- Αγάθη Γεωργιάδου
Διαβάζοντας τον τίτλο Ξεριζωμένος από τόπο μακρινό (Plucked in a Far-Off Land, 1970), ο αναγνώστης φαντάζεται ότι περιγράφει μια ιστορία γεμάτη νοσταλγία για την πατρίδα και πόνο για την απώλεια και την προσφυγιά· συναισθήματα και εικόνες, άλλωστε, οικείες σε όλους μας, είτε πρόκειται για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν βίαια από την Ανατολή, είτε για τους πρόσφυγες της Γάζας, της Συρίας, του Λιβάνου, είτε για τους εκτοπισμένους της Κύπρου μετά την τουρκική εισβολή του 1974.
Και πράγματι, το βιβλίο αναφέρεται στην Κύπρο, όχι όμως του ’74, αλλά πολύ νωρίτερα, στην Κύπρο του 1938, γραμμένο από την οπτική γωνία ενός Τουρκοκύπριου συγγραφέα, ποιητή, μεταφραστή και ζωγράφου, του Τανέρ Μπαϊμπάρς (1936-2010), ο οποίος γεννήθηκε στη Λευκωσία. Το 1954 αποφοίτησε από το σχολείο και κατατάχθηκε στη Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (RAF), ενώ από το 1955 ζούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σ’ αυτό το μοναδικό βιβλίο του σε πρόζα, ο συγγραφέας αφηγείται τα παιδικά του χρόνια στην Κύπρο μέσα από την παιδική οπτική γωνία. Αν και το έργο χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος «περιορισμένης αυτοβιογραφίας», καθώς αναφέρεται στα πρώτα έντεκα χρόνια της ζωής του συγγραφέα.
Χρονική αφετηρία του βιβλίου είναι το 1938, η χρονιά κατά την οποία πέθανε ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, και ο μικρός πρωταγωνιστής είναι μόλις δύο ετών. Είναι η περίοδος στην οποία οι δύο κοινότητες διατηρούσαν, σε γενικές γραμμές, ειρηνικές σχέσεις έως περίπου το 1948, οπότε άρχισαν να διαφαίνονται οι εχθρικές εντάσεις και ο εθνικισμός να αναδύεται στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Παρά τις ξεχωριστές εθνοτικές ταυτότητες, τις διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες και πολιτιστικές παραδόσεις, οι δύο κοινότητες είχαν καθημερινές κοινωνικές και εμπορικές σχέσεις. Πολλά χωριά και πόλεις ήταν μεικτές και οι άνθρωποι συνυπήρχαν και συχνά συνεργάζονταν σε γεωργικές και άλλες δραστηριότητες. Την εποχή αυτή η Κύπρος βρισκόταν υπό βρετανική αποικιακή διοίκηση (από το 1878 μέχρι το 1960) και οι κοινωνικές συνθήκες που περιγράφει ο Μπαϊμπάρς αντανακλούν το γενικότερο κλίμα: μια Κύπρο γενικά φτωχική, με μεγάλο μέρος του πληθυσμού της να εξαρτάται από τη γη και την κτηνοτροφία.
Ένα βιβλίο που συγκινεί με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια της αφήγησής του.
Παρ’ όλα αυτά, στόχος του συγγραφέα δεν είναι, κατά την άποψή μου, να αποτυπώσει τις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων, αλλά τον καθοριστικό τρόπο με τον οποίο τα παιδικά βιώματα επιδρούν στη μετέπειτα ζωή μας. Η απομάκρυνση από τις ρίζες μας αποτελεί έναν πικρό «ξεριζωμό», κι έτσι, έμμεσα, το βιβλίο αγγίζει τον πόνο όλων αυτών που έχουν εκδιωχθεί από την πατρίδα και τα σπίτια τους, ανεξαρτήτως εθνικής ταυτότητας. Είναι μια βιογραφία των παιδικών αναμνήσεων του Μπαϊμπάρς οργανωμένη σε τρία μέρη, αποτελούμενα από επτά «σύνολα εικόνων», όπως τα αποκαλεί, με βάση τα μέρη όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια, λόγω των μεταθέσεων του δασκάλου –και διευθυντή σχολείου– πατέρα του: τα πρώτα επτά χρόνια στη Βασιλεία, ένα ψαροχώρι κοντά στη Λάπηθο, στη βόρεια ακτή του νησιού· μετά στο χωριό Μιναρελίκιοϊ (Minareliköy), στις παρυφές της Μεσαορίας, κοντά στη Λευκωσία, την εποχή κατά την οποία μαινόταν ο πόλεμος στην Ευρώπη· και τελικά στην ίδια τη Λευκωσία, όπου ο μικρός ήρωας μεταμορφώνεται από αγροτόπαιδο σε παιδί της πόλης. Και τα τρία μέρη όπου έζησε ο ήρωας ήταν μεικτά, με ελληνική και τουρκική συνοικία. Ιδίως η Λάπηθος είχε σημαντική ελληνική κοινότητα και το Μιναρελίκιοϊ κατοικούνταν επίσης από Τούρκους και Έλληνες. Οι Έλληνες «γείτονες», οι ψαράδες, οι γιατροί, οι έμποροι κρασιού ή οι ακονιστές μαχαιριών, αναφέρονται πάντα ως κάτι μακρινό· ζουν κοντά αλλά όχι στην ίδια γειτονιά, στοιχείο που υπογραμμίζει τη γεωγραφική και την οικονομική τους απόσταση, αλλά και προβάλλει μια Κύπρο στην οποία οι δύο εθνότητες συμβιώνουν χωρίς αντιπαλότητα, σε πολιτισμική ώσμωση. Πάντως, οι τρεις αλλαγές τόπου που βιώνει ο ήρωας ισοδυναμούν με τρεις «ξεριζωμούς», οι οποίοι εμπλούτισαν τις εμπειρίες, εικόνες, αισθήσεις κι επαφές του με τους ανθρώπους. Κεντρικό σημείο αναφοράς όλων αυτών των μετατοπίσεων παραμένει ο τουρκοκυπριακός τομέας της Λευκωσίας, όπου η οικογένεια του αφηγητή περνούσε τις διακοπές και τις αργίες.
Ο Ξεριζωμένος από τόπο μακρινό είναι ένα βιβλίο που συγκινεί με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια της αφήγησής του. Προσωπικά με άγγιξε βαθιά, γυρίζοντάς με στα παιδικά μου χρόνια, καθώς, παρά τις τραγικές δεκαετίες που με χωρίζουν από τον αφηγηματικό χρόνο του βιβλίου –εισβολή, προσφυγιά, θάνατοι, εκτοπισμοί και αγνοούμενοι– η Κύπρος των ειρηνικών χρόνων παραμένει ίδια: είναι η Κύπρος της θάλασσας, των κάμπων, των χαρουπιών, του φρεσκοψημένου ψωμιού με χαλούμι και δροσερό καρπούζι, του μεσημεριανού παγωτατζή, των χρωμάτων και των αρωμάτων. Παρότι διακρίνεται καθαρά το τουρκικό στοιχείο στα ονόματα και στις ονομασίες, στους μιναρέδες, στα έθιμα και στις θρησκευτικές παραδόσεις, αυτό που κυρίως μετράει είναι η ανθρώπινη ψυχή, η οποία παραμένει ίδια ανεξαρτήτως εθνότητας, με τις ίδιες ανησυχίες, ίδιους καημούς, κοινά συναισθήματα και αισθήσεις.
Με επίκεντρο την οικογένεια του πρωταγωνιστή, ο Μπαϊμπάρς περιγράφει όλους τους ανθρώπους που σημάδεψαν την παιδική του ηλικία: τον αυστηρό πατέρα του, τη στοργική μητέρα του, τους φίλους και συγγενείς του (τον Ιμπραήμ, τον Μουσταφά, τη Λέιλα, τη Χουρία, τους θείους Φικρί, Μεχμέτ, Αχμέτ, Χασάν, τις θείες Σαντίγια, Γιλντίζ, την παραδουλεύτρα Χαντίγια κ.ά.). Δείχνει ένα μωσαϊκό ανθρώπων με αδυναμίες και πάθη, που όλοι συμβάλλουν στη διαμόρφωση του ψυχισμού του ήρωα. Ο Μπαϊμπάρς ζωντανεύει με ειλικρίνεια και διαύγεια τον περίγυρο του μικρού αφηγητή και όλων εκείνων που διαδραμάτισαν σημαντική θέση στη μετάβασή του από την παιδικότητα στην εφηβεία. Κυρίως όμως εξαίρει τη σημασία του χώρου και της ανθρωπογεωγραφίας ως καθοριστικού σημείου αναφοράς για κάθε άνθρωπο.
Όταν έφυγα, η Κύπρος ήταν μία, τώρα είναι διχασμένη. Δεν θέλω να έρθω να τη δω έτσι.
Η αφήγηση είναι κινηματογραφική, πρωτοπρόσωπη και εξομολογητική, με αυθεντική αθωότητα και παιδικότητα. Το γεγονός ότι το βιβλίο γράφτηκε πριν από την τραγωδία του 1974 δείχνει και την ανεπηρέαστη ματιά του συγγραφέα στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Όπως και στην ποίησή του (αλλά και του συμπατριώτη του, Μεχμέτ Γιασίν), οι νοσταλγικές αναμνήσεις από την Κύπρο των παιδικών του χρόνων διαποτίζουν το βιβλίο. Το φυσιολατρικό στοιχείο δεσπόζει επίσης, αναδεικνύοντας την έντονη ψυχική ανάγκη του συγγραφέα για επιστροφή στο μακρινό του σπίτι και στην παιδική γη, στην παιδική ανεμελιά και αθωότητα. Για τον συγγραφέα ο νόστος συνδέεται με τη σφοδρή επιθυμία του να ξαναβρεί τις ρίζες του και να προστατεύσει τις μνήμες του, που αποτελούν, όπως και κάθε ανθρώπου, την πραγματική εστίατου.
Όπως γνωρίζουμε, ο συγγραφέας, σύμφωνα με δήλωσή του στην τελευταία συνέντευξή του το 2009, δεν μπόρεσε να επιστρέψει ποτέ στην Κύπρο από τότε που έφυγε: «Όταν έφυγα, η Κύπρος ήταν μία, τώρα είναι διχασμένη. Δεν θέλω να έρθω να τη δω έτσι. […] Έπρεπε να είχα επιστρέψει νωρίτερα στην Κύπρο, ωστόσο η πολιτική κατάσταση το είχε κάνει αδύνατο και όταν ήμουν έτοιμος να επιστρέψω ήταν πολύ αργά». Έτσι, η έννοια του «ξεριζωμού» στο βιβλίο είναι και κυριολεκτική και μεταφορική και συμβολίζεται μέσω των αλλεπάλληλων μετακινήσεων της οικογένειας του πρωταγωνιστή, αλλά και των πολιτισμικών και προσωπικών εμπειριών που προκύπτουν από αυτές τις αλλαγές.
Σημαντικό όχημα για την ανάμνηση των γεγονότων της παιδικής ηλικίας του συγγραφέα είναι η αίσθηση της όσφρησης, που αποτελεί κεντρικό αφηγηματικό εργαλείο. Ο Μπαϊμπάρς ανακαλεί τη Λευκωσία και τα χωριά της Κύπρου μέσα από τις μυρωδιές της καθημερινής ζωής –το άρωμα του καπνού και του καφέ σε καταστήματα, τις μυρωδιές του φαγητού και των φυτών, ακόμη και την αλμύρα της θάλασσας από το χωριό της Λαπήθου– οι οποίες λειτουργούν ως φορείς της νοσταλγίας του για το παρελθόν και γέφυρα με την πατρίδα, μεταφέροντας τον αναγνώστη στον παράδεισο που ήταν τότε η Κύπρος γι’ αυτόν και συνδέοντας την οσφρητική μνήμη του με την έννοια της πολυπολιτισμικότητας που διαπνέει το βιβλίο.
Κλείνοντας, παραθέτω ένα απόσπασμα από το έβδομο σύνολο εικόνων, με τίτλο «Σκέψεις για τις εικόνες», το οποίο γράφεται από την ώριμη πια οπτική γωνία του συγγραφέα και στο οποίο υποδεικνύεται η θεμελιώδης σημασία των αισθήσεων στην ανάκληση των αναμνήσεων (σελ. 292-293):
Οι μέρες απομνημονεύονται μέσω διαφόρων οσμών, καθεμιά υποδείκνυε μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας ή ακόμα και μια συγκεκριμένη περίοδο του μήνα. Η μυρωδιά από αγγούρι και χαλούμι μέντας σηματοδοτούσε ένα δροσερό πρόγευμα στην σκιερή πλευρά. Μια πήλινη κατσαρόλα όπου σιγόβραζαν μπάμιες στιφάδο ή κόχλαζαν μαυρομάτικα φασόλια ήταν το μεσημεριανό γεύμα. Ούζο, πιατάκια με μεζέδες από τζατζίκι και ντομάτες, πεπόνι και ροδάκινα, ο καφές που ψηνόταν στην ξυλοφωτιά, ήταν το βραδινό γεύμα.
Με αυτό τον τρόπο ζουν οι εικόνες. Χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποιο γεγονός που να σημαίνει πολλά, αποκλειστικά για μένα και τίποτα, απολύτως τίποτα, για οποιονδήποτε άλλο. […] Όπως έχουν τα πράγματα, αναγκάζομαι να κλείσω τα μάτια μου ανοίγοντας το ψυγείο μέσα στο λονδρέζικο καλοκαίρι και να εισπνεύσω βαθιά και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να αφήσω τους υπολογισμούς της μνήμης μου να ξεδιαλύνουν, να ταξινομήσουν και να επαναφέρουν εκείνες τις μικρές στιγμές που δεν μπορώ να συλλάβω ξανά σε στίχο ή πρόζα.
Ξεριζωμένος από τόπο μακρινό
Εικόνες μιας αυτοβιογραφίας
Τανέρ Μπαϊμπάρς
μετάφραση: Μαριάννα Αβούρη
Εκδόσεις Βακχικόν
σ. 322
ISBN: 978-618-231-088-5
Τιμή: 14,84€
Αγάθη Γεωργιάδου δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/23240-jerizomenos-apo-topo-makrino
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου