Εικοστή πέμπτη χρονιά συνεχούς παρουσίας, με πολυάριθμες θεατρικές παραγωγές και παραστάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, για το έμμετρο παραμυθόδραμα του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου Ο Σιμιγδαλένιος, που φέτος ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου. Εικοστή τρίτη χρονιά κυκλοφορίας –και δωδέκατη έκδοση– του θεατρικού κειμένου από την Εστία, με τη θαυμάσια εικονογράφηση της Εύης Τσακνιά. Πολυσχιδής δημιουργός (ηθοποιός, συγγραφέας, μεταφραστής, σκηνοθέτης, μουσικός, λιμπρετίστας, ραδιοφωνικός παραγωγός και ερασιτέχνης ξυλουργός – τα ξυλόγλυπτα έπιπλα και ο διάκοσμος του γραφείου του είναι εξ ολοκλήρου δικής του κατασκευής), ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος αναπτύσσει την παραβολική διάσταση του Σιμιγδαλένιου, ορίζοντας τη θέση και την αξία της γνήσιας παραμυθικής αλληγορίας μέσα στον επικίνδυνα «παραμυθένιο» υλισμό του σύγχρονου κόσμου.
Μακρόχρονη, πλούσια και εντυπωσιακή η ιστορία του Σιμιγδαλένιου. Και διεθνής! Με ποια αφορμή μεταπλάσατε το γνωστό λαϊκό παραμύθι σε θεατρικό έργο και για ποιον λόγο επιλέξατε το συγκεκριμένο;
Δίδασκα Ιστορία της Λογοτεχνίας σ’ ένα θεατρικό σεμινάριο, το Φθινόπωρο του ’91, όταν ξαφνικά ειδοποιήθηκα από τη διεύθυνση πως πρέπει να παρουσιάσουμε κάτι στο τέλος· σε δυο μήνες, δηλαδή. Την τάξη μου την αποτελούσαν καμιά τριανταριά νέοι 20-30 χρόνων· εκπαιδευτικοί, χορευτές, ηθοποιοί. Πολύ καλό υλικό, μα δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να προλάβουμε να στήσουμε τίποτα σε τόσο λίγο χρόνο. Οπότε, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω, προτίμησα κάτι ακόμα πιο δύσκολο: ν’ αρχίσω να γράφω εγώ κάτι κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Τώρα, γιατί ειδικά τον Σιμιγδαλένιο; Μα για το θέμα του προφανώς, καταρχήν, μα και γιατί είδα αμέσως πως είναι πολυπρόσωπο, έχει έντονη δράση και μπορούσα να το δομήσω όπως με βόλευε, να το προσαρμόσω θεατρικά και να πω από κει μέσα αυτά που ήθελα εγώ να πω για την αγάπη.
Η ιστορία του Σιμιγδαλένιου μού έφερε στον νου τον μύθο του Πυγμαλίωνα, τη βιβλική δημιουργία του ανθρώπου, αλλά και του Τρωικού Πολέμου, συνδυάζοντάς τα με χαρακτηριστικά των λαϊκών παραμυθιών (π.χ. την προσφυγή της βασιλοπούλας στον Ήλιο, τη Σελήνη και τ’ Αστέρια, τα τρία συμβολικά δώρα τους). Αρχετυπικές αναφορές που, όπως διαπιστώνουμε, εξακολουθούν να έχουν απήχηση στο σύγχρονο κοινό...
Δεν τα σκέφτηκα όλ’ αυτά· ο έρωτας με απασχολούσε μόνο. Τι πιο αρχετυπικό απ’ τον έρωτα; Αρκεί αυτό. Απ’ την άλλη μεριά, όσο κι αν ήθελα να μείνω κοντά στην όλη μορφή του μύθου, δεν με απασχόλησε καθόλου να κάνω κάτι «παραδοσιακό». Δεν ήμουν παραμυθάς, ούτε έγινα ποτέ μου. Άλλωστε δεν υπήρχε αυτή η μόδα τότε, που ο καθένας λέει παραμύθια· μάλλον ο Σιμιγδαλένιος τη δημιούργησε. Εμένα με απασχολούσε, με αφορμή το παραμύθι και με γλώσσα ποιητική, να κάνω ένα ολότελα δικό μου έργο τέχνης. Ούτε «παιδικό», ούτε «παραδοσιακό». Μόνο βουτώντας βαθιά μέσα σου κι ερμηνεύοντας με τον δικό σου τρόπο και με σύγχρονη γλώσσα όλα τα κλειδιά του μύθου ξεκλειδώνεις την ψυχή σου, απλώνεις την πραμάτεια σου κι αγγίζεις, ίσως, και την ψυχή του αναγνώστη. Αν το καταφέρεις αυτό, έχει καλώς. Έχεις δημιουργήσει κάτι που, προερχόμενο απ’ την παράδοση, στέκει μόνο του· αυτοτελώς. Αλλιώς, θαρρείς πως φτιάνεις δήθεν παραδοσιακά σουτζουκάκια, με ψεύτικα υλικά, που τα μοιράζεις με delivery από δω και από κει – φρίκη!
Μόνο βουτώντας βαθιά μέσα σου κι ερμηνεύοντας με τον δικό σου τρόπο και με σύγχρονη γλώσσα όλα τα κλειδιά του μύθου ξεκλειδώνεις την ψυχή σου, απλώνεις την πραμάτεια σου κι αγγίζεις, ίσως, και την ψυχή του αναγνώστη.
Παρά την κακώς διαδεδομένη αντίληψη ότι τα παραμύθια απευθύνονται κυρίως σε παιδιά, στη συγκεκριμένη ιστορία ιδιαίτερα δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αγνοηθεί το παραβολικό, φιλοσοφικό και υπαρξιακό της υπόβαθρο...
Όχι βέβαια· προφανώς και δεν μπορεί να αγνοηθεί, σε καμιά περίπτωση, το υπαρξιακό υπόβαθρο τουΣιμιγδαλένιου! Όλο το έργο μου –απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία συλλαβή του– είναι γραμμένο έτσι· για υποψιασμένους, καλοπροαίρετους έστω, λίγο-πολύ ενήλικους αναγνώστες. Αλλιώς δεν υπάρχει· γίνετ’ ένα χλωμό φάντασμα του εαυτού του. Όποιος διαβάσει τον Σιμιγδαλένιο νιώθοντας πως διαβάζει κάτι παιδικό, δεν νιώθει τίποτα, είναι αφελής. Απλώς εθελοτυφλεί ή δεν ξέρει να διαβάζει. Ευτυχώς, εκτός από κάνα δυο ψυχικά αναλφάβητους σκηνοθέτες, δεν μου ’χουν τύχει, τόσα χρόνια, πολλές τέτοιες περιπτώσεις αναγνωστών.
Πέρα από την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική αρτιότητα του έργου αυτή καθαυτήν, σε τι άλλο θα λέγατε ότι οφείλεται η σταθερά θερμή υποδοχή του από κοινό και κριτική σε διάστημα τόσων χρόνων, όπως και η διεθνής του απήχηση;
Ναι, πράγματι, κρατάει είκοσι πέντε χρόνια αυτή η ιστορία με τη διαρκή επιτυχία του Σιμιγδαλένιου· δεν είναι λίγο, ένα τέταρτο του αιώνα! Θα έλεγα πως είναι συνάμα και το θέμα του και ο τρόπος που είναι γραμμένος. Θεωρώ πως πάντα αυτά τα δυο πάνε μαζί, είναι αλληλένδετα, είν’ ένα πράμα. Μάλλον το ’χουμε ξεχάσει αυτό στην εντελώς σχηματική εποχή μας. Γιατί δεν αρκεί να νομίζεις πως λες τάχατες κάτι πολύ σημαντικό, μα να μην ξέρεις πώς να το πεις. Ούτε και λέει τίποτα το ν’ αραδιάζεις όμορφες λεξούλες από δω κι από κει, δίχως κανένα νόημα όμως... Νομίζω λοιπόν ότι αν ένα έργο λέει κάτι και το λέει καλά, ο αναγνώστης το εισπράττει και συμμετέχει. Ξέρετε κάτι; Για τον Σιμιγδαλένιο, όταν πρωτοεκδόθηκε, δεν έγινε απολύτως καμιά διαφήμιση, καμιά εκδήλωση. Το βιβλίο δεν παρουσιάστηκε επίσημα πουθενά, ούτε καν μ’ ένα ελάχιστο δελτίο Τύπου. Κυριολεκτικά, η μόνη του διαφήμιση –και η δύναμή του– ήταν από στόμα σε στόμα. Μόνο και μόνο γιατί άρεσε το κείμενο σε πολλούς, τελείως διαφορετικούς μεταξύ τους, αναγνώστες. Το ίδιο έγινε και με το θέατρο μετά· κι άρχισαν να ξεφυτρώνουν από δω κι από κει διάφορες θεατρικές παραγωγές, χωρίς εγώ να γνωρίζω καν τους συντελεστές της παράστασης.
Οι ως τώρα σκηνοθεσίες που έχουν γίνει, σε ποια στοιχεία της ιστορίας έχουν δώσει τη μεγαλύτερη βαρύτητα; Ποια στοιχεία τόνισαν περισσότερο οι ξένες παραγωγές;
Κοιτάξτε· αν είναι μια κοπελιά που ο ένας τής βρομάει κι ο άλλος τής ξινίζει και δεν θέλει κανέναν, μα όλο θέλει, θέλει, θέλει, ε… δεν διαφέρει και πολύ αν είν’ Ελληνίδα, Αγγλίδα, Γερμανίδα ή Τουρκάλα... Λίγο-πολύ όλοι, διαβάζοντας το κείμενο, αυτό προσπαθούνε να ζωντανέψουν. Κάθε αναγνώστης μέσα του, κι ο σκηνοθέτης πάνω στη σκηνή. Ο αναγνώστης είν’ αλήθεια πως είναι πιο ελεύθερος κι εύκολα μπορεί να φανταστεί ό,τι θέλει, ενώ στο θέατρο τα πράματα κάπως δυσκολεύουν. Γιατί πρέπει να παντρέψεις επί σκηνής το παραμυθένιο, το παιδικό στοιχείο, με το καθαρά υπαρξιακό υπόβαθρο που είπαμε πριν. Εκεί είναι η μεγάλη μαστοριά του σκηνοθέτη· αν έχει κάτι να πει κι αυτός. Και μπορώ να πω ότι, όσο κι αν έχουν γίνει ίσαμε τώρα εβδομήντα πέντε διαφορετικές σκηνοθεσίες –τρεις κάθε χρόνο, κατά μέσον όρο!– κι ήσαν όλες τους πολύ πετυχημένες, εγώ για καμιά δεν θα ’λεγα πως ήταν η σκηνοθεσία, το ανέβασμα. Οπότε, ανεξάρτητα απ’ το θέατρο, εμένα μ’ αρέσει πολύ που ο Σιμιγδαλένιος κυρίως διαβάζεται σα βιβλίο. Κι εκδίδεται, και κάθε τόσο επανεκδίδεται. Κι έτσι το κείμενο ατόφιο ζωντανεύει μόνο του, εύκολα, μπροστά στα μάτια του κάθε αναγνώστη. Απ’ την άλλη μεριά, φυσικά και περιμένω με την ίδια πάντα χαρά κάθε καινούργια θεατρική παραγωγή, ελπίζοντας πως κάποιος σκηνοθέτης θα κάνει διάνα· πετυχαίνοντας τη χρυσή τομή ανάμεσα στο παιδικό και στο ενήλικο. Ακριβώς αυτό, δηλαδή, που είπε κάποτε πολύ εύστοχα ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, περιγράφοντας τον Σιμιγδαλένιο με τέσσερις μονάχα λέξεις: «Γλυκύς και τρυφερός, βαθύς και φιλοσοφημένος».
Οι διάλογοι του Σιμιγδαλένιου είναι στίχοι με ρίμα, σε μεγάλη ποικιλία μέτρων. Μπορούν να μελοποιηθούν και να τραγουδηθούν επί σκηνής. Θα μπορούσε να γίνει όπερα όλο το έργο. Έχουν υπάρξει παραγωγές που έδωσαν έμφαση σ’ αυτό το συγκεκριμένο στοιχείο;
Αυτό ακριβώς μου έλεγε κι ο Μάνος ο Χατζιδάκις, που χαρακτήριζε τον Σιμιγδαλένιο «λιμπρέτο». Λίγο-πολύ, όλοι μπαίνουν σ’ αυτόν τον πειρασμό. Έρχεται φυσικά· το προκαλεί η ίδια η μουσική του κειμένου. Δεν έχω αντίρρηση, διαφωνώ όμως με τον όρο «όπερα» και μ’ όλους τους συνειρμούς που φέρνει. Προτιμώ να σκέφτομαι το αρχαίο μας δράμα, που ήταν όλο γραμμένο έμμετρα, ποιητικά και τα συνδύαζε όλα αρμονικά, δίνοντας όμως πάντα το προβάδισμα στον Λόγο.
Η μετάφραση στα αγγλικά και στα τουρκικά λειτούργησε στις μη ελληνόφωνες παραγωγές; Μπόρεσε να αποδώσει εξίσου αποτελεσματικά τη μορφή και το νόημα;
Ναι, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα. Στα αγγλικά μόνο άλλαξε ο τίτλος και έγινε Spiceman, διότι σιμιγδαλένιος και σιμιγδάλι δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για το αγγλόφωνο κοινό. Το ίδιο έγινε και με την πρόσφατη γερμανική μετάφραση, ενώ στα τούρκικα έμεινε Σιμιγδαλένιος (Irmikoğlan), διότι και οι Τούρκοι έχουν και τρώνε irmik helva, όπως κι εμείς.
Οπότε, είναι σίγουρο πως η ζωή η ίδια θα φτιάνει μόνη της, πάντα, τους μύθους της. Θα φτιάνει πάλι τα παραμύθια της, που όλοι θα θέλουν να τα ζήσουν και να τα καταλάβουν καλύτερα, γιατί θα κρύβουν μέσα τους, πάντα, το μεδούλι της ύπαρξης.
Έχω την αίσθηση ότι ο Σιμιγδαλένιος είναι για σας όχι μονάχα έργο ζωής, αλλά προπαντός έργο αγάπης. Είναι αναπόφευκτο με τόσες διαφορετικές παραγωγές να ποικίλλουν οι αναγνώσεις και οι ερμηνείες του από τους εκάστοτε σκηνοθέτες. Ως δημιουργός της πρώτης ύλης, πώς το εισπράττετε αυτό;
Τα έργα αγάπης σφραγίζουν όλη τη ζωή μας. Είναι έργα ζωής και μένουν πάντα μέσα μας. «Τ’ είναι η ζωή·/ ένα φιλί, μια λύση/ μια ζωντανή ανατολή/ μια μολυβένια δύση…»: ο καθένας μπορεί να το πει και να τ’ ακούσει μέσα του όπως θέλει αυτό. Μπορεί να το ψιθυρίσει, να το τραγουδήσει, να το κλάψει, να το σαρκάσει ίσως σκεφτικά, να το φωνάξει απελπισμένα. Καμιά αντίρρηση· κι εγώ μαζί του. Προσοχή, όμως: Το κείμενο είναι εκεί· γραμμένο, τυπωμένο, εκδεδομένο. Δεν αναγνωρίζω σε κανέναν σκηνοθέτη το δικαίωμα να του αλλάξει απολύτως τίποτα. Ούτε ένα κόμμα, ούτε μιαν άνω τελεία που δεν είναι τυχαία βαλμένη εκεί. Ο αναγνώστης –και πολύ περισσότερο ο σκηνοθέτης, που απευθύνεται στο ευρύ κοινό– έχει την απαράβατη υποχρέωση να σεβαστεί όλο το κείμενο, όπως ακριβώς είναι γραμμένο, χωρίς καμιά δική του παρέμβαση. Σ’ αυτό είμαι απόλυτος.
Η αλματώδης τεχνολογική πρόοδος των τελευταίων χρόνων όλο και κάτι απομυθοποιεί καθημερινά. Θα έχει πάντα ανάγκη ο άνθρωπος το παραμύθι, σε κάθε ηλικία και εποχή;
Ο Σιμιγδαλένιος Αλέξανδρος Αδαμόπουλος εικονογράφηση: Εύη Τσακνιά Βιβλιοπωλείον της Εστίας 95 σελ. ISBN 978-960-05-1150-5 Τιμή € 10,19 |
Όλο και κάτι απομυθοποιεί η σύγχρονη ζωή; Μπα, δεν το πιστεύω· σκέτο παραμύθι είναι, με τη χειρότερη έννοια, και μάλιστα κάκιστης ποιότητας! Η αλματώδης –πράγματι– τεχνολογική πρόοδος, αγνοώντας όμως την ουσία της παιδείας, τη νόηση, είναι σκέτο –επικίνδυνο– παραμύθι, που πασκίζει να ξεριζώσει κάθε αίσθημα, πασκίζει να τα βάλει όλα σε μικρά αποστειρωμένα κουτάκια και να μαράνει κάθε χυμό της ζωής. Εγώ όμως πιστεύω πως θα υπάρχει πάντα κάποια «βασιλοπούλα», κάποια κοπελιά, που όσο ανώριμη, απαίδευτη, εγωίστρια και ρηχή κι αν είναι, θα θέλει, θέλει, θέλει, πάντα, κάποιονε ν’ αγαπήσει. Και πάντα θα υπάρχει κάποιος άλλος που θα θέλει ν’ αγαπηθεί και ν’ αγαπήσει κι αυτός, έστω και μια φορά, μια στιγμή. Πέρ’ απ’ τα πλήκτρα κι έξω απ’ την οθόνη του υπολογιστή τους. Οπότε, είναι σίγουρο πως η ζωή η ίδια θα φτιάνει μόνη της, πάντα, τους μύθους της. Θα φτιάνει πάλι τα παραμύθια της, που όλοι θα θέλουν να τα ζήσουν και να τα καταλάβουν καλύτερα, γιατί θα κρύβουν μέσα τους, πάντα, το μεδούλι της ύπαρξης.
Εκτός από θέατρο, έχετε γράψει και πεζό – διηγήματα και μυθιστόρημα. Ποιο είδος αισθάνεστε πως σας ταιριάζει ή σας εκφράζει περισσότερο;
Δεν έχω γράψει μυθιστόρημα, αλλά ένα «ηθιστόρημα» –Το τσιγάρο και η Γιόγκα–, που ίσως μιλήσουμε κάποιαν άλλη φορά γι’ αυτό. Τα Δώδεκα και ένα ψέματα είναι πεζός λόγος. Είναι πολύ σύντομα, φιλοσοφικά διηγήματα κι είναι γραμμένα πριν από τον Σιμιγδαλένιο. Έχουν μεταφραστεί στ’ αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, τουρκικά κι έχουν παρουσιαστεί στη National Academy of Letters στην Ινδία. Άρα, είναι πιο ταξιδεμένα απ’ τον Σιμιγδαλένιο κι έχουν μιλήσει σε περισσότερους και πιο διαφορετικούς ανθρώπους απ’ αυτόν. Όσο για τα Ψέματα πάλι, διηγήματα κι αυτά, θα εκδοθούν σε λίγο, την άνοιξη, στη Γερμανία. Δεν τα αραδιάζω αυτά για να βλογήσω τα γένια μου, σκέφτομαι όμως φωναχτά και λέω πως αν κάτι είναι σωστά φτιαγμένο, όπως είπαμε πριν, έχει πάντα τους αποδέκτες του. Τι μ’ εκφράζει εμένα περισσότερο; Η αλήθεια, πάνω απ’ όλα. Η ειλικρίνεια των προθέσεών μου. Σίγουρα, η ακριβολογία στην έκφραση, η αμεσότητα, η κυριολεξία και η λιτότητα. Στο γράψιμο, μου πάει η πειθαρχία και το μέτρο· ίσως επειδή γεννήθηκα ένας άμετρος, ευαίσθητος Καρκίνος που κατάφερε να γίνει καλός ξυλουργός, γιατί αλλιώς θα ’χε πριονίσει τα δάχτυλά του και θα ’χε μείνει ανάπηρος. Δεν μπορώ όμως να πω αν προτιμώ να γράφω πεζά ή έμμετρα· όσο κι αν το τελευταίο μου έργο, το Οχιναιλέγοντας, που εκδόθηκε αυτές τις μέρες και στα τουρκικά, είναι πάλι έμμετρο.
Το Οχιναιλέγοντας;
Άλλη φορά, ίσως, θα πούμε και γι’ αυτό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου