Με το που άκουσα ένα απόγευμα από αυτά τα τελευταία, τα παγωμένα και ταραγμένα, το τραγούδι «Όσα ξέρουν οι χαμένοι» από το ομότιτλο CD, συγκινήθηκα πολύ. Όπως και με τα υπόλοιπα κομμάτια που ακολούθησαν. Πρόκειται για έναν αυθεντικό λαϊκό δίσκο, που είμαι σίγουρη ότι θ' αρέσει σε όσους αγαπούν το καλό ελληνικό τραγούδι. Ερμηνεύτριά του η Θεοδώρα Τζίτα, μια νέα γυναίκα που εκ του σύνεγγυς –όταν συναντηθήκαμε για την κουβέντα μας αυτή– θυμίζει ηθοποιό του ιταλικού νεορεαλισμού.
Ο σπουδαίος λαϊκός συνθέτης Τάκης Σούκας άκουσε τη φωνή σας κι έγραψε πάνω της αυτά τα ωραιότατα, αισθαντικά τραγούδια. Πώς προέκυψε η συνεργασία;
O κύριος Σούκας με άκουσε σε έναν χώρο όπου εμφανιζόμουν και μου ζήτησε να συμμετάσχω σε μία πολυσυλλεκτική δουλειά που ετοίμαζε, Το αψέντι. Κι έπειτα, ακολούθησε η δουλειά που κρατάτε στα χέρια σας. Αισθάνομαι μεγάλη τιμή γι' αυτή τη συνεργασία. Άλλωστε, ο Τάκης Σούκας είναι ένας από τους μεγάλους του λαϊκού μας τραγουδιού.
Πώς θα χαρακτηρίζατε εσείς ως ερμηνεύτρια τα καινούργια αυτά τραγούδια σας; Ως μη επαΐουσα αλλά ως απλή ακροάτρια, θα έλεγα πως όλα εμπεριέχουν έναν λυγμό, έναν βαθύ στεναγμό – συμφωνείτε;
Είναι τέσσερα καινούργια λαϊκά τραγούδια: «Όσα ξέρουν οι χαμένοι», «Όταν θα φύγω ένα πρωί», «Άιντε εβίβα» και «Της Ανατολής παλάτια», ένα ορχηστρικό κομμάτι και η a cappella επανεκτέλεση στο «Βροχή τα παράπονα», το οποίο είχε πρωτοερμηνεύσει η Ελένη Βιτάλη. Συμφωνώ με τον αναστεναγμό, γιατί η λαϊκή μας μουσική εμπεριέχει ένα «αχ», το φέρουμε γονιδιακά θα έλεγα αυτό.
Χαρακτήρισαν τη δουλειά σας αυτή αέρινη, φρέσκια. Εγώ πάλι θα έλεγα ότι η ερμηνεία σας έχει κάτι το γλυκά ρετρό... Ίσως γιατί τα τραγούδια που ερμηνεύετε στο CD πάνε πίσω στον χρόνο, όταν το λαϊκό τραγούδι ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτά που ακούγονται σήμερα.
Νομίζω πως οι νεότεροι λαϊκοί τραγουδιστές περνάμε, μέσα από τις ερμηνείες μας, τα ακούσματα των μεγάλων τραγουδιστών αυτής της χώρας. Θεωρώ πως έπρεπε να τα ερμηνεύσω τα τραγούδια αυτά με έναν σημερινό τρόπο, έχοντας όμως ως αφετηρία όλους αυτούς που προπορεύτηκαν, που τους θεωρώ δασκάλους μου.
Κάνετε ζωντανές εμφανίσεις, οπότε έρχεστε σε επαφή με πολύ κόσμο. Ποιο είναι το κοινό σας; Οι άνθρωποι συνεχίζουν να διασκεδάζουν όπως παλιά ή η κρίση έχει φέρει άλλα ήθη;
Ηλικιακά το κοινό των μουσικών σκηνών σήμερα ανήκει στην γκάμα μεταξύ 25-45. Όχι, δεν διασκεδάζει πια ο κόσμος όπως παλιότερα, έχει χαθεί αυτό το ανάλαφρο που υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Και είναι δικαιολογημένο αυτό, αφού έχουν γκρεμιστεί τα πάντα γύρω μας.
Πηγαίνοντας πίσω στα χρόνια της αθωότητας, ποια στιγμή αποφασίσατε ότι θα ασχοληθείτε με το τραγούδι;
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου ακούγαμε πολλή μουσική. Ο πατέρας μου λάτρευε τον Καζαντζίδη, τον Χαλκιά... Η μητέρα μου τραγουδούσε κάνοντας δουλειές στο σπίτι, Νίνου και Γκρέυ. Το τραγούδι «Γεννήθηκα για να πονώ» το έμαθα από τη μητέρα μου να το λέω, κι όταν άρχισα να εργάζομαι σε μουσικές σκηνές το τραγουδούσα... Κι αυτό, στην αρχή, χωρίς να το έχω ακούσει από τη Νίνου. Πάντως, λίγο πριν τελειώσω το λύκειο, ήξερα πως θα ακολουθήσω τον δρόμο της μουσικής. Ήταν αυτονόητο για μένα – σαν να υπήρχε πάντα μέσα μου.
Όταν αποφασίσατε να σπουδάσετε μουσική, είχατε τη συνδρομή των γονιών σας ή εκείνοι είχαν πιο κλασικά σχέδια για την κόρη τους;
Όχι, οι γονείς μου δεν δέχτηκαν καθόλου ευχάριστα την απόφασή μου. Ως πολύ καλή μαθήτρια που ήμουν, με ήθελαν εκπαιδευτικό. Όταν τους ανακοίνωσα την επιλογή μου, μου είπαν: «Απλά μην περιμένεις τίποτα από εμάς». Έφυγα λοιπόν από το πατρικό μου με 10.000 δρχ. στο πορτοφόλι μου, για τη Θεσσαλονίκη, σε ηλικία 18 χρόνων, για να ζήσω το όνειρό μου παλεύοντας μέσα στη νύχτα.
Η καθημερινότητά σας, εκτός από την ενασχόλησή σας με το τραγούδι, τι περιλαμβάνει;
Τα τελευταία χρόνια ξυπνάω πολύ πρωί, την ώρα που παλιότερα έπεφτα να κοιμηθώ – τώρα ξυπνάω γύρω στις 6. Μου έλειψε πολύ η ημέρα. Γυμνάζομαι καθημερινά και γενικότερα προσπαθώ να ακολουθώ έναν όσο το δυνατόν πιο υγιεινό τρόπο ζωής.
Αγαπάτε τα βιβλία; Βρίσκετε χρόνο για διάβασμα;
Τα βιβλία τα λατρεύω, διαβάζω από πολύ μικρή, ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια με ενδιαφέρουν οι μελέτες, ιστορικές κυρίως. Αυτές τις μέρες ξεκίνησα ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο Οι μαινάδες του Χίτλερ: Ο ρόλος των Γερμανίδων στα ναζιστικά πεδία θανάτου.
Ταινίες βλέπετε;
Μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος, κυρίως οι μεταφορές βιβλίων, καθώς και οι ταινίες που βασίζονται σε αληθινές ιστορίες. Προσπαθώ να βλέπω όσο περισσότερες ταινίες μπορώ από αυτές που κυκλοφορούν κάθε χρόνο.
Μέσα σε μια δύσκολη μέρα, ποια σκέψη, ποια εικόνα σάς ηρεμεί;
Η σκέψη ότι έχω στη ζωή μου τον αδερφό μου. Όσο άσχημη και να είναι η μέρα μου, όταν του τηλεφωνώ και τον ακούω, και τα πιο άσχημα μου φαίνονται αντιμετωπίσιμα. Το αδερφάκι μου, όπως τον λέω, είναι το πιο αγαπημένο πλάσμα στη ζωή μου, γονιός μου, αδερφός και το καλύτερό μου φιλαράκι. Ήταν αυτός που πίστεψε σ' εμένα πριν ακόμη πιστέψω η ίδια στον εαυτό μου.
Κλείνοντας, και με το χέρι στην καρδιά: Η πολύ καλή εξωτερική εμφάνιση αποτελεί πραγματικά διαβατήριο για τον χώρο της σόουμπιζ;
Ειλικρινά, λοιπόν, θα σας απαντήσω κι εγώ. Στη δική μου περίπτωση, όσο παράξενο κι αν σας ακούγεται, η όποια καλοφτιαγμένη εμφάνιση μόνο προβλήματα μου δημιουργούσε. Γιατί είναι εύκολο να μείνει κανείς στην εξωτερική εμφάνιση και να μην προσέξει τη φωνή ή την ερμηνεία. Εγώ από την αρχή ήθελα απλώς να γίνω μία καλή τραγουδίστρια και, πραγματικά, «έφτυσα αίμα» γι' αυτό. Δούλευα για να πληρώνω τις σπουδές μου. Οι σπουδές κλασικού τραγουδιού, ξέρετε, είναι πολύ δύσκολες, απαιτούν στρατιωτική πειθαρχία. Πρέπει να είσαι σε άριστη σωματική κατάσταση, για να δουλεύει σωστά το διάφραγμα και ολόκληρο το σώμα. Κοιμόμουνα, λοιπόν, στις 6 το πρωί και ξυπνούσα στις 9, διότι έπρεπε να ετοιμάσω τη φωνή μου για να μπορώ να ανταποκριθώ στο ρεπερτόριο μιας δραματικής σοπράνο. Κι αυτό σε καθημερινή βάση.
Σας ευχαριστώ για την ωραία κουβέντα και καλοτάξιδο να είναι το CD σας!
Εγώ ευχαριστώ θερμά. κείμενο: Τίνα Πανώριου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου