Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Gabriel García Márquez: «Τα λέμε τον Αύγουστο»

 


«Ο άνδρας των είκοσι δολαρίων, του οποίου η ανάμνηση την πίκραινε, της είχε ανοίξει τα μάτια στην αλήθεια του γάμου της, που μέχρι τότε συντηρούνταν από μια συγκαταβατική ευτυχία που απέφευγε τις αποκλείσεις για να μη σκοντάψει πάνω τους, όπως κρύβει κανείς τα σκουπίδια κάτω από το χαλί». (σελ. 80-81)

Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, 17 Απριλίου 2014, κυκλοφόρησε το τελευταίο και ανέκδοτο βιβλίο του, Τα λέμε τον Αύγουστο. Ο ίδιος πίστευε, όντας εν ζωή, πως το βιβλίο δεν είχε ενδιαφέρον, κάτι το οποίο μένει να αποδειχτεί από την αποδοχή του πιστού αναγνωστικού του κοινού.

Η ηρωίδα του, Άνα Μαγκνταλένα Μπαχ, σαράντα έξι χρόνων, μητέρα δύο ενήλικων παιδιών, είναι παντρεμένη είκοσι επτά χρόνια με τον Ντομένικο, διευθυντή ορχήστρας. Τώρα, αποφασίζει κάθε 16 Αυγούστου να παίρνει το φέριμποτ και να πηγαίνει στο απέναντι νησάκι της Καραϊβικής, για να αφήσει τα αγαπημένα λουλούδια της μητέρας της –γλαδιόλες– στο μνήμα της, να κάτσει για λίγο κοντά της και να της πει τα νέα.

Κι ενώ η Άνα ξεκινά με μόνο αυτή τη σκέψη στο μυαλό της, τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά· εκείνο το βράδυ, βρίσκεται στο δωμάτιό της με τον κύριο που ήταν κι αυτός μόνος στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Η έκπληξη ήρθε το πρωί, όταν ξύπνησε μόνη στο δωμάτιο βρίσκοντας πάνω στο βιβλίο της ένα εικοσαδόλαρο. Η Άνα πήγε άλλες τέσσερις φορές στο νησί απέναντι και ξαφνιαζόταν από αυτό το απρογραμμάτιστο στο οποίο κάθε φορά ενέδιδε, έχοντάς το πλέον στο μυαλό της την ώρα που έφευγε από το σπίτι της και ελπίζοντας κάθε φορά να συμβεί. Όμως, κάθε φορά που γυρνούσε σπίτι, άλλοτε ταπεινωμένη, άλλοτε τρομοκρατημένη από αυτό που είχε συμβεί ή μπορούσε να συμβεί, κάθε φορά ανακάλυπτε κάτι νέο για τον εαυτό της και για τη σχέση της με τον άντρα της, βλέποντας τα κενά τής τόσο καλά τακτοποιημένης συζυγικής και οικογενειακής ζωής της.

Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια, όσες και οι επισκέψεις της ηρωίδας στο νησί. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο «Γκάμπο», μετρ της γραφής, μέσα από ένα μικρό σε έκταση μυθιστόρημα καταφέρνει με την απλότητα στην έκφραση που χαρακτηρίζει το ύφος του να ορθώνει πανύψηλα, αποκαλυπτικά κύματα της ανθρώπινης ψυχής. Ευρηματικός στις παραλλαγές του θέματός του, του έρωτα στην ώριμη ηλικία και του απολογισμού της ζωής που έρχεται συγχρόνως, αποκαλύπτει τα όρια και τους περιορισμούς που εξαφανίζονται όταν η εκατέρωθεν ανωνυμία προστατεύει τους πρωταγωνιστές. Η ηρωίδα του με ασπίδα την ανωνυμία τολμά και μόνο τότε γνωρίζει τον εαυτό της. Έρχεται αντιμέτωπη με μια άλλη πραγματικότητα. Αυτήν που δεν είναι καλυμμένη από τα «πρέπει» της κοινωνικής και οικογενειακής συνθήκης στην οποία ζει.

Ο «Γκάμπο», ως εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, παρουσιάζει κάτι το αλλόκοτο και ασυνήθιστο σαν καθημερινό και με την ηπιότητα της αφήγησής του εκφράζει όλη την γκάμα των συναισθημάτων των ηρώων του.

Είναι γραμμένο για τον έρωτα που κάθε στιγμή της ζωής αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα μας αποκαλύπτει τον εαυτό μας, ιδιαίτερα όταν κάποια χρόνια βαρύνουν στις πλάτες μας.

Ο πιστός του αναγνώστης στέκει με συγκίνηση σε κάθε σελίδα του βιβλίου γνωρίζοντας ότι είναι οι τελευταίες σελίδες γραφής ενός συγγραφέα, που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, και στο γεγονός πως το γράφει ενώ βιώνει τη σταδιακή απώλειας της μνήμης του. Θυμάται ο αναγνώστης τη δύναμη της γραφής του Μάρκες, λόγου χάρη στο Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου,τη συγκίνηση που του είχε προκαλέσει η ανάγνωση του βιβλίου αυτού, όπου ενώ ήξερε από τις πρώτες αράδες το τετελεσμένο και αμετάκλητο γεγονός, ωστόσο σε κάθε σελίδα ένιωθε την αγωνία για τα διαδραματιζόμενα ελπίζοντας μέχρι την τελευταία σελίδα ότι τελικά δεν θα γινόταν η δολοφονία.

Και τώρα, με την ίδια τέχνη γεννά ολοζώντανες εικόνες και προκαλεί συναισθηματικό πλούτο στον αναγνώστη, δείχνοντάς του τον πλούτο του δικού του εσωτερικού κόσμου, που απλώνει στα βιβλία του. Εντυπωσιάζει και γοητεύει με τις περιγραφές του, την παρατηρητικότητά του και τη διεισδυτικότητα της ματιάς του στα έγκατα των σκέψεων της πρωταγωνίστριας. Είναι αξιοπρόσεκτο πώς στις σελίδες ενός μικρού βιβλίου χώρεσαν οι ζωές και τα πάθη τόσων ανθρώπων.

Παράλληλα, μουσική και βιβλία διατρέχουν τις σελίδες χαρίζοντας μέρος από τη μουσικότητά τους στην αφήγηση. Ακόμα και το όνομα της ηρωίδας του είναι μια μελωδία, με υπογραφή Μπαχ! Η μουσική πλανάται σαν υπόκρουση των γεγονότων και συγχέεται με τον ήχο των σελίδων των βιβλίων, που ο συγγραφέας μέσα από την πρωταγωνίστριά του προτείνει στον αναγνώστη. Πάθος, πάθη, λάθη, όπως ακριβώς είναι η ζωή. Έτσι και η Άνα, μια φορά τον χρόνο χάνει τον εαυτό της και βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν άλλον, άγνωστο εαυτό που κρύβει μέσα της, καταπιεσμένο, φοβισμένο από τις αλήθειες που βγαίνουν στην επιφάνεια και τον χρόνο που έχει ήδη περάσει από τη ζωή της. Συγχρόνως, ανακαλύπτει και την ανάγκη της να είναι, κάπου κάπου, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Όμως, ο χρόνος τα αποκαλύπτει όλα. Αποκαλύπτει και το γιατί η μητέρα της θέλησε να ταφεί στο νησί. Μακριά από την οικογένειά της. Κανείς δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό το νησί για την ίδια.

Ωστόσο, μια σκέψη την απασχολεί ιδιαίτερα. Θα καταφέρει άραγε να ξανασυναντήσει εκείνον τον άγνωστο που την ταπείνωσε τόσο, αφήνοντάς της είκοσι δολάρια; Τα είχε κρατήσει στο πορτοφόλι της για να του τα πετάξει στα μούτρα. Η ίδια εκείνο το βράδυ είχε παραδοθεί στον έρωτα και εκείνος είχε πληρώσει τον έρωτα. Αυτή την ταπείνωση δεν τη δεχόταν.

Προς το τέλος του βιβλίου, στο «Σημείωμα του επιμελητή», είναι συγκινητικός και ο σεβασμός του επιμελητή Κριστόμπαλ Πέρα, ο οποίος συνδέει τα στοιχεία για να αποδώσει όσο πιο πιστά μπορεί το τελευταίο έργο ενός μοναδικού συγγραφέα. Ο επιμελητής εντοπίζει κάποιες ελλείψεις, οι οποίες όμως δεν αφαιρούν τα χαρίσματα από τη γραφή του «Γκάμπο». Το μυθιστόρημα Τα λέμε τον Αύγουστο  είναι γραμμένο για τον έρωτα που κάθε στιγμή της ζωής αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα μας αποκαλύπτει τον εαυτό μας, ιδιαίτερα όταν κάποια χρόνια βαρύνουν στις πλάτες μας.

«Στα μυθιστορήματά μου δεν υπάρχει ούτε μια αράδα που να μη βασίζεται στην πραγματικότητα», μας δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας (σελ. 148), κάτι το οποίο συναντά ο αναγνώστης στο σύνολο του έργου του. Ιδίως στο μυθιστόρημα αυτό, το οποίο ο αναγνώστης εισπράττει και σαν τον αποχαιρετισμό του «Γκάμπο».

Ένα επιπλέον στοιχείο της αναγνωστικής ομορφιάς αυτού του βιβλίου είναι η εξαιρετική μετάφραση της Δέσποινας Δρακάκη, η οποία μεσολαβεί μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα χωρίς να παρεμβαίνει, τους ενώνει χωρίς να αλλοιώνει τη σχέση τους. Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε πανέμορφη έκδοση με σκληρό εξώφυλλο από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.

 

Τα λέμε τον Αύγουστο
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
μετάφραση: Δέσποινα Δρακάκη
Ψυχογιός
160 σελ.
ISBN 978-618-01-5523-5
Τιμή €22,20

Τούλα Ρεπαπή,  κριτικός λογοτεχνίας


https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/22641-ta-leme-ton-augousto


https://diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου