- Κατηγορία: ΑΠΟΨΕΙΣ
- κείμενο: Δημήτρης Σκύλλας
Ρίχνοντας μια συνολική ματιά σε αυτό το φαινόμενο, ποιοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι κύριοι λόγοι οι οποίοι οδηγούν τους συνθέτες στην απόφαση αυτής της πολιτιστικής ανάμειξης; Χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα και εκτός φυσικά από τον βασικό και ευνόητο λόγο της ηχητικής απόλαυσης της παραδοσιακής μουσικής, παράγοντες όπως η ανάγκη για κοινούς κώδικες επικοινωνίας, η αναζήτηση ενός είδους «μητρικής» γλώσσας του ήχου και η ανάγκη για άμεση επίκληση σε ένα κοινό με κοινό παρονομαστή το παρελθόν, θα μπορούσαν ίσως να παίζουν καθοριστικό ρόλο. Με αυτόν τον τρόπο, ο δημιουργός έχει στη διάθεσή του ένα είδος υλικού το οποίο προϋπήρχε και θα υπάρχει μετά τον ίδιον, δίνοντάς του έτσι τη δύναμη να μετατρέψει μια ηχητική συλλογική γνώση σε έργο σύγχρονης κλασικής μουσικής. Ανάλογα με την αφορμή δημιουργίας του καλλιτεχνικού έργου, επαφίεται πλέον στον συνθέτη να επιλέξει εάν αυτή η γνώση θα εκφραστεί με τρόπο άμεσο και ευδιάκριτο ή θα χρησιμοποιηθεί διακριτικά και σε παραλλαγές, αφήνοντας έτσι μια υπόνοια παραδοσιακής υφής.
Πάνω λοιπόν από κάθε είδος ηχητικής επεξεργασίας και τεχνικής, ο συνθέτης οφείλει να γνωρίζει σε βάθος το ποιόν της παραδοσιακής μουσικής που επιλέγει να χρησιμοποιηθεί στο έργο του, έχοντας ως στόχο τη γνώση του χαρακτήρα, της κοινωνικής λειτουργίας και την αίσθηση τελετουργίας της μουσικής αυτής.Στη σύγχρονη Ελλάδα είχαμε τη χαρά να βιώσουμε ζωντανά ένα λαμπρό παράδειγμα αυτής της δημιουργικής μείξης με την όπερα Φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη (Νοέμβριος 2014, Μέγαρο Μουσικής, παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής), για την οποία ο συνθέτης επεξεργάστηκε μουσικό υλικό από την Κρήτη, τον Πόντο και τη Θράκη. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποίησε το παραδοσιακό υλικό από τη μνήμη και προσπάθησε να το ανασυντάξει μέσα από το συναίσθημα που έφτανε στον ίδιον ως χρώμα, παλμός και ενέργεια, σηματοδοτώντας, κατά τον ίδιο, «ένα βύθισμα στην ενστικτώδη και ασυνείδητη πλευρά της παράδοσης». Η Φόνισσα επομένως είναι μια περίπτωση όπου ο ακροατής αντιλαμβάνεται την παράδοση στα αδιόρατα αποτυπώματα που άφησε στο πέρασμά της, ενώ από την άλλη πλευρά γνωρίζουμε το έργο πολλών συνθετών, τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και παγκοσμίως, οι οποίοι τοποθετούν το υλικό στην πρωταρχική του μορφή, όπως για παράδειγμα μία αναγνωρίσιμη μελωδία ή έναν συγκεκριμένο ρυθμό, στοιχεία τα οποία ο ακροατής αναγνωρίζει άμεσα.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν αυτόν τον κώδικα που ονομάζεται παράδοση, υπάρχει περίπτωση να αντιμετωπίσουμε δυσκολίες ως προς το τελικό αποτέλεσμα της δημιουργίας μας; Ποιες είναι ουσιαστικά οι προκλήσεις μιας τέτοιας επιλογής; Η κύρια σκέψη κινείται όχι μόνο γύρω από το θέμα της αίσθησης, αλλά και της εμπειρίας, το με ποιον δηλαδή τρόπο ο σύγχρονος συνθέτης, όντας συνήθως μέρος ενός Δυτικού και αστικού κοινωνικού συνόλου, θα μπορέσει να διεισδύσει στην ουσιαστική κατανόηση της λειτουργίας αυτών των μουσικών, οι οποίες κατά κύριο λόγο έχουν δημιουργηθεί για κάποιον συγκεκριμένο τοπικό και λειτουργικό σκοπό. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Μπέλα Μπάρτοκ (1881-1945), ενός από τους μεγαλύτερους Ούγγρους συνθέτες του περασμένου αιώνα, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για το θέμα που μας απασχολεί εδώ· το 1931, στο άρθρο του «The Influence of Peasant Music on Modern Music» εξέφρασε πως οι επιρροές της παραδοσιακής μουσικής δεν θα μπορούσαν να έχουν βάθος και μονιμότητα, εάν ο δημιουργός δεν τη μελετήσει στον τόπο όπου αυτή η μουσική γεννήθηκε, κατανοώντας έτσι πιο ουσιαστικά τη σημασία της στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Κατά την άποψη αυτή, ίσως λοιπόν ο συνθέτης να οφείλει να επενδύσει χρονικά και πρακτικά σε μια τέτοια εμπειρία, ώστε να αποδώσει με μεγαλύτερη αξιοπιστία το τοπικό ύφος της μουσικής που έχει επιλέξει να χρησιμοποιήσει στο δικό του έργο. Από την άλλη πλευρά, όμως, και σύμφωνα με την προαναφερθείσα δημιουργική διαδικασία του Κουμεντάκη πάνω στη Φόνισσα, είναι πιθανό ο συνθέτης να κερδίζει μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία με το να αντλεί το υλικό του κυρίως από την ηχητική εντύπωση και το συναίσθημα που αυτό του αφήνει, υιοθετώντας έτσι μία ίσως περισσότερο αποστασιοποιημένη προσέγγιση πάνω στο αυτούσιο παραδοσιακό έργο, αλλά παράλληλα κερδίζοντας έτσι μια πιο σύγχρονη και προσωπική οπτική επί του θέματος. Ένας, για παράδειγμα, συνθέτης που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει υλικό από τα μοιρολόγια της Ηπείρου, έχει τη δυνατότητα να επισκεφτεί τα διάφορα χωριά και να απορροφήσει εμπράκτως την τοπική ατμόσφαιρα προς όφελος του καλλιτεχνικού του σκοπού. Στην περίπτωση, όμως, που αποφασίσει να μείνει τοπικά αποστασιοποιημένος, πιθανόν να έχει ακόμη τη δυνατότητα να αποδώσει με ουσία την αίσθηση της μουσικής αυτής, για τον απλό λόγο ότι τα ακούσματα αυτά στηρίζονται αποκλειστικά πάνω σε μια ιδέα καθολική, η οποία δεν γνωρίζει γεωγραφικά όρια και συγκεκριμένες παραδόσεις, δηλαδή την απώλεια.
Πάνω λοιπόν από κάθε είδος ηχητικής επεξεργασίας και τεχνικής, ο συνθέτης οφείλει να γνωρίζει σε βάθος το ποιόν της παραδοσιακής μουσικής που επιλέγει να χρησιμοποιηθεί στο έργο του, έχοντας ως στόχο τη γνώση του χαρακτήρα, της κοινωνικής λειτουργίας και την αίσθηση τελετουργίας της μουσικής αυτής. Κρατώντας γερά τούτη την πολιτιστική ευθύνη, η παράδοση ίσως έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει με γνησιότητα μέσω του υπέροχου φαινομένου που ονομάζεται σύγχρονη κλασική μουσική.
Ο συνθέτης Δημήτρης Σκύλλας (γενν. 1987), ο οποίος ζει μόνιμα στο Λονδίνο, θα συμμετάσχει στο διήμερο συνέδριο «Σύνθεση και η Μεσόγειος: νέα μουσική χωρητικότητα, νέες χρονικότητες», που θα διεξαχθεί στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, στις 18-19 Φεβρουαρίου 2015, με την εισήγηση «Σύγχρονες σκέψεις πάνω στο ηπειρωτικό μοιρολόι», ενώ το έργο του Grief Gestures θα συμπεριληφθεί στη συναυλία του Kyklos Ensemble που θα κλείσει το συνέδριο. Για περισσότερες πληροφορίες, πατήστε εδώ.
Εικαστικό: ατελιέ diastixo.gr ©
Φωτογραφία: Αλεξάνδρα-Ζωή Γεωργίου
Φωτογραφία: Αλεξάνδρα-Ζωή Γεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου