάθειας, καταλήγουν σε ένα είδος φιλικής «συνομιλίας» με τον αναγνώστη.
Ο λόγος του Γκαλεάνο είναι ρεαλιστικός, αφού μιλά για πράγματα που μας αφορούν όλους σε ανθρώπινο, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Αυτό δεν χρειαζόμαστε και στη σημερινή εποχή;
Θα έλεγα πως ο λόγος του Γκαλεάνο αποδίδει τον ιδιαίτερο ρεαλισμό της Λατινικής Αμερικής, όπου το «μαγικό» του Μάρκες συμβιώνει με το παράλογο μιας παράδοσης καταπίεσης και απίστευτης βαρβαρότητας, καθώς και με τη χαρά της ζωής, τη λατρεία του κόσμου. Η εποχή μας έχει λάβει άλλες κατευθύνσεις. Η Λατινική Αμερική δεν αντιγράφεται και δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχει να συντηρήσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της για πολύ. Ο «εκσυγχρονισμός» και η «ανάπτυξή» της δεν δείχνουν έλεος.
Στο βιβλίο σας Είκοσι τρεις σημειώσεις (και οκτώ παρενθέσεις) στο έργο του Eduardo Galeano, επιχειρείτε να διανθίσετε μερικά κείμενα του συγγραφέα με αρκετά ελληνικά στοιχεία. Αυτό δεν δίνει και μια πιο οικουμενική διάσταση στο έργο του Γκαλεάνο;
Η οικουμενική διάσταση είναι ότι διαβάζοντας τον Γκαλεάνο, λες: «Μπα! Αυτό που διάβασα μου θυμίζει το τάδε που έζησα ή το δείνα που άκουσα για τον τόπο μου ή για άλλον τόπο». Αυτό ακριβώς έπαθα διαβάζοντας την τρίτομη «Μνήμη της Φωτιάς» και τα άλλα βιβλία του. Θυμήθηκα την Ελλάδα, τα λογιών ακούσματα που έχουν φτάσει ως τις μέρες μας, τους μετανάστες, τους ξεχασμένους που είχαν το θάρρος του έντιμου αγώνα και που υπέφεραν ή πέθαναν κακήν κακώς. Θυμήθηκα εκείνο το «παραλίγο» που με διέσωσε από λογιών κινδύνους.
Απ' ό,τι αναφέρετε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, υπάρχει η προσδοκία να γνωρίσει ο αναγνώστης και να ακούσει το έργο του σπουδαίου Λατινοαμερικάνου συγγραφέα. Δεν ήταν δύσκολο να επιτευχθεί αυτό το εγχείρημα;
Έχω την άποψη πως ο Γκαλεάνο, 75 ετών πια, ανήκει στη σειρά εκείνων των συγγραφέων και στοχαστών της Λατινικής Αμερικής που είναι γνωστοί ως η «λογοτεχνική έκρηξη» (boom literario) της περιόδου 1960-1990. Οι νεότεροι συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής έχουν το βάρος εκείνης της κληρονομιάς, οι δημιουργίες τους δεν έχουν ούτε το εύρος, ούτε το αντίκρισμα εκείνων των προσωπικοτήτων, που –ας μην το ξεχνάμε– είχαν και πολιτικό εκτόπισμα, θύματα, βασανισμένους και αγνοημένους. Ο Γκαλεάνο αποτελεί ήχο του παρόντος εντός του μέλλοντός μας. Λέω, λοιπόν, πως αξίζει να ακούσουμε αυτόν τον ήχο.
Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα έχει αρκετές ομοιότητες με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής; Γι' αυτό, άραγε, υπάρχει και μια αγάπη για τον πολιτισμό, και ιδίως για τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής;
Οι ομοιότητες μεταξύ Ελλάδας και όλων των χωρών της Λατινικής Αμερικής είναι η «κατάκτηση», η «προστασία», η εκμετάλλευση, η κοινωνική αδικία, οι επαναστατικοί και εμφύλιοι πόλεμοι. Ο Γκαλεάνο έχει αποδώσει αυτές τις καταστάσεις στο γνωστότερο βιβλίο του, με τίτλο Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής, βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από πολλά χρόνια, το χάρισε όμως ο Τσάβες (λίγο πριν πεθάνει) στον Ομπάμα και έγινε ξανά best seller. Τηρουμένων των αναλογιών, η Ελλάδα έχει ακόμα ανοιχτές φλέβες. Υπάρχει, έτσι, μια αμοιβαία κατανόηση.
Στο βιβλίο συνυπάρχουν το χιούμορ, ο σαρκασμός και οι ιστορικές γνώσεις. Κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται και ο αναγνώστης;
Θέλησα να γράψω αλά Galeano. Σχολιάζοντας ένα σύντομο κείμενό του, προσπάθησα να είμαι εντός της γραφής του. Από την άλλη μεριά, με χαρακτηρίζει συγγραφική «κακία», πάει να πει η ροπή προς τον σαρκασμό. Η Ιστορία προσφέρει άπειρα παραδείγματα τραγωδίας, κωμωδίας, μεγαλείου, ποταπότητας, οπότε δεν χρειάζεται να κοπιάσεις για να αποδώσεις την καλή ή την κακή πλευρά τους. Αρκεί να βάλεις την κακή πινελιά, ώστε η καλή πλευρά να φωτιστεί.
Εσείς έχετε συναντήσει τον Εδουάρδο Γκαλεάνο;
Όχι. Έζησα μια μέρα με τον Μάριο Βάργκας Λιόσα, αλληλογραφούσα με τον Manuel Puig, τον Álvaro Mutis, είχα φιλία με τον Manuel Scorza, γνώρισα τον Carlos Fuentes, την οικογένεια του Juan Rulfo... Φτάνει!
Έχετε γράψει πολλά βιβλία κι έχετε σημειώσει μακρά πορεία στα ελληνικά Γράμματα. Είσαστε ικανοποιημένος από αυτή την πορεία;
Είμαι ικανοποιημένος ότι τρέχω. Η λογοτεχνία –και όλες οι τέχνες, πιστεύω– είναι τρέξιμο μαραθώνιου, που μπορεί να είναι μαραθώνιος των εκατό μέτρων, οπότε ο κότινος στέφει τον δρομέα, ή μαραθώνιος άπειρων χιλιομέτρων, που το τέρμα απομακρύνεται όσο το πλησιάζεις και κότινος δεν υπάρχει. Υπάρχουν –ευτυχώς– κάποιοι που στέκονται στην άκρη του δρόμου και σου δίνουν νερό να ξεδιψάσεις, τέτοια αναγνώριση και υποστήριξη. Θέλω να πιστεύω πως τρέχω αυτόν τον μαραθώνιο. Εξάλλου, όταν έχεις συνηθίσει να τρέχεις, μικρές οι πιθανότητες να σταματήσεις. Υπάρχουν πολλοί που σταμάτησαν, δεν είναι προς καταδίκη. Τους ανήκει ο έπαινος της προσπάθειας.
Διαβάζουν σήμερα οι Έλληνες;
Οι συνήθειες έχουν αλλάξει. Η εντύπωσή μου είναι πως αν οι Έλληνες διαβάζουν, δεν διαβάζουν, αλλά διατρέχουν ένα κείμενο. Δεν πρόκειται να διαβάσουν αργότερα το ίδιο βιβλίο, επειδή το αγάπησαν. Μη γελιόμαστε: το βιβλίο δεν είναι αγαθό, δεν είναι βοήθημα παιδείας, δεν φωτίζει τον κόσμο. Είναι ένα προϊόν που καταναλώνεται εν μέρει ή πλήρως και η συσκευασία του πετιέται στα σκουπίδια, ούτε καν στην ανακύκλωση. Το επάγγελμά μου τα τελευταία 25 χρόνια –σχετικό με έργα πολιτισμού σε δεκάδες χωρών– μου έχει διαθέσει στοιχεία που επιτρέπουν να κάνουμε λόγο για παρακμή του γραπτού λόγου, η οποία επιταχύνεται εξαιτίας τεχνικών και τεχνολογικών εξελίξεων, οι οποίες παράγουν μιαν άλλη γλώσσα εντός της γλώσσας κάθε κράτους και λαού. Τα κράτη, εξάλλου, δεν παύουν να απλοποιούν τη γλώσσα τους και η γραφή δεν παύει να απλοποιεί τον εαυτό της. Πρόκειται για ζήτημα που απαιτεί πολύ χώρο και χρόνο για να αναλυθεί επαρκώς. Ωστόσο, αν δείγμα είναι ο γιος μου –17 ετών–, ανήκει στην ομάδα 3 ή 4 συμμαθητών του –σε σύνολο 22– που έχει σχέση με κάποιο βιβλίο. Και για να βλογήσω τα γένια μου, θυμίζω πως έχω γράψει ένα δοκίμιο με τον τίτλο Παραμύθι της λογοτεχνίας, όπου υποστηρίζω πως το ωραίο παραμύθι του έντεχνου λόγου τελείωσε. Το δοκίμιο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη, που είχαν το θάρρος να το εκδώσουν πριν από χρόνια και, όπως ανέμενα, δεν είχε αντίκρισμα.
Άλλοι λένε ότι οι συγγραφείς γεννιούνται και άλλοι ότι πλάθονται μέσα από τις εμπειρίες της ζωής. Εσάς ποια είναι η γνώμη σας;
Ο συγγραφέας αποτελεί μιαν ανωμαλία. Εισβάλλει στην υπάρχουσα κατάσταση και φέρνει κάτι πρόσθετο. Κάτι ενοχλητικό, συχνά. Κάτι παράξενο. Και το χειρότερο είναι πως το έργο του συγγραφέα λέει –όταν πρόκειται πράγματι για έργο– άλλα πράγματα από εκείνα που νομίζει ο συγγραφέας ότι λέει. Στην πραγματικότητα, δεν γράφουμε αυτό που θέλουμε, αλλά αυτό που είναι η ώρα του να γραφτεί. Και ή θα περάσει ή θα μείνει για λίγο ή πολύ. Να ο λόγος που επιβάλλει την τιμωρία, ακόμα και τον θάνατο, του συγγραφέα. Έρχεται ακάλεστος. Η μυγοσκοτώστρα τον αφανίζει. Αν γεννιέται ή αν πλάθεται για τέτοια δουλειά, δεν είναι το σωστό ερώτημα. Το σωστό ερώτημα είναι: «Τρέχει; Τρέχει μόνος; Τρέχει με τα πόδια του; Τρέχει με αυτοκίνητο; Τρέχει καβάλα σε γάιδαρο;»
Είκοσι τρεις σημειώσεις (και οκτώ παρενθέσεις) στο έργο του Eduardo Galeano Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος 170 σελ. Τιμή € 12,00 |
Πρέπει οι συγγραφείς να εκφράζουν τη γνώμη τους για σοβαρά κοινωνικά προβλήματα;
Η έκφραση γνώμης για σοβαρά κοινωνικά προβλήματα επιβάλλει να έχεις μελετήσει το κοινωνικό πρόβλημα, τη σοβαρότητά του, την έκτασή του, τις αιτίες και αφορμές, τις δυνατότητες λύσης, τον χρόνο που απαιτείται για πιθανή λύση, τα οικονομικά που απαιτεί η λύση, την παιδεία που θα επιτρέψει τη λύση και την αποφυγή εμφάνισης του ίδιου προβλήματος, το χρονοπρόγραμμα της λύσης, την αξιολόγηση της προσπάθειας κάθε λίγο. Η εποχή του «διανοούμενου» που ζούσε σε έναν κόσμο απλούστερο από τον δικό μας, όπου οι πολιτικές συνθήκες ήταν προφανείς και οι λύσεις προσφορότερες, έτσι που μια απλή δήλωσή του ήταν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, έχει παρέλθει. Τα δείγματα συγγραφέων που εκφράζουν γνώμη για σοβαρά κοινωνικά θέματα είναι θλιβερά, πλην εξαιρετικά ελαχίστων εξαιρέσεων.
Τι θα προτείνατε στους νέους επίδοξους συγγραφείς;
Να αρχίσουν να τρέχουν. Αν μάλιστα τρέξουν μαραθώνιο, καλό θα τους κάνει: θα ανοίξουν οι πνεύμονες, θα δυναμώσει το σώμα, θα αεριστεί το κεφάλι. Ας πάρουν και νερό μαζί τους, επειδή στις άκρες του δρόμου υπάρχουν ελάχιστοι πια που κρατούν μπουκάλια νερού να τους προσφέρουν.
Φωτογραφία: Πολύβιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου