Ο Βασίλης Κατσικονούρης έχει γράψει τα θεατρικά έργα Το Γάλα, Καλιφόρνια Ντρίμιν, Εντελώς Αναξιοπρεπές,Το μπουφάν της Χάρλεϊ, Οι Αγνοούμενοι, Πήρε τη ζωή της στα χέρια της, Καγκουρό. Τα έργα του έχουν παιχτεί στην Ελλάδα (Εθνικό Θέατρο, Θέατρο «Δημήτρης Χορν», Στοά, Μεταξουργείο, Ελληνικός Κόσμος κ.ά.), στην Κύπρο (Θ.Ο.Κ., Θέατρο Διόνυσος και αλλού), στο Βελιγράδι (Belgrade Drama Theatre), στη Βαρσοβία (Θέατρο Kamienica) και στη Γερμανία (Φεστιβάλ Βισμπάντεν). Έργα του έχουν τιμηθεί με κρατικά βραβεία από το Υπουργείο Πολιτισμού, στο διεθνή διαγωνισμό του Ιδρύματος Ωνάση και με βραβεία κοινού από το περιοδικό «Αθηνόραμα». Έχει γράψει δύο μυθιστορήματα: Μπαμπούσκα (εκδ. Κέδρος 2012) καιΝτίντλο, το σωματίδιο του χρόνου (εκδ. Γαβριηλίδης 2014).
Έχει γράψει επίσης και το σενάριο για τη μεταφορά του έργου του Το Γάλα στον κινηματογράφο (σκηνοθ. Γ. Σιούγα 2011). Το 2013 σκηνοθέτησε το μονόλογο Το Θέαμα του John Clancy στο Θέατρο Σημείο και το 2016 τους μονόλογους του Ιάκωβου Καμπανέλλη Ένας Πανηγυρικός και ένας Επικήδειος στο Θέατρο Αλεξάνδρεια. Αυτό τον καιρό σκηνοθετεί το έργο του Καγκουρό, το οποίο, μετά τις παραστάσεις του στο Εθνικό Θέατρο πέρυσι, παρουσιάζεται σε νέο ανέβασμα στο Θέατρο Σταθμός από τον Οκτώβριο του 2016. Ζει στην Αθήνα, όπου και εργάζεται ως καθηγητής αγγλικής γλώσσας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Μίλησε στο diastixo.gr με αφορμή το βιβλίο του Η ρωγμή των 7:45 μ.μ. που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφούν οι ιστορίες του βιβλίου Η ρωγμή των 7:45 μ.μ.;
Οι αφορμές έρχονται από την καθημερινότητα. Η αιτία όμως βρίσκεται στην ανάγκη για υπέρβαση αυτής της καθημερινότητας.
Έχει ενδιαφέρον να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από έναν καθρέφτη, παραμορφωτικό, σπασμένο, με ρωγμές;
Έχει ενδιαφέρον μέσα από ένα ξεκάθαρο καθρέφτη να βλέπουμε τον εαυτό μας σπασμένο, με τις παραμορφώσεις και τα ραγίσματά του. Κι ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον έχει το να βλέπουμε μέσα από τον καθρέφτη. Ίσως εκεί, στη χώρα των θαυμάτων, να υπάρχει η μορφή μας, αχαράκωτη ακόμα, πριν τις παραμορφώσεις, έτσι, σαν ένα θαύμα κι αυτή. Ή έστω δυνατότητα θαύματος.
Μέσα από τη γραφή μάς διηγείστε τα παιδικά σας χρόνια και παράλληλα την αγωνία για το πού αυτά τα παιδιά (οι συμμαθητές σας)να βρίσκονται σήμερα και πώς να ζουν. Γιατί νοσταλγούμε με αγάπη το παρελθόν;
Γιατί το παρελθόν είναι το μόνο ακίνητο που μπορούμε να έχουμε στο ρεύμα του χρόνου. Εκεί χτίζουμε το μικρό του αυθαίρετο ο καθένας και μάλιστα χωρίς να πληρώνουμε για τη νομιμοποίησή του (και φυσικά ούτε και ΕΝΦΙΑ). Κάποια στιγμή βέβαια το ρεύμα θα ξεχειλίσει και θα παρασύρει το σπίτι, μαζί κι εμάς που κατοικούσαμε εκεί μέσα.
Αναφέρεστε στην καθημερινότητα της ζωής. Πώς περνά, όμως την καθημερινή ρουτίνα ο συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης;
Καταγράφοντας αυτήν τη ρουτίνα, κι αν δεν μου ταιριάζει, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν: την ξαναγράφω.
«Τα καλοριφέρ δεν ζεσταίνουν, τρέχουν τα νερά τους στο πάτωμα. Η τάξη είναι σαν σκηνικό Ταρκόφσκι...». Πώς μπορεί με τέτοιες συνθήκες που περιγράφετε να κάνει μάθημα ένας εκπαιδευτικός;
Η βασική συνθήκη στην εκπαιδευτική πράξη είναι η σχέση μεταξύ του δασκάλου και του μαθητή. Όταν αυτή επιτυγχάνεται, τότε και ντουβάρια να πέφτουν γύρω δεν πειράζει. Καλό είναι βέβαια πάντα να υπάρχει και κάποια θέρμανση...
Υπάρχει όμως ένας ζεστός ήλιος. Το χαμόγελο των μαθητών. Είναι αληθινό το γεγονός που γράφετε στην ιστορία με τον τίτλο «Βάθης»;
Είναι μίξη δύο αληθινών περιστατικών. Τώρα πώς πήγανε και μπερδευτήκανε μεταξύ τους, δεν το ξέρω. Στο δωμάτιο της μνήμης υπάρχει πάντα τρομερή ακαταστασία.
Η ρωγμή των 7:45 μ.μ. Και άλλες ιστορίες Βασίλης Κατσικονούρης Καστανιώτης 112 σελ. ISBN 978-960-03-6040-0 Τιμή: €9,54 |
Στο διήγημα «Μητσάρας» αναφέρεστε στον τραγουδιστή Δημήτρη Μητροπάνο. Γιατί θαυμάζετε τον λαϊκό βάρδο Μητροπάνο;
Γιατί η φωνή και τα τραγούδια του φέρουν το αίσθημα μιας ελληνικής βαριάς μελαγχολίας, τόσο περίκλειστης και τόσο κόντρα στο τουριστικό στερεότυπο της Ελλάδας, όπου κανείς τουρίστας ή έστω ξένος ερευνητής ποτέ δεν θα μπορούσε να εισχωρήσει.
Ανήκετε στη γενιά των συγγραφέων που γράφουν θέατρο, μυθιστορήματα αλλά και διηγήματα. Ποια είναι η συγγένεια μεταξύ τους;
Ότι τα θεατρικά μου έργα θα ήθελα και να διαβάζονται, τα δε πεζά μου και να παίζονται.
Στη σημερινή βαρβαρότητα, το θέατρο αντιστέκεται. Ποια είναι τα υλικά του που του δίνουν να αντέχει στις δύσκολες καταστάσεις;
Οι μεταφυσικές του ρίζες.
Παρά την οικονομική κρίση, οι τιμές των εισιτηρίων μειώθηκαν και οι νέοι γέμισαν τα θέατρα. Τι σημαίνει αυτό για εσάς;
Μεγαλύτερη ευθύνη. Γιατί ξέρω ότι ο πολιτισμός και η παιδεία είναι οι βασικές δυνάμεις ανάπτυξης και ανάκαμψης από την κρίση. Είναι η επένδυση που κάνουμε πρώτα εμείς στον εαυτό μας, για να έρθουν μετά και οι άλλοι να επενδύσουν σε εμάς.
Γράφετε για το θέατρο με επιτυχία. Πώς νιώθετε όταν σας συγκρίνουν με μεγάλους συγγραφείς όπως οι Μάτεσις, Μουρσελάς, Σκούρτης, Μανιώτης, Ποντίκας και Ευθυμιάδης;
Χαίρομαι γι’ αυτό. Οι άνθρωποι αυτοί θεμελίωσαν το σύγχρονο ελληνικό θέατρο και σε εποχές δύσκολες.
Ποια συμβουλή σας έδωσαν οι γονείς σας και την τηρείτε ακόμη;
Όπως όλοι οι γονείς της εποχής τους, μου έλεγαν να γίνω άνθρωπος χρήσιμος στην κοινωνία. Παλιομοδίτικο και γραφικό, αλλά έλα που το έχουμε ανάγκη τώρα. Δεν είμαι σίγουρος, πάντως, αν εννοούσαν να γίνω συγγραφέας...
Ποιο θεατρικό έργο, πέρα από τα δικά σας, είναι το πιο αγαπημένο σας;
«Βασιλιάς Λιρ», «Γυάλινος κόσμος», «Θάνατος του εμποράκου», «Μια συνάντηση κάπου αλλού» του Καμπανέλλη, «Η Κασέτα» της Λ. Αναγνωστάκη κ.ά.
Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Την τελευταία φράση από το διήγημα «Βάθης» στο βιβλίο Η ρωγμή των 7:45 μ.μ.: «...Και να μη μας ξεχνάς». Την απευθύνω σε όσους κάποτε κάτι απ’ ό,τι έχω φτιάξει μέχρι εδώ, κάπως, κάτι μέσα τους άγγιξε. Από τη μεριά τη δική μου, έχω να πω πως ό,τι γράφω το φτιάχνω με την αγωνία να τιμάει εκείνες τις στιγμές της επαφής μας. Περιμένω λοιπόν και από αυτούς να τιμούνε αυτές τις, λίγες ίσως, αλλά μοναδικές στιγμές συγκίνησης και επικοινωνίας μεταξύ μας. Άλλωστε, κι ο συγγραφέας ένας βαθιά μόνος του άνθρωπος είναι (ίσως άμα δεν ήταν δεν θα πήγαινε κιόλας να γίνει συγγραφέας)... Στην καλοσύνη των ξένων στηρίζεται, λοιπόν. Εκείνων των μακρινών αναγνωστών και θεατών. Ας μη με ξεχνάνε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου