- Έρικα Αθανασίου
Οι Εκδόσεις Bell, με τον Χάρη Νικολακάκη στο τιμόνι, εκπλήσσουν ευχάριστα με τις επιλογές τους και καλύπτουν πλέον με τα βιβλία τους μια ευρεία γκάμα θεματολογίας. Πολλά από τα βιβλία των εκδόσεων ασχολούνται είτε με τον έρωτα είτε με το έγκλημα. Και στα δύο αναφέρεται η πρόσφατη έκδοση Κολυμπώντας στο σκοτάδι, πρώτου βιβλίου του Τόμας Γεντρόφσκι, που χαρακτηρίστηκε από την Guardian ως ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς. Ένας έρωτας γεμάτος ενοχές, ένα διαρκές έγκλημα εναντίον ενός ολόκληρου λαού.
Στην Πολωνία εκτυλίσσεται η ιστορία, στην Πολωνία που βρίσκεται υπό τη σοβιετική επιρροή, αν και ο αφηγητής ξυπνάει στην Αμερική. Ξυπνάει, καθώς θυμάται την είδηση που τον οδήγησε στην απόλυτη μορφή παράλυσης την προηγούμενη νύχτα, την είδηση ότι κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος στη Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας. Ξυπνάει και ακούει τις σειρήνες των περιπολικών, που ακούγονται όπως και στην πατρίδα, θυμίζοντάς του μια άλλη νύχτα, τότε που κυνηγούσαν αυτόν. Και αρχίζει να γράφει. «Δεν ξέρω αν θέλω να το διαβάσεις αυτό, ξέρω όμως ότι πρέπει να το γράψω. Γιατί σ’ έχω πολύ καιρό στο μυαλό μου. Από εκείνη τη μέρα, δώδεκα μήνες πριν, που μπήκα σ’ ένα αεροπλάνο και πέταξα μέσα από πυκνά σύννεφα πάνω από τον ωκεανό [...] Καλύτερα να ξεκινήσω από την αρχή – ή τουλάχιστον απ’ αυτό που μοιάζει με την αρχή».
Και έτσι ξεκινάει τη διήγηση από τότε που ήταν εννιά χρονών. Μοιάζει να είναι η αρχή της ιστορίας του, τότε που άρχισε να κάνει παρέα με τον Μπένιεκ. Μια φιλία που σημαδεύει τον ήρωα, αναγνωρίζοντας για πρώτη φορά δείγματα του έρωτα αλλά και εγκληματικών πολιτικών και συμπεριφορών. Ο συγγραφέας περιγράφει μια γειτονιά, στα Βρότσαλα, μια πόλη που για εκατοντάδες χρόνια είχε Γερμανούς κατοίκους, στο τέλος όμως του πολέμου, όταν το ανατολικό τμήμα της Γερμανίας έγινε Πολωνία και το ανατολικό τμήμα της Πολωνίας έγινε Σοβιετική Ένωση, οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να αλλάξουν κατοικίες. «Σ’ ένα διαμέρισμα που το είχε μόλις εγκαταλείψει μια οικογένεια που δε θα γνωρίζαμε ποτέ, με τα πιάτα τους ακόμα στο νεροχύτη και τα ψίχουλα από το ψωμί τους στο τραπέζι».
Η κύρια όμως ιστορία ξεκινάει στη Βαρσοβία το 1980, καλοκαίρι μετά τις τελικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, όπου ο ήρωας κατευθύνεται μαζί με ένα πούλμαν αποφοίτους προς την αγροτική κατασκήνωση. Μια κατασκήνωση όπου θα περάσουν έναν μήνα από το καλοκαίρι τους, μαζεύοντας παντζάρια «εθελοντικά».
Ένα ερωτικό μυθιστόρημα που μιλάει για πολιτική ή ένα πολιτικό μυθιστόρημα που μιλάει για έρωτα.
Μια επιστολή είναι όλο το μυθιστόρημα. Μια επιστολή που απευθύνεται στον μεγάλο του έρωτα, τον Γιάννους, μιλώντας για τη δική τους ιστορία από τη δική του πλευρά, ενώ παρεισφρέουν στιγμές από τη ζωή του μακριά από την πατρίδα, κυρίως με αναφορές στις ειδήσεις που έρχονται από εκεί. «Ήμασταν και οι δύο σ’ εκείνο το πούλμαν [...] Και παρόλο που ήμασταν στο ίδιο έτος από την αρχή ως το τέλος των σπουδών μας, δε γνωριζόμασταν... Θα μπορούσαμε κάλλιστα να μην είχαμε συναντηθεί ποτέ».
Συναντήθηκαν όμως αρχικά οι ματιές τους και, παρότι οι ενοχές του ήρωα τον έκαναν να αποφεύγει αυτόν που ήθελε περισσότερο να κοιτάζει, κατέληξαν να πηγαίνουν παρέα για κάμπινγκ μετά το τέλος του μήνα της υποχρεωτικής για την αποφοίτησή τους εργασίας. Ένας έρωτας μεταξύ δύο νεαρών ανδρών, ενός γεμάτου αυτοπεποίθηση και ενός γεμάτου ενοχές, ένας έρωτας που περιγράφεται από τον συγγραφέα τόσο τρυφερά, που αναρωτιέται κανείς πώς κάτι τόσο όμορφο μπορούσε σε κάποιες κοινωνίες να θεωρείται ντροπιαστικό και παράνομο. Οι ερωτικές σκηνές αποπνέουν τρυφερότητα, αισθησιασμό και αποτελούν έναν ύμνο στα νιάτα, στον πόθο, στον έρωτα, στην ομορφιά.
«Κοιταχτήκαμε. Ξέραμε ήδη ότι δεν υπήρχαν λόγια. Ήσουν εκεί και ήμουν εκεί, ήμασταν μαζί, αναπνέαμε. Και μπήκα στον κύκλο σου. Ήρθα στο κορμί σου που περίμενε, στο ήρεμο, ανοιχτό πρόσωπό σου, στις σταγόνες στα χείλη σου. Τα χέρια σου έκλεισαν γύρω μου. Σφιχτά. Και γίναμε ένα, ένα κορμί που επέπλεε στη λίμνη, χωρίς βάρος, χωρίς ν’ αγγίζει το βυθό [...] Μύριζες νερό και πεύκα. Υπήρχε απαλότητα και υπήρχε σκληρότητα». Κολυμπώντας στο φως ξεκινάει η ερωτική τους ιστορία, για να καταλήξουν όμως λόγω του πολιτικού κατεστημένου να κολυμπάνε χωρίς πυξίδα στο σκοτάδι. «Και οι πιθανότητες ήταν εναντίον μας από την αρχή, δεν είχαμε οδηγίες, δεν υπήρχε κανείς να μας δείξει τον τρόπο. Ούτε ένα παράδειγμα ευτυχισμένου ζευγαριού αγοριών. Πώς να ξέραμε τι να κάνουμε; Άραγε, το πιστεύαμε κι εμείς οι ίδιοι ότι μας άξιζε να είμαστε ευτυχισμένοι;»
Από την αρχή γνωρίζουμε ότι ο Λούντβικ βρίσκεται πλέον στην Αμερική, ανησυχώντας για όσα συμβαίνουν στην πατρίδα, για το πού βρίσκεται και πώς εμπλέκεται στις εξελίξεις αυτός που ακόμα αγαπάει. Διότι ο Γιάννους είναι μέλος του κόμματος, του κόμματος που έχει μάθει να μισεί ο Λούντβικ, του κόμματος που αυξάνει την τιμή του κρέατος και υποχρεώνει τους ανθρώπους να στέκονται σε ατελείωτες ουρές, χωρίς να ξέρουν τις περισσότερες φορές ούτε καν τι περιμένουν. Μέσα από την επιστολή φαίνεται η απόγνωση να ζεις σε έναν τόπο που σου στερεί απλές ελευθερίες, που τα παντζάρια τα οποία μαζεύουν οι φοιτητές δεν προορίζονται για τον λαό και η διαφθορά κυριαρχεί. Κι ενώ κάποιοι περιμένουν σε ουρές, κάποιοι που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία μπορούν να απολαμβάνουν όλα όσα στερούν στους άλλους.
Αντίθεση υπάρχει και με τη χώρα στην οποία πλέον ζει, μια χώρα επιφανειακή, όπου οι άνθρωποι όταν τον ρωτάνε πώς νιώθει με τις εξελίξεις στην πατρίδα του δεν περιμένουν την απάντηση, τους αρκεί η ερώτηση. «Το ψωμί είναι λευκό και ήδη κομμένο σε φέτες. Σ’ αυτή τη χώρα, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μασήσεις. Άλειψα το ψωμί με βούτυρο και το πασπάλισα με ζάχαρη. Δεν είναι όπως στην πατρίδα, αλλά γίνεται η δουλειά. Μετά σήκωσα το ακουστικό και κάλεσα τον αριθμό της γιαγιάς». Και παρά την αφθονία του φαγητού στη νέα πατρίδα, του λείπουν οι γεύσεις της δικής του πατρίδας και δεν παύει να προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη γιαγιά του, παρότι είναι σίγουρος ότι παρακολουθούν το τηλέφωνό της. «Θέλω μπορς και πιερόγκι και ζεστό κέικ με παπαρουνόσπορο, και αυτό το νιώθω σαν ένα σπηλαιώδες κενό μέσα μου, μια λαχτάρα για ζεστασιά».
Η έκβαση της ιστορίας είναι μια πράξη ουσιαστικής αγάπης, διότι πάντα υπάρχουν επιλογές, όσο δύσκολα και αν φαίνονται τα πράγματα, ενώ καμιά φορά είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ εχθρών και φίλων. Μια γλυκόπικρη γεύση αφήνει το τέλος του βιβλίου. Γλυκιά γιατί η αγάπη θριαμβεύει, πικρή γιατί μερικά πράγματα θα μπορούσαν να είχαν έρθει αλλιώς. «Κοιταχτήκαμε αμήχανοι ένα λεπτό, θρηνώντας τη χαμένη ευκαιρία. Ψάξαμε να βρούμε τις κατάλληλες λέξεις, καθένας για λογαριασμό του, προσπαθώντας να πούμε κάτι που να είχε νόημα».
Ένα ερωτικό μυθιστόρημα που μιλάει για πολιτική ή ένα πολιτικό μυθιστόρημα που μιλάει για έρωτα. Διαβάζοντας κανείς τις ευχαριστίες στο τέλος του βιβλίου, αντιλαμβάνεται από πού αντλείται όλη η τρυφερότητα που περνάει στην ιστορία. Από την αγάπη του συγγραφέα στον δικό του σύζυγο, στον οποίο απευθύνεται στο τέλος με μια τρυφερή αφιέρωση.
Κολυμπώντας στο σκοτάδι
Tomasz Jedrowski
μετάφραση: Μαρία Παπανδρέου
Bell
240 σελ.
ISBN 978-960-507-210-0
Τιμή €15,50
Έρικα Αθανασίου δημοσιογράφος και συγγραφέας
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/24269-tomasz-jedrowski-kolymbontas-sto-skotadi

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου