- Κατηγορία: ΕΛΛΗΝΕΣ
- κείμενο: Τίνα Πανώριου
Για ποιον λόγο εκφράζεστε με την ποίηση;
Ούτε εγώ μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, άλλωστε δεν την απάντησαν πειστικά πολλοί μεγαλύτεροι από εμένα λογοτέχνες, όταν τους τέθηκε. Μπορώ να πω όμως πως από μικρό παιδί ζούσα σε έναν κόσμο φανταστικό, ακόμη και τα παιχνίδια μου είχαν είτε μελλοντική είτε παρελθοντολογική αξία, μεγάλωσα μέσα σε ένα τεράστιο ψέμα οικογενειακό, κοινωνικό, φιλικό, εκπαιδευτικό. Μου άρεσε με λίγα λόγια να μη ζω στο παρόν, να κατασκευάζω βιογραφικά ηθοποιών και αθλητών, να γράφω μικρές ιστορίες καθημερινής τρέλας, να σκαρώνω στίχους απλούς και παιδικούς, να στήνω ολόκληρη Ιλιάδα στο πεζοδρόμιο μπρος στο πατρικό μου σπίτι. Όταν βέβαια έφτιαξα το πρώτο μου ποίημα, εντελώς αφελές και άκρως διδακτικό, κατάλαβα πως ίσως μπορούσα να γράψω περισσότερα και καλύτερα. Ότι αυτόν τον δρόμο θέλω να τον υπηρετήσω με όλες μου τις δυνάμεις. Και αυτό έγινε έκτοτε, άσχετα με την όποια ποιότητα μπορούν να έχουν τα ώριμα ποιήματά μου τώρα πια.
Στο τελευταίο σας βιβλίο υπάρχει έντονος σαρκασμός, σάτιρα και ειρωνική διάθεση. Γιατί αυτό;
Ο σαρκασμός, η σάτιρα και η ειρωνική διάθεση υπάρχουν σε όλα μου τα βιβλία, απλώς στο Κρύβε λόγια παίρνουν χαρακτήρα χιονοστιβάδας. Πράγματι, ύστερα από σαράντα χρόνια τριβής με την ποίηση, έφτασα στο σημείο να έχω πει όλα όσα απασχολούν το μυαλό και το σώμα μου, έφτασα στο σημείο να θέλω, μέσω της ποίησης, να «πειράξω» και το πλαίσιο της τέχνης αλλά και τον ίδιο μου τον εαυτό, που εκφράζεται με αυτήν. Θέλησα, λοιπόν, να πω σε αυτούς που ίσως με διάβαζαν πως τέρμα στους υπαρξισμούς, τέρμα στους ρομαντισμούς, τέρμα στους μοντερνισμούς και πλώρη προς μια ποιητική δημιουργία, που ναι μεν έχει βάσεις υπερρεαλιστικές, στην ουσία όμως καταθέτει μια θεματική με τέτοιον τρόπο που να αξίζει στον 21ο αιώνα. Πιστεύω πως πέτυχα να γράψω μια συλλογή που προχωράει τη συγκεκριμένη τέχνη, που τη βγάζει από ελιτισμούς και σεφερισμούς και τη δίνει ως σκυτάλη σε ακόμα νεότερους ποιητές, προκειμένου να την αξιοποιήσουν.
Χρησιμοποίησα μια γλώσσα που πνίγεται και όχι μια άλλη που κελαηδεί, γιατί νομίζω πως έτσι εκφράζονται οι αγωνίες των σύγχρονων ανθρώπων, έτσι ο πόνος παίρνει χρώμα, έτσι ο έρωτας γίνεται σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες, έτσι ο θάνατος γίνεται πιο προσωπικός.Ποιοι ποιητές σάς επηρέασαν στο έργο σας;
Αγαπώ υπερβολικά τους ποιητές της λεγόμενης «Γενιάς της ήττας» (Αναγνωστάκης, Λειβαδίτης, Πατρίκιος, Χριστοδούλου, Κατσαρός), το αστείο όμως είναι πως δεν μπόρεσα να γράψω ούτε ένα ποίημα που να εκπορεύεται από αυτούς. Και είναι φυσικό, αφού οι άνθρωποι εκείνοι είχαν άλλα βιώματα, ήταν αγωνιστές της αριστεράς, με διώξεις, βασανισμούς και εξορίες, πράγματα που εγώ –παρά τον όποιο πολιτικό χαρακτήρα συναντά κανείς στα γραπτά μου– δεν βίωσα. Άλλο ένα παράδοξο είναι πως οι συγκεκριμένοι ποιητές, που έγραψαν μετά τον πόλεμο, δεν ακούμπησαν τόσο στους προκατόχους τους Ρίτσο και Βρεττάκο, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αλλά στον Σεφέρη. Έτσι, εκτιμώ πως ο Σεφέρης –το έργο του οποίου κυριαρχεί πάνω από οχτώ δεκαετίες στην ποιητική μας ζωή– μέχρι κάποιο σημείο επηρέασε το έργο μου, όχι όμως και πάλι υπερβολικά. Ο ποιητής απ' τον οποίο νομίζω ότι εντελώς ασυναίσθητα δανείστηκα ακόμα και τη μορφή των ποιημάτων του είναι ο υπερρεαλιστής Μίλτος Σαχτούρης – και το τελειότερο ποίημα υπερρεαλιστικής γραφής είναι «Ο τρελός λαγός». Συγκινούμαι, τέλος, όταν για πολλοστή φορά έρχομαι σε επαφή με το έργο του Καρούζου, του Σινόπουλου, του Λεοντάρη, του Μέσκου.
Ανήκετε στη Γενιά του '70. Πείτε μας κάποια απ' τα χαρακτηριστικά αυτής της ποιητικής σχολής.
Η «Γενιά του '70» δεν είναι μια ομοιογενής σχολή δημιουργών αλλά ένα ετερόκλητο σύνολο ανθρώπων, που έγραψαν από τα μέσα του '60 έως το τέλος του '70 χοντρικά, και συμπεριλήφθησαν γύρω στους εξήντα ποιητές, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι ακόμη ενεργοί. Στη «Γενιά του '70» υπάρχουν υπερρεαλιστές, απόγονοι του Ρίτσου, του Ελύτη και του Σεφέρη, υπάρχουν πολιτικοποιημένοι ποιητές, που με το έργο τους –καθώς έγραψαν και μέσα στη δικτατορία– στράφηκαν με την πένα τους εναντίον της, υπάρχουν εντελώς απολίτικοι, που έδωσαν βάρος περισσότερο στην τεχνική εκφοράς και λιγότερο στη θεματολογία, που μετά το '74 ήταν ούτως ή άλλως ελεύθερη και δημοκρατική. Σημαντικότεροι εκπρόσωποί της είναι οι Κ. Παπαγεωργίου, Γ. Κοντός, Α. Ίσαρης, Μ. Γκανάς, Α. Χιόνης, Γ. Χρονάς, Γ. Πατίλης, Τ. Μαστοράκη, Ν. Χατζιδάκι, Τ. Χυτήρης, Π. Παμπούδη, Α. Τραϊανός, Γ. Βαρβέρης, Γ. Βέης αλλά και πολλοί άλλοι.
Επισημάνθηκε πως γράφετε με μια «στραμπουληγμένη γλώσσα».
Δεν θα μπορούσα να απαντήσω σε αυτή την επισήμανση, πάντως αν είναι έτσι, και παρά την κακοφωνία της έκφρασης, νομίζω ότι έχω πετύχει τον στόχο μου. Να δω δηλαδή την ποίηση χωρίς γραμματική και συντακτικό, χωρίς πρόσωπα και χρόνους, χωρίς μέρη του λόγου, εντελώς ανατρεπτικά, συμβαδίζοντας με την εποχή μας, δίνοντας έναν άλλο τρόπο ποιητικής παράθεσης, που να διαφέρει απ' αυτό που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, που να υπόσχεται μια άλλη προοπτική, που να λέει «εσύ» και να εννοεί οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Πράγματι, «κακοποίησα» τη γλώσσα στην προσπάθειά μου να την κάμω πιο προσιτή στην πρόσληψη, πιο ουσιαστική στα μηνύματα, πιο απτή στη λειτουργία της, πιο αδρή στο άγγιγμά της. Χρησιμοποίησα μια γλώσσα που πνίγεται και όχι μια άλλη που κελαηδεί, γιατί νομίζω πως έτσι εκφράζονται οι αγωνίες των σύγχρονων ανθρώπων, έτσι ο πόνος παίρνει χρώμα, έτσι ο έρωτας γίνεται σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες, έτσι ο θάνατος γίνεται πιο προσωπικός.
Η κριτική παρατήρησε πως το Κρύβε λόγια είναι το πιο ώριμο βιβλίο σας.
Αυτό –όσο και αν φαίνεται μετριοπαθές– εγώ δεν μπορώ να το ξέρω, απλώς το οσμίζομαι. Ίσως να είναι έτσι. Πάντως, ξαναδιαβάζοντας τα ποιήματά μου, τυπωμένα τώρα πια, μου δίνουν την αίσθηση ότι εργάστηκα σοβαρά, ότι ίσως έπαιξα με την ποίηση, ότι ίσως προχώρησα λίγο πιο κάτω και, εφόσον ως κριτικός που ο ίδιος είμαι, δίνω τεράστια σημασία σε ό,τι γράφεται συχνά για το βιβλίο μου, τείνω να πιστέψω πως πράγματι έτσι είναι.
Πόσα χρόνια ασχολείστε με την κριτική; Αλήθεια, πόσα κριτικά κείμενα έχετε γράψει;
Ασχολούμαι με την κριτική λογοτεχνίας ακριβώς τριάντα δύο χρόνια. Ήταν θυμάμαι το 1983, όταν διατηρούσα βιβλιοπωλείο στη γενέτειρά μου στον Βόλο, και μόλις είχαμε εκδώσει με τον φίλο μου φιλόλογο και μετέπειτα συγγραφέα Κωστή Ακρίβο το περιοδικό Σχήμα λόγου, όταν έγραψα την πρώτη επαγγελματική κριτική για το βιβλίο, του αείμνηστου πλέον Ανάστου Παπαπέτρου, Συνοριακό επεισόδιο. Διάβασα την κριτική στους φίλους μου και εκείνοι μου είπαν να μην τη χαραμίσω για το περιοδικάκι μας, αλλά να τη στείλω προς δημοσίευση στην Αθήνα. Πράγματι, την έστειλα στο Διαβάζω. Λίγες μέρες μετά με πήρε ο Γιώργος Γαλάντης, διευθυντής τότε, και μου είπε πως το συγκεκριμένο βιβλίο το είχε δώσει σε άλλον κριτικό, πάντως από εκείνη τη στιγμή βαφτιζόμουν συνεργάτης. Η συνεργασία αυτή κράτησε είκοσι με είκοσι πέντε χρόνια, με τις όποιες διακοπές. Άλλο σημαντικό σημείο στην πορεία μου στην κριτική ήταν όταν ο αείμνηστος Σοφιανός Χρυσοστομίδης διάβασε κείμενά μου και με προώθησε στην Αυγή της Κυριακής, όπου με καθοδηγητή τον παλαίμαχο δημοσιογράφο Γιώργο Ξ. Μαντζουράνη, ο Τάκης Μενδράκος, ο Μάνος Κοντολέων, η Δήμητρα Παυλάκου κι εγώ κρατήσαμε τις σελίδες κριτικής βιβλίου για πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Το ίδιο συνέβη και με τη Μακεδονία, στην οποία ο γνωστός συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης μού εμπιστεύτηκε σελίδα κριτικής. Όπως και σε πάμπολλα λογοτεχνικά περιοδικά και της περιόδου εκείνης και μεταγενέστερα, στα οποία υπήρξα συνεργάτης. Αν υπολογίζω σωστά, πρέπει να έχω γράψει περί τις χίλιες κριτικές. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω ρίξει όλο το βάρος της εργασίας μου –πλην ενός ή δύο εντύπων– στο ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.gr, που μας φιλοξενεί, τόσο για τη φιλία που μας συνδέει με τον διευθυντή του, Μάκη Τσίτα, όσο και για την ποιότητά του, που ξεχωρίζει κατά πολύ από άλλα περιοδικά του διαδικτύου.
Και γιατί, αν και ποιητής, γράφετε περισσότερο κριτικές για πεζογράφους;
Εδώ θέλω να με ακούσετε. Εκτιμώ τους πεζογράφους, μυθιστοριογράφους και διηγηματογράφους, όσο δεν παίρνει. Και αυτό γιατί με τρομάζει και μόνο η εργατικότητά τους. Οι πεζογράφοι είναι μυρμήγκια, είναι οικοδόμοι παλαιότερων εποχών, είναι άνθρωποι που δουλεύουν περισσότερο ακόμη και απ' αυτούς που κολλάνε βαρέα ένσημα. Οι ποιητές είναι αλλιώς. Αριστοκράτες. Ένα ποίημα σήμερα, ένα σε δύο μήνες, ή πάλι ένα ποίημα που ολοκληρώνεται σε δύο μήνες. Άρα και μόνο γι' αυτή τη συνθήκη, η αγάπη μου προς τους πεζογράφους είναι απεριόριστη. Παρατηρώ το έργο τους και την πρόοδό τους και χαίρομαι όταν τα καταφέρνουν.
Σε πολλές περιπτώσεις πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων ήσασταν ο πρώτος που έγραψε γι' αυτούς πριν γίνουν ευρύτερα γνωστοί. Και υπήρξατε συχνά γενναιόδωρος μαζί τους.
Κρύβε λόγια Χρίστος Παπαγεωργίου Κίχλη 64 σελ. Τιμή € 7,50 |
Έχω την αίσθηση ότι όλα αυτά τα χρόνια ζείτε και αναπνέετε για τη λογοτεχνία.
Ναι, από έφηβος ακόμα ήθελα στη ζωή μου –και γι' αυτό εγκατέλειψα τις σπουδές μου στην Ιατρική– να γίνω βιβλιοπώλης, κριτικός της λογοτεχνίας και ποιητής. Το πόσο κατάφερα να διακριθώ δεν το ξέρω προσωπικά, πάντως να είστε σίγουρη πως το αποπειράθηκα. Η λογοτεχνία είναι κάτι που με συγκινεί, με ταρακουνά, με ταράζει, με προβληματίζει, με ισοπεδώνει. Και εγώ πάντα της δίνομαι με όση δύναμη διαθέτω, προκειμένου να μοιράζομαι μαζί της όλες μου τις επιθυμίες. diastixo.g
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου