Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

Thorvald Steen: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 


Ο Νορβηγός συγγραφέας Τούρβαλντ Στεν (γενν. 1954) έχει στο ενεργητικό του βιβλία που έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες κι έχουν αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις, τόσο στη Νορβηγία όσο και σε άλλες χώρες. Το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο Dobloug της Σουηδικής Ακαδημίας για το σύνολο του έργου του. Το μυθιστόρημά του Η λευκή καλύβα, που συμπεριλήφθηκε στη μακρά λίστα των Λογοτεχνικών Βραβείων του Δουβλίνου το 2023, κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση της Βίκυς Πορφυρίδου. Ο συγγραφέας συζητά μαζί μας για το βιβλίο του και για τη λογοτεχνία σε κάθε επίπεδο.

Το μυθιστόρημά σας Η λευκή καλύβα  κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά. Αν έπρεπε να συστήσετε εσείς το βιβλίο στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, τι θα λέγατε για την «καρδιά» του έργου ως δημιουργός του;

Η «καρδιά» του μυθιστορήματος είναι η ντροπή. Σχεδόν όλες οι οικογένειες έχουν τα μυστικά τους. Είμαι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι λόγω μιας κληρονομικής, σοβαρής μυϊκής νόσου. Πάντα άκουγα ότι η μητέρα μου ήταν μοναχοπαίδι. Λίγο πριν κλείσω τα εξήντα, μου τηλεφώνησε μια γυναίκα που ισχυριζόταν ότι ήταν ξαδέρφη μου. Μου είπε ότι είχα έναν θείο από την πλευρά της μητέρας μου, για τον οποίο φυσικά δεν είχα ακούσει ποτέ, και έναν παππού, που και οι δύο είχαν την ασθένειά μου.

Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος έρχεται αντιμέτωπος με τη δική του προσωπική ιστορία που δεν γνώριζε· με το είδος της αλήθειας που μπορεί να λυτρώσει ή να στοιχειώσει. Πώς προέκυψε αυτή η ιστορία;

Αυτό που πυροδότησε το εν λόγω μυθιστόρημα ήταν αναμφίβολα το τηλεφώνημα που δέχτηκα από την εξαδέλφη μου. Ήμουν περίεργος. Ήθελα να ανακρίνω τη μητέρα μου, η οποία κουβαλούσε αυτό το οικογενειακό μυστικό για σχεδόν εξήντα χρόνια. Έπρεπε να ακούσω την εξήγησή της.

Δεν είχα ιδέα ότι θα γίνω συγγραφέας, μέχρι που άρχισα να διαβάζω ποίηση σε ηλικία 27 ετών.

Πώς και πότε ξέρετε ότι μια ιστορία είναι δυνατή; Τη στιγμή που συλλαμβάνετε την ιδέα, όταν την ξεδιπλώνετε στο χαρτί ή όταν τη βλέπετε από απόσταση αφού ολοκληρωθεί;

Είτε πρόκειται για διήγημα, είτε για θεατρικό έργο και ειδικά όταν πρόκειται για μυθιστόρημα, πρέπει να ελέγξω αν η ιστορία είναι αρκετά καλή γράφοντας πρώτα αυτό που θεωρώ ως ένα πρόχειρο προσχέδιο σε ένα φύλλο Α4. Συνήθως, μου παίρνει μισό χρόνο για να το δημιουργήσω. Δεν σημαίνει ότι το ακολουθώ δουλικά, αλλά αυτό το φύλλο είναι προϋπόθεση για να εξετάσω αν το υλικό είναι αρκετά καλό ή αρκετά δυνατό – ότι αντέχει. Όταν το στήνω, ελέγχω επίσης αν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί και αν το μυθιστόρημα απαιτεί πολλή ή λίγη έρευνα. Ποτέ δεν ξέρω ποιες σκέψεις και ιδέες μπορεί να μου έρθουν στο μυαλό, αλλά τις χρησιμοποιώ όλες για να ελέγξω αν το κράμα ή το υλικό είναι αρκετά καλό. Έρευνα και σκέψη... Το περίεργο με τον εγκέφαλο είναι ότι ενώ είσαι απασχολημένος με κάτι εντελώς διαφορετικό, ξαφνικά είναι σαν κάποιος στο αρχείο, στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, να εργάζεται και να ανακαλύπτει κρυμμένο υλικό, πράγμα που με εκπλήσσει. Και: Πάντα επιβάλλω στον εαυτό μου ότι κάθε νέο έργο μου είναι μία ιστορία που μόνο εγώ μπορώ να πω.

Έχετε μια τριακονταετή πορεία στη λογοτεχνική σκηνή: πεζογραφία, ποίηση, δοκίμια, παιδικά βιβλία. Θυμάστε τη στιγμή που καταλάβατε ότι θα γίνετε συγγραφέας;

Ήταν μια μακρά διαδικασία. Δεν είχα ιδέα ότι θα γίνω συγγραφέας, μέχρι που άρχισα να διαβάζω ποίηση σε ηλικία 27 ετών. Η ποίηση με οδήγησε να θέλω να διαβάσω περισσότερη ποίηση. Ήρθε ξαφνικά. Με εξέπληξε η φιλοδοξία των ποιητών, καθώς προσπαθούσαν να περιγράψουν αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί με λέξεις. Έτσι, πυροδοτήθηκε ο ενθουσιασμός. Το 1992 καθιερώθηκα ως ποιητής με το Ilden («Φωτιά»). Εκείνη την εποχή δεν είχα ιδέα ότι θα γινόμουν πεζογράφος, αλλά το 1989, όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, ξεκίνησα το πρώτο μου πεζογραφικό έργο, ένα μυθιστόρημα για τον Δαρβίνο, καθώς ήταν ήρωας και στο Δυτικό και στο Ανατολικό κομμάτι. Πήγα στην Αργεντινή για μισό χρόνο, κάνοντας έρευνα για το μυθιστόρημα Don Carlos. Το Don Carlos εκδόθηκε το 1993 και έγινε διεθνής επιτυχία, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να εδραιώσω την καριέρα μου. Σε ηλικία 35 ετών, συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο να ζήσω από το γράψιμο.

Η ενασχόλησή σας με διαφορετικά λογοτεχνικά είδη ήταν ένα είδος συγγραφικής πρόκλησης για εσάς ή μια διαδικασία που απλώς κυλούσε αβίαστα; Και τι αντιπροσωπεύει το κάθε είδος για εσάς;

Δεν είχα την παρόρμηση να γράψω διαφορετικά είδη. Το κυρίαρχο ήταν να γράφω σύμφωνα με τη λογοτεχνική μου ανάγκη – να εκφράζω αυτό που θέλω να εκφράσω. Ξεκίνησα με το πιο αυστηρό από όλα τα είδη, αλλά ήταν μια απίστευτη εμπειρία το να γράψω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Το να γράφω μυθιστορήματα είναι για μένα η μεγαλύτερη ελευθερία. Το μυθιστόρημα είναι ένα «κάθαρμα» που περιέχει όλα τα λογοτεχνικά είδη – διαλόγους, στοιχεία διηγήματος, ποίηση. Στο μυθιστόρημα αναζητώ την ελευθερία της μυθοπλασίας, στο δοκίμιο υπάρχει η ελευθερία της μη μυθοπλασίας. Αυτά είναι τα δύο είδη με τα οποία ασχολούμαι περισσότερο αυτή τη στιγμή.

Έχουμε τη μεγάλη ευθύνη να γράφουμε όσο καλύτερα μπορούμε.

Έχετε εργαστεί για τη λογοτεχνία και την ελευθερία της έκφρασης όχι μόνο ως συγγραφέας, αλλά και υπηρετώντας σε διάφορους φορείς που την προωθούν. Υπάρχουν πράγματα που σας ανησυχούν ή, αντίθετα, σας ενθουσιάζουν στη λογοτεχνία σήμερα;

Όταν ήμουν νέος, με ενδιέφερε να εργαστώ σε διεθνές επίπεδο. Από νωρίς άρχισα να γράφω για συναδέλφους, εκδότες και δημοσιογράφους που υποβλήθηκαν σε διάφορα είδη κακοποίησης. Από αυτή την άποψη έχω συνεργαστεί ιδιαίτερα με την Τουρκία. Υπήρξα επίσης πρόεδρος της Ένωσης Νορβηγών Συγγραφέων και δραστηριοποιήθηκα στην οργάνωση PEN τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Σήμερα επίσημα δεν κατέχω κανένα αξίωμα, αλλά εξακολουθώ να εργάζομαι για την ελευθερία του λόγου. Δυστυχώς, σε πολλές χώρες υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που εκτίθενται σε λογοκρισία και καταπίεση, αλλά με συναρπάζει το πόσο απίστευτα γενναίοι είναι πολλοί από αυτούς –εκδότες και συγγραφείς– που μάχονται γι’ αυτή την υπόθεση. Όταν ασχολείσαι με την ελευθερία της έκφρασης σε μια άλλη χώρα, εξοικειώνεσαι επίσης με ασυνήθιστα συναρπαστικές γραφές. Σε αυτόν τον τομέα μάλλον έχω επηρεάσει τη Νορβηγία, προσκαλώντας συγγραφείς στη χώρα μας, δίνοντας στους αναγνώστες μας την ευκαιρία να γνωρίσουν ξένη λογοτεχνία που διαφορετικά θα έμενε για μας στη σκιά. Το ενδιαφέρον με τη νορβηγική λογοτεχνία είναι το απίστευτο εύρος που έχουμε λόγω των πολλών συστημάτων οικονομικής υποστήριξης που διαθέτουμε, όπως για παράδειγμα τα προγράμματα «The Library Remuneration» και «The State Purchasing Program for Contemporary Norwegian Fiction and Non-Fiction». Αυτά τα προγράμματα διευκολύνουν τους εκδότες να προσελκύσουν πολύ καλά έργα, ακόμη και ανάμεσα στα λιγότερο ελκυστικά από εμπορικής άποψης. Το ότι τα λογοτεχνικά έργα δεν υπόκεινται πάντα στις δυνάμεις της αγοράς αποτελεί από μόνο του μέρος της ελευθερίας της έκφρασης.

Έχετε σκεφτεί ποτέ ότι γράφουμε περισσότερη λογοτεχνία από ό,τι διαβάζουμε; Ή πιστεύετε ότι αυτό δεν έχει σημασία ούτως ή άλλως και κάθε έργο εξυπηρετεί τον δικό του ξεχωριστό σκοπό;

Διαφορετικοί άνθρωποι διαβάζουν διαφορετική λογοτεχνία. Αλλά το πιο σημαντικό είναι, πιστεύω, ότι έχουμε τη μεγάλη ευθύνη να γράφουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Η ανάπτυξη ενός λογοτεχνικού έργου απαιτεί υπομονή και μεγάλη προσοχή τόσο από τον εκδότη όσο και από τον συγγραφέα. Πρέπει να υποβάλλεις τη γραφή σε ενδελεχή εκδοτική δουλειά. Σε πολλά μέρη στον κόσμο, οι εκδότες δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να εκδώσουν, με αποτέλεσμα πολλά βιβλία να είναι προϊόν αυτοέκδοσης. Μέχρι στιγμής στη Νορβηγία είμαστε προνομιούχοι από αυτή την άποψη. Ο συνδυασμός δημόσιων επιδοτήσεων και ιδιωτικού κεφαλαίου φροντίζει ώστε ο εκδοτικός κλάδος στη χώρα μας να είναι αρκετά ευρύς. Υπάρχουν μέρη στον κόσμο όπου ο εκδοτικός κόσμος δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά. Ωστόσο, το πιο κρίσιμο είναι να υπάρχουν έμπειροι συνάδελφοι ή εκδότες ή άλλοι που να είναι κριτικοί αναγνώστες. Όποιος συγγραφέας δεν επιτρέπει στους άλλους να διαβάζουν, να κάνουν κριτικά/επικριτικά σχόλια, να συγκρίνουν, είναι καταστροφή για τη λογοτεχνία. Η απάντηση λοιπόν είναι: Ναι, μπορεί να είναι υπερβολική η λογοτεχνία, αν ο συγγραφέας και ο εκδότης δεν υποβάλλουν το έργο σε μια κρίσιμη συνεχή εξέταση πριν από τη δημοσίευσή του – είτε εκδίδεται ως βιβλίο είτε δημοσιεύεται στο διαδίκτυο.

Πότε είστε έτοιμος να γράψετε ένα νέο βιβλίο; Όταν ανάβει η σπίθα της ιστορίας, όταν όλα αποκρυσταλλώνονται; Πώς λειτουργεί για εσάς;

Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα: Μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος Η λευκή καλύβα  στη Νορβηγία πριν από επτά χρόνια, άρχισαν να αναπτύσσονται διάφορες σκέψεις μέσα μου. Τι ήξερε ο πατέρας μου; Τι γινόταν μ’ αυτόν, ενώ η μητέρα μου επέμενε να κρατήσει μυστική την οικογενειακή της ιστορία; Άλλωστε, είναι συνυπεύθυνος για τα ψέματά της. Τι ήξερε; Τι δεν ήξερε; Και τι ρόλο έπαιξε σε όλα αυτά; Με τον καιρό, αυτές οι σκέψεις ωρίμασαν μέσα μου. Όταν ξεκινάω μια νέα δουλειά, πρέπει να καταλάβω γιατί αξίζει να γίνει, για παράδειγμα, μυθιστόρημα. Στη φάση που βρίσκομαι αυτή τη στιγμή, έχω γράψει το φύλλο Α4, αλλά δεν έχω προχωρήσει πολύ ακόμα. Συνεχίζω να δοκιμάζω πώς θα πάει η ιστορία. Και μετά θα δούμε – όταν θα αρχίσουν να ανταποκρίνονται οι στενοί κριτικοί αναγνώστες μου.

 

Η λευκή καλύβα
Τούρβαλντ Στεν
μετάφραση: Βίκυ Πορφυρίδου
Βακχικόν
188 σελ.
ISBN 978-618-231-046-5
Τιμή €13,78


https://diastixo.gr/sinentefxeis/xenoi/22663-thorvald-steen-sinentefxi


https://diastixo.gr/  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου