Στο σημείο αυτό, μιλώντας αναπόφευκτα σε προσωπικό τόνο, να πω ότι ένα πράγμα δεν θα ξεχάσω από τον καθηγητή και δάσκαλό μου: τη γνωριμία μας το 2007 σε ένα συνέδριο –εκείνος ως προσκεκλημένος ομιλητής και εγώ ως υποψήφιος διδάκτορας– που από την πρώτη στιγμή ενδιαφέρθηκε να με βοηθήσει, διαθέτοντας τον πολύτιμο χρόνο του για να απαντά στις απορίες μου.
Κύριε Μπιν, είστε Αμερικανός καθηγητής της Λογοτεχνίας, και η πρώτη ερώτηση που γεννάται αυθόρμητα στον καθένα είναι: Ποιοι ήταν οι λόγοι που σας οδήγησαν στη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας;
Ο πρώτος και κύριος λόγος της ενασχόλησής μου με τη νεοελληνική λογοτεχνία ήταν ο γάμος μου το 1955 με μια Ελληνίδα, τη Χρυσάνθη Γιαννακού, καθώς και η εκτεταμένη διαμονή μας στη Θεσσαλονίκη με την οικογένειά της. Ευτυχώς δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου αγγλικά· γι’ αυτό αναγκάστηκα να μάθω νέα ελληνικά με το ζόρι, αρχίζοντας από το αλφαβητάρι που μου έφερε ο πεθερός μου, ένας διευθυντής δημοτικού σχολείου, και συνεχίζοντας μέχρι το αναγνωστικό της έκτης τάξης του δημοτικού. Πριν, όμως, από αυτό, είχα μελετήσει στο Πανεπιστήμιο Harvard τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη με τον περίφημο καθηγητή Raphael Demos, καθώς και στο Haverford College τα αρχαία δράματα σε μετάφραση, που με ώθησαν να σπουδάσω και να μελετήσω τα αρχαία ελληνικά. Έτσι (δεν ξέρω ακριβώς γιατί) είχα σαν φοιτητής μια τάση προς την Ελλάδα. Ύστερα, χάρη στην αρχική μου διαμονή στη χώρα σας –ευτυχώς στη φροντίδα μιας μορφωμένης οικογένειας–, ανακάλυψα ότι η ελληνική κουλτούρα συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ποιο ήταν το πρώτο ελληνικό λογοτεχνικό κείμενο που διαβάσατε και μελετήσατε;
Ήταν τα ποιήματα του Καβάφη, νομίζω επειδή ενώνουν την αρχαία και τη νέα ελληνική κουλτούρα. Ήμουν τότε ένας μεταπτυχιακός φοιτητής στο πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη, σπουδάζοντας Αγγλική και Συγκριτική Λογοτεχνία. Ο κύριος καθηγητής μου, ο William York Tindall, πιστεύοντας ότι κατείχα κιόλας τα νέα ελληνικά (!), μου ζήτησε να γράψω ένα δοκίμιο για τον Καβάφη για μια σειρά που δημοσίευε. Υπήρξε η πρώτη μου προσπάθεια να συνεισφέρω κάτι· χαίρομαι που μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Τζένη Μαστοράκη και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα από τις Εκδόσεις Κέδρος το 1983. Πρόσεξα ότι ο Καβάφης είχε γράψει πολλά ποιήματα σχετικά με την Ιστορία της Αλεξάνδρειας. Δείχνουν –συμπέρανα τότε– πως «η πόλη γνωρίζει την αποθέωση την πρώτη περίοδο της ειδωλολατρικής ελληνικής κυριαρχίας, από το 300 περίπου ως το 200 π.Χ. Με τη διείσδυση των Ρωμαίων, η λάμψη αρχίζει να ξεθωριάζει. Ύστερα ήρθε η σειρά να διεισδύσει ο χριστιανισμός. Το ελληνικό πνεύμα σβήνει. Τέλος, η αραβική κατάκτηση του έβδομου αιώνα φέρνει το καθολικό σκοτάδι». Πρόσεξα επιπλέον ότι η μόνη τότε διαθέσιμη μετάφραση στα αγγλικά, της Rae Dalven, περιείχε αρκετούς σολοικισμούς· ήθελα να χρησιμοποιήσω δικές μου μεταφράσεις, μα ο εκδότης της δεν μου επέτρεψε ούτε έναν στίχο. Αυτή η δική μου αποθαρρυντική εμπειρία έσπρωξε τον συνάδελφο και φίλο μου, τον Edmund Keeley, να πάει σε ειδικούς δικηγόρους όταν ήθελε να μεταφράσει τα άπαντα του Καβάφη, με αποτέλεσμα να επιτραπούν οι καινούργιες μεταφράσεις. Μετά τον Καβάφη ανακάλυψα τον Καζαντζάκη – κατά τύχη. Η ιστορία αυτή είναι κάπως παράξενη και ιδιόρρυθμη. Ένας συμφοιτητής μου στο πανεπιστήμιο Columbia, πιστός Καθολικός, είχε αρχίσει να διαβάζει το έργο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (σε αγγλική μετάφραση).Μια μέρα λοιπόν ήρθε στο διαμέρισμά μας, ξέροντας ότι η γυναίκα μου είναι Ελληνίδα, για να μας δώσει το βιβλίο. Δεν ήθελε τέτοια ιεροσυλία να παραμένει στο σπίτι του, μας έλεγε, αφού η μεταχείριση της Παναγίας ήταν τόσο αντι-Καθολική που αυτός έκανε εμετό! Συμπέρανα τότε πως πρέπει ν’ αξίζει ένα λογοτεχνικό έργο το οποίο μπορεί να προκαλέσει εμετό στον αναγνώστη του. Έτσι ανακάλυψα τον Καζαντζάκη.
Έχετε μεταφράσει Καζαντζάκη, Μυριβήλη και Ρίτσο. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε;
Η πιο δύσκολη μετάφραση που έκανα ήταν το έργο του Μυριβήλη Η ζωή εν τάφω. Αυτό το αριστουργηματικό έργο περιέχει χωρία σε βουλγαρικά, μακεδονίτικα, τουρκικά, αλλά τα πιο δύσκολα σημεία του έργου είναι αυτά που εκθέτουν γεγονότα από το μέτωπο του πολέμου, και αυτό γιατί εκεί η γλώσσα είναι σχεδόν πλαστή –μισογαλλικά, μισοελληνικά–, χρησιμοποιώντας εξειδικευμένη ορολογία με πολλά τεχνικά ονόματα οβίδων, υλικών πολέμου κ.τ.λ. Έπρεπε, λοιπόν, να μελετήσω διάφορες γαλλικές περιγραφές από γεγονότα και πρόσωπα για να μάθω την αργκό που χρησιμοποιούσαν ως συνθηματική γλώσσα. Τελευταία, βέβαια, ξαναμεταφράζοντας το έργο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη (επειδή η πρώτη μετάφραση στα αγγλικά ήταν από μια γαλλική έκδοση), συνάντησα πολλές άγνωστες και αθησαύριστες λέξεις. Νομίζω, όμως, πως έλυσα σχεδόν όλα τα αινίγματα που κρύβονταν πίσω από το λεξιλόγιο, χάρη σε δύο σημαντικά βοηθήματα: πρώτον, τη διατριβή του Δρα Νίκου Μαθιουδάκη πάνω στις 5000+ αθησαύριστες λέξεις στηνΟδύσεια του Καζαντζάκη, και δεύτερον τη μετάφραση στα αγγλικά του ίδιου έπους από τον Kimon Friar, που είχε την τύχη και την ευκαιρία να μάθει από τον ίδιο τον Καζαντζάκη τη σημασία των λέξεων που ο λογοτέχνης χρησιμοποίησε στο ποίημά του.
Ποιο είναι το έργο που δεν έχετε μεταφράσει και θα θέλατε;
Έχω την εντύπωση πως όλα τα έργα του Καζαντζάκη έχουν ήδη μεταφραστεί· αλλά οι μεταφράσεις στα αγγλικά (ίσως και σε άλλες γλώσσες) τουλάχιστον δύο ακόμη άλλων μυθιστορημάτων πρέπει ν’ αντικατασταθούν με σύγχρονες μεταφράσεις, επειδή –όπως και η πρώτη αγγλική μετάφραση του Ζορμπά– έγιναν από ανθρώπους που δεν γνώριζαν καλά νέα ελληνικά και δεν κατάλαβαν πολλά σημεία στα έργα. Αναφέρομαι στα βιβλία Καπετάν Μιχάλης και Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Θα ήθελα ασφαλώς να μεταφράσω το τελευταίο, που ίσως είναι το πιο φιλόδοξο και επιδέξιο των σπουδαιότερων έργων σε πεζό λόγο του Καζαντζάκη. Μα αμφιβάλλω αν έχω την υπομονή και τη δύναμη τώρα που έφτασα σε ηλικία ογδόντα πέντε χρονών. Δεν ενδιαφέρομαι όμως να μεταφράσω το πρώτο, γιατί θεωρώ πως ο Καπετάν Μιχάλης –όπως ήδη έχω γράψει σχετικά σε πολλά άρθρα μου– δεν είναι μια επιτυχημένη λογοτεχνική προσπάθεια του Καζαντζάκη.
Τελικά, για να διασώσουμε τα λογικά μας, την πνευματική μας υγεία, ας καλλιεργήσουμε και ας διατηρήσουμε «μια εσχατολογική προσωπικότητα» μέσα σ’ αυτή την τρελή μεταβατική εποχή που περνάμε και εμείς. Να πώς προέκυψε η ενασχόλησή μου με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη.
Ποιο είναι το έργο που δεν έχετε μελετήσει και θα θέλατε;
Θα ήθελα να εξετάσω περισσότερα ποιήματα στη συλλογή Τέταρτη διάσταση του Γιάννη Ρίτσου. Στα 1980 εξέδωσα μια μελέτη, «Αντίθεση και σύνθεση στον “Φιλοκτήτη”», για την οποία μου έγραψε τότε ο ποιητής πως του έδωσε «ιδιαίτερη ικανοποίηση», ελπίζοντας να γνωρίσω και να μελετήσω και τους άλλους αρχαίους του ήρωες. Είχα προσπαθήσει νωρίτερα, γύρω στο 1975, να γράψω ένα σύντομο μελέτημα πάνω στην «Αγελάδα του Ορέστη», το οποίο ολοκλήρωνα με μια υποσημείωση –που τη θυμόταν ο ποιητής– ότι ο αφηγητής (ο Ορέστης) θαρρεί πως η αγελάδα «είταν το σύμβολο κάποιας αρχαίας θρησκείας» (η σημείωση αφορούσε τον στίχο 452). Μολονότι σκέφτεται ο Ορέστης αργότερα «Μακριά από μένα/ τέτοιες ιδέες και τέτοιες αφαιρέσεις», διαπιστώνω πως κάπως έτσι ο Ρίτσος αρκετές φορές αποκαλύπτει τα δικά του μυστικά – παιχνιδιάρικα. Αλλά δυστυχώς δεν προχώρησα παραπέρα. Και δεν πιστεύω πως θα καταπιαστώ πάλι μ’ αυτό το θέμα ή με άλλους αρχαίους ήρωες του Ρίτσου –όπως τον Αγαμέμνονα, την Ισμήνη, την Ελένη, την Περσεφόνη– στην πλούσια αυτή συλλογή. Κάποιος άλλος θα μπορούσε να το κάνει αντί για μένα, παρακαλώ.
Θα μας αναφέρετε έναν παλαιότερο και έναν Νεοέλληνα λογοτέχνη που εκτιμάτε ιδιαίτερα;
Με την προηγούμενή μου απάντηση φανέρωσα πως εκτιμούσα περισσότερο τον Ρίτσο από τους ποιητές του 20ού αιώνα. Φυσικά, εννοείται πως εκτιμούσα και ακόμα εκτιμώ τον Καζαντζάκη, κυρίως για την αντοχή του, καθώς και για την ποιότητα του ποιητικού λόγου που βρίσκω τόσο πολλές φορές στον πεζό του λόγο. Ανάμεσα στους πιο σύγχρονους, μου αρέσει ιδιαίτερα ο Θανάσης Βαλτινός, μιας και ο πεζός του λόγος, λόγου χάρη στο έργο του Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, είναι γεμάτος ζουμί και καπρίτσιο, ενώ λείπουν από το κείμενό του η παραδοσιακή αφήγηση, δομή και δράση. Δίδασκα τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις επί τριάντα πέντε χρόνια στο δικό μου αμερικανικό πανεπιστήμιο και αλλού: το γεγονός αυτό εξηγεί πόσο προτιμούσα από τότε, για κάθε πειραματικό έργο, το ποιητικό μυθιστόρημα. Το ίδιο ισχύει και σήμερα.
Παρακολουθείτε τη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία;
Πού και πού διαβάζω κατιτί· για παράδειγμα, το βιβλίο Χορεύουν οι ελέφαντες της Σοφίας Νικολαΐδου και το έργο Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά της Ρέας Γαλανάκη: το μεν γιατί η δράση του διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη, όπου έζησα τόσα χρόνια, το δε γιατί είχα την ευκαιρία να συναντήσω τη συγγραφέα του. Μα δυστυχώς δεν παρακολουθώ πια τη λογοτεχνία της Ελλάδας (αλλά όμως πώς μπορώ να γλιτώσω από την εντατική παρακολούθηση της ελληνικής πολιτικής;). Είμαι συνταξιούχος, που σημαίνει πως τα γεράματα μου χαρίζουν μια χρυσή ευκαιρία ν’ ανακαλύπτω καινούργια ενδιαφέροντα... ή/και να χαλαρώνω.
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη;
Επαναλαμβάνω πως εκτιμούσα και εκτιμώ τον Καζαντζάκη κυρίως για την αντοχή του – δηλαδή, τη δύναμη να πηγαίνει πάντα μπρος: να συνεχίζει να γράφει, να μη λιγοστέψει ποτέ την πίστη του σ’ ένα δημιουργικό μέλλον, παρ’ όλη την παραμέληση, την παρεξήγηση, τη φτώχεια, την ασθένεια, τα φοβερά πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ίσως εκφράζεται κάλλιστα αυτό το σύνολο με τη φράση: «ο Καζαντζάκης είχε μια εσχατολογική προσωπικότητα». Σκεφτόμουνα κάπως έτσι το 2007 όταν έγραφα το κείμενό μου: «Γιατί να διαβάζουμε Καζαντζάκη τον 21ο αιώνα;» (Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 35). Συμπέρανα τότε: αφού όλοι περνάμε τώρα δα το φαινόμενο που ο Καζαντζάκης ονομάζει «μεταβατική εποχή», θα μας βοηθούσε ν’ ακούσουμε πώς μιλούν για τη δική μας μεταβατική κατάσταση οι πλαστές του προσωπικότητες μέσα από τη δική τους μεταβατική κατάσταση. Πρέπει, λόγου χάρη, να μάθουμε από τον Αλέξη Ζορμπά πόσο ωφελεί ο χορός ως αντίδραση στην ολική αποτυχία των ελπίδων μας, από τον παπα-Φώτη για την αντοχή στην ήττα, από τον Ιησού για το πώς η πνευματική ζωή πρέπει να εξελιχθεί, από τον Οδυσσέα για την ωφέλεια μιας μετάβασης από τη ζωή μέσω των αισθημάτων στην ηθική ζωή και οριστικά στη θρησκευτική ζωή ολοένα και περισσότερο συνδεόμενη με τη μηδαμινότητα, από τον Άγιο Φραγκίσκο για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να αντέξουμε την καταβαράθρωση των οραμάτων μας εξαιτίας της τετριμμένης καθημερινότητας, από κάθε χαρακτήρα των μυθιστορημάτων και θεατρικών του για τη συνεχή παρουσία της δαρβινικής εξέλιξης και, τέλος, από τον αφηγητή της Ασκητικής για την ανάγκη κάθε τόσο μιας σιωπής που θα δρα σαν βόμβα για να ανατινάξει την πολυπλοκότητα που έχει προηγηθεί. Τελικά, για να διασώσουμε τα λογικά μας, την πνευματική μας υγεία, ας καλλιεργήσουμε και ας διατηρήσουμε «μια εσχατολογική προσωπικότητα» μέσα σ’ αυτή την τρελή μεταβατική εποχή που περνάμε και εμείς. Να πώς προέκυψε η ενασχόλησή μου με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη.
Από τα έργα του Καζαντζάκη που μεταφράσατε στα αγγλικά, ποιο κατέχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σας;
Δύσκολο ερώτημα. Μετέφρασα με τη σειρά τα παρακάτω έργα: Ο τελευταίος πειρασμός, Ο φτωχούλης του Θεού, Αναφορά στον Γκρέκο και Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Νομίζω πως ο Φτωχούλης κατέχει ιδιαίτερη θέση στη συνείδησή μου, λιγότερο λόγω της φύσης του βιβλίου και κυρίως λόγω της δικής μου προσκόλλησης στον Άγιο Φραγκίσκο. Είχα καθίσει πολλές βδομάδες στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι μελετώντας τη ζωή και τον θρύλο του Αγίου· περάσαμε με τη γυναίκα μου μήνα του μέλιτος στην Ασίζη. Ήθελα να συνθέσω ένα κατάλληλο σύγγραμμα, μα τελικά δεν το πέτυχα. Όταν άρχισα να μεταφράζω τονΦτωχούλη του Καζαντζάκη ήταν λίγο-πολύ σαν να ολοκλήρωνα το δικό μου σχέδιο. Αξίζει να σημειώσω πως μου ζητήθηκε από τις Εκδόσεις Καζαντζάκη να γράψω μια εισαγωγή που θα συμπεριληφθεί στο βιβλίο Ο φτωχούλης του Θεού της νέας αναθεωρημένης χαρτόδετης σειράς, το οποίο θα κυκλοφορήσει σύντομα.
Γιατί μεταφράσατε το βιβλίο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ενώ κυκλοφορούσε ήδη άλλη μετάφραση στην αγγλόφωνη αγορά;
Εξηγώ διά μακρών τους λόγους στον δικό μου Πρόλογο της νέας μετάφρασης. Κοντολογίς, ήταν επειδή ο πρώτος μεταφραστής δεν ήξερε ελληνικά· χρησιμοποίησε ως πρωτότυπο κείμενο μια μετάφραση στα γαλλικά που είχε τότε εκδοθεί. Λείπουν στη δική του μετάφραση αρκετά πράγματα, συμπεριλαμβανομένου ενός ολόκληρου κεφαλαίου, καθώς και του λεξιλογικού πλούτου από πολλές αθησαύριστες λέξεις. Ακόμα και ο τίτλος ήταν λάθος. Έπρεπε να ήταν The Saint’s Life of Alexis Zorba (Το συναξάρι του Αλέξη Ζορμπά). Εγώ, έπειτα από πιέσεις μου στον Αμερικανό εκδότη, έβαλα τον σωστό –κατά τη γνώμη μου– τίτλο ως υπότιτλο στη δική μου μετάφραση.
Πώς θα σχολιάζατε τον καζαντζακικό στίχο: Μαστόροι, αφήστε πια τα σύνεργα, διπλώστε τις ποδιές σας,/ σκολάστε απ’ της ανάγκης το ζυγό, κι η λευτεριά φωνάζει./ Κρασί δεν είναι, αδέρφια, η λευτεριά μήτε γλυκιά γυναίκα/ μήτε και βιος μες στα κελάρια σας μήτε και γιος στην κούνια·/ έρμο τραγούδι ’ναι ακατάδεχτο και σβήνει στον αγέρα!
Στην καζαντζακική σκέψη, η λευτεριά συνιστά έννοια πολύπλοκη. Ακόμα και στους παραπάνω στίχους βλέπουμε αφενός ότι γλιτώνει η λευτεριά από τον δυσάρεστο ζυγό της ανάγκης, αφετέρου ότι γλιτώνει και από ευχάριστα πράγματα σαν το καλό φαγητό, την οικογένεια, την ομορφιά, τον πλούτο και άλλα τέτοια που –μπορούμε να πούμε– ξεφύγανε από την ανάγκη. Ένα ξακουστό απόφθεγμα στην Ασκητική του Καζαντζάκη λέει: «Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα [...] είμαι λεύτερος». Πιθανότατα αυτό το απόφθεγμα να σημαίνει πως είχε γλιτώσει ο Καζαντζάκης και από την ελπίδα ν’ ανέβει στον Παράδεισο και από τον φόβο να κατέβει στην Κόλαση – και πάλι μια έννοια πολύπλοκη. Άρα, για να βρούμε τι ακριβώς θα πει λευτεριά για τον Καζαντζάκη, πρέπει να υπερβούμε την πολυπλοκότητα. Πού και πού στα συγγράμματά του βρίσκουμε διάφορους κατάλληλους σχηματισμούς που προτείνουν μια κάποια λύση: λόγου χάρη, ότι ο ελεύθερος άνθρωπος δρα απ’ την ανάγκη να αγωνιστεί και όχι απ’ την ανάγκη να πετύχει· δρα χωρίς σιγουριά· αποχτά λευτεριά γιατί κατανοεί πως η λευτεριά δεν υπάρχει· δέχεται πως η βασιλεία του δεν είναι του κόσμου τούτου· και –σημαντικότατο– έχει «μια εσχατολογική προσωπικότητα».
Τι είναι «λευτεριά» για σας προσωπικά;
Προσωπικά αισθάνομαι λεύτερος, γιατί κατέχω πως δεν είμαι λεύτερος, κανείς δεν είναι λεύτερος· καθένας ζει και δρα αναπόφευκτα μέσα στον ιστό της πολύπλοκης ανάγκης. Εγώ –διαφορετικά απ’ τον Καζαντζάκη– δέχομαι ότι η δική μου βασιλεία αποτελείται απ’ τον κόσμο ετούτο. Αισθάνομαι λεύτερος, γιατί αν και αναγνωρίζω τη δυσάρεστη αλήθεια πως δεν είμαι λεύτερος, δεν βαριέμαι και δεν βαρυγκομώ.
Θα σας πω πέντε λέξεις και θα ήθελα να μου απαντήσετε πώς τις αισθάνεστε εσείς: Ερωτόκριτος, Καζαντζάκης, Κρήτη, Καβάφης, Ελλάδα.
Ερωτόκριτος:Το 2007 έμεινα αρκετούς μήνες στο Ρέθυμνο, ώστε αισθανόμουνα εντόπιος· τα «θλιβερά μαντάτα» του Κορνάρου μού ξαναζωντάνευαν τα βάσανα των ενοίκων των ίδιων σπιτιών στην περίοδο της Βενετοκρατίας που, αν και μετά από 400 χρόνια, περνούσαν μπροστά μου κάθε μέρα στον περίπατό μου.
Καζαντζάκης: Όσο αναλογίζομαι τις συνήθειές του, σκέφτομαι πως ντρέπομαι γιατί αδυνατώ να ξυπνάω κάθε πρωί στις 4π.μ. για να δουλέψω τρεις-τέσσερις ώρες πριν από το πρωινό μου.
Κρήτη: Θυμάμαι τον αντιδήμαρχο του Ρεθύμνου, όταν πήγα μαζί του στη βουνίσια οικογενειακή κατοικία του: πήδηξε αμέσως πάνω στο αράβικο ασέλωτο άλογό του για ν’ αποτινάξει τα βάσανα της διακυβέρνησης. Σκέφτηκα τότες: «Αυτό θα πει Κρήτη!»
Καβάφης: Τον εκτιμώ γιατί αντί να εκδίδει βιβλιαράκια, τύπωνε πέντε-δέκα ποιήματα σε χαρτιά και τα μοίραζε στους φίλους και τους γνωστούς του. Πράγμα που σημαίνει πως η προϋπόθεση της δικής του ποιητικής παραγωγής ήταν η κοινότητα.
Ελλάδα: Αμάν! Τι να πω; Μήπως: τρελοκομείο με εξαίσια κουλτούρα;
Καζαντζάκης: Όσο αναλογίζομαι τις συνήθειές του, σκέφτομαι πως ντρέπομαι γιατί αδυνατώ να ξυπνάω κάθε πρωί στις 4π.μ. για να δουλέψω τρεις-τέσσερις ώρες πριν από το πρωινό μου.
Κρήτη: Θυμάμαι τον αντιδήμαρχο του Ρεθύμνου, όταν πήγα μαζί του στη βουνίσια οικογενειακή κατοικία του: πήδηξε αμέσως πάνω στο αράβικο ασέλωτο άλογό του για ν’ αποτινάξει τα βάσανα της διακυβέρνησης. Σκέφτηκα τότες: «Αυτό θα πει Κρήτη!»
Καβάφης: Τον εκτιμώ γιατί αντί να εκδίδει βιβλιαράκια, τύπωνε πέντε-δέκα ποιήματα σε χαρτιά και τα μοίραζε στους φίλους και τους γνωστούς του. Πράγμα που σημαίνει πως η προϋπόθεση της δικής του ποιητικής παραγωγής ήταν η κοινότητα.
Ελλάδα: Αμάν! Τι να πω; Μήπως: τρελοκομείο με εξαίσια κουλτούρα;
Πόσο σημαντική είναι η λογοτεχνία για το μέλλον ενός έθνους;
Θα ήθελα να με ρωτήσετε πόσο σημαντική είναι όχι μονάχα η λογοτεχνία, αλλά η λογοτεχνία, η ζωγραφική, η μουσική, το θέατρο, η γλυπτική – δηλαδή όλοι οι τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος εκφράζει συναισθήματα ομορφιάς, καλοσύνης, ελεημοσύνης, λευτεριάς, ηθικής: το σύνολο που λέγεται «πνευματικό». Δεν ξέρω αν υπάρχει ή υπήρχε κανένα έθνος με ολοκληρωτική απουσία τέτοιων δυνατοτήτων έκφρασης· αμφιβάλλω. Φαίνεται πως πάντα και παντού στην ανθρώπινη Ιστορία υπήρχε κάποιο επίπεδο πολιτισμού, που σημαίνει κυριολεκτικά η δυνατότητα μιας ομάδας να συζήσει «σε πόλη» – σε μια κοινότητα. Επομένως, απαντώντας στο ερώτημα «Πόσο σημαντική είναι η λογοτεχνία [και τα λοιπά] για το μέλλον ενός έθνους», πρέπει να πω ότι χωρίς τη λογοτεχνία και τις παρόμοιες εκφράσεις πνευματικών συναισθημάτων, ένα λεγόμενο «έθνος» θα αποτελούνταν από άγρια ζώα και όχι από πολιτισμένους ανθρώπους.
Δημοσιεύτηκε Τρίτη, 20 Οκτωβρίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου