Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

«Η μαγική λειτουργία της ποίησης: Μια συνομιλία της “Μήδειας” του Ευριπίδη με δημοτικά τραγούδια της θάλασσας» της Τασούλας Καραγεωργίου

 

Πώς νιώθει εργάτης σε αρχαιολογική ανασκαφή όταν αιφνίδια από το χώμα ξεπροβάλλει ακέραιο λυχνάρι πήλινο, έτοιμο ευθύς για χρήση; Παρόμοια χαρά ξεχωριστή νομίζω πως παρέχει η ανακάλυψη κοινών εκφραστικών τρόπων ανάμεσα στην αρχαία ελληνική ποίηση και στο νεοελληνικό δημοτικό τραγούδι. Πρόκειται για ένα θέμα που η εμβέλειά του δεν περιορίζεται στη φιλολογική προσέγγιση των κειμένων ούτε στην ανάδειξη της λαογραφικής τους διάστασης, αλλά αφορά κατά κύριο λόγο την ποιητική τέχνη και τη μακρινή της καταγωγή από τη μαγική ενόραση του κόσμου.

Η ανάδειξη αυτής της σχέσης επαληθεύει συνεχώς το σεφερικό «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», ενώ παράλληλα συνιστά δωρεά ενός τεκμηρίου ποιητικής αιωνιότητας για μια φωνή που βγαίνει από σώμα ζωντανό, απ’ το υπόγειο ποτάμι της γλώσσας, που επιμένει να κυλά σαν τον αρχαίο Ηριδανό κάτω από την άσφαλτο της αθηναϊκής πρωτεύουσας. Η αναζήτηση του καταγωγικού δεσμού με την αρχέγονη λειτουργία της ποίησης, τη μαγική, εκτός των άλλων αποτελεί ουσιαστική μαθητεία στην ποιητική τέχνη και αποκατάσταση της συγγένειάς της με ό,τι ορίζουμε ως ιερό.

Πλείστα είναι τα σχετικά παραδείγματα. Παραθέτω στο παρόν κείμενο ένα από τα πολλά – δώρο αναπάντεχο, καλά κρυμμένο στους πρώτους (1-6) στίχους της Μήδειας του Ευριπίδη, όπου μιλά η τροφός, αναζητώντας την απαρχή των συμφορών της ηρωίδας του δράματος. Σύμφωνα με τα λόγια της, για όλα τα δεινά φταίνε οι υλοτόμοι που πελέκησαν τα πεύκα που από το ξύλο τους φτιαχτήκαν τα κουπιά για το καράβι της Αργώς:

Καλύτερα ποτέ να μην περνούσε φτερωτό
το σκάφος της Αργώς τις μαύρες Συμπληγάδες
στον δρόμο για τη χώρα της Κολχίδας
μήτε στα δάση του Πηλίου να έπεφτε ποτέ
πελεκημένη πεύκη, μήτε ποτέ να γίνονταν κουπί
στα χέρια ανδρών αρίστων
που για χάρι του Πελία κινήσαν
το χρυσόμαλλο δέρας να φέρουν.[1]
(μετάφραση Τ.Κ.)

Το σημείο εκκίνησης της περιπέτειας εντοπίζεται, κατά τη λαϊκότροπη πεποίθηση της τροφού, στην ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση: στους ξυλοκόπους που πελέκησαν τα δέντρα του Πηλίου και στους μαστόρους που έφτιαξαν από το ξύλο τους κουπιά. Σύμφωνα με τη λαϊκή αυτή δοξασία, η φύση δεν ευθύνεται για τα ανθρώπινα πάθη, των οποίων γενεσιουργός είναι ο ανθρώπινος παράγοντας.

Η υπόγεια συνομιλία του δημοτικού τραγουδιού με την αρχαία ελληνική ποίηση μας οδηγεί στις απαρχές του ποιητικού φαινομένου.

Παρόμοιο θέμα συναντάται σε πλείστα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια που αφορούν τη βασανισμένη ζωή των θαλασσινών και στα οποία εγγράφεται ο θρήνος των αγαπημένων τους προσώπων για την απώλειά τους στα βάθη της θάλασσας. Παραθέτουμε τον χαρακτηριστικό θρήνο της μάνας του ναύτη για τον θαλασσοπνιγμένο γιο της από το τραγούδι «Του κυρ Βοριά», ένα έξοχο μοιρολόγι, όπως το διασώζει ο Νικόλαος Πολίτης στο έργο του Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ (εκδ. Διόνυσος, χ.χ., σ. 129):

Ὅλαις οἱ μάνναις κλαίγανε κι’ ὅλαις παρηγορειοῦνται,
μὰ μιὰ μαννοῦλα ἑνοῦ παιδιοῦ παρηγοριὰ δὲν ἔχει.
Βάνει τὶς πέτραις ’ς τὴν ποδιά, τὰ τρόχαλα ’ς τὸν κόρφο,
πετροβολάει τὴ θάλασσα καὶ τροχαλάει τὸ κῦμα.
«Θάλασσα, πικροθάλασσα καὶ πικροκυματοῦσα,
πὄπνιξες τὸ παιδάκι µου, π’ ἄλλο παιδὶ δὲν ἔχω.
– Δὲ φταίω ἡ δόλια θάλασσα, δὲ φταίω ἐγὼ τὸ κῦμα,
μόν’ φταίει ὁ πρωτοµάστορας ποὺ φτειάνει τὰ καράβια,
καὶ τὰ πελέκαγε φτενὰ καὶ τὰ γυρίζει ὁ ἀέρας,
καὶ χάνω τὰ καράβια µου ποὺ εἶναι δικά μ’ στολίδια,
χάνω τὰ παλληκάρια µου, ὁποὺ μὲ τραγουδοῦνε.

Το ίδιο θέμα συναντάται και σε ένα κυπριακό λιανοτράγουδο (Αθανασίου Α. Σακελλαρίου, Τα Κυπριακά, Εν Αθήναις 1891, σ. 228), στο οποίο μάλιστα το «ανάθεμα» λειτουργεί παρόμοια με την αντεστραμμένη ευχή του αρχαίου δράματος:

Ανάθθεμαν τὸν μαραγγὸν ’ποὺ κάμνει τὰ καράβια
καὶ πᾶν’ καὶ ξενιτεύκονται τά ’μορφα παλληκάρκα.

Τη διαδεδομένη στη λαϊκή γλώσσα στερεότυπη έκφραση «καλύτερα να μην…» ή «μακάρι να μην…» (εἴθ’ ὤφελε…) τη συναντάμε και σε ένα έξοχο επιτύμβιο επίγραμμα για θαλασσοπνιγμένο ναυαγό, έργο του Καλλίμαχου[2], κορυφαίου ποιητή της ελληνιστικής εποχής:

Α, ποτέ να μη φτιάχνονταν γρήγορα πλοία·
δεν θα κλαίγαμε τώρα τον γιο του Διοκλείδη τον Σώπολι,
Έχει η θάλασσα μέσα της πια το κορμί του
και μονάχα ένα όνομα εμείς –έναν τάφο κενό– προσκυνάμε.
(Τασούλα Καραγεωργίου, Ναυαγοῦ τάφος εἰμί, εκδ. Γαβριηλίδης 2016, σ. 17)

Η υπόγεια συνομιλία του δημοτικού τραγουδιού με την αρχαία ελληνική ποίηση μας οδηγεί στις απαρχές του ποιητικού φαινομένου. Οι κοινοί εκφραστικοί τρόποι μαρτυρούν πως από κοινού αρδεύουν από το μυστικό ποτάμι της παράδοσης, αναδεικνύοντας μιαν ακατάλυτη συνέχεια και έναν αδιάσπαστο σύνδεσμο της ποίησης με την προλογοτεχνική και στην ουσία μαγική λειτουργία του προφορικού λόγου, ο οποίος αντιμετωπίζει με σεβασμό και με δέος το φυσικό στοιχείο, απενοχοποιώντας και εξευμενίζοντας την τρικυμιώδη θάλασσα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Εἰθ’ ὤφελ ᾿Αργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος
Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας,
μηδ’ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε
τμηθεῖσα πεύκη, μηδ’ ἐρετμῶσαι χέρας
ἀνδρῶν ἀρίστων, οἳ τὸ πάγχρυσον δέρας
Πελίᾳ μετῆλθον.
(Ευριπίδου Μήδεια, 1-6)
[2] ὤφελε μηδ’ ἐγένοντο θοαὶ νέες: οὐ γὰρ ἂν ἡμεῖς
παῖδα Διοκλείδου Σώπολιν ἐστένομεν
νῦν δ’ ὁ μὲν εἰν ἁλί που φέρεται νέκυς: ἀντὶ δ’ ἐκείνου
οὔνομα καὶ κενεὸν σῆμα παρερχόμεθα.
(Καλλιμάχου, Παλατινή Ανθολογία, 7.271)

https://diastixo.gr/arthra/24407-h-magiki-leitourgia-tis-poiisis-mia-sunomilia-ths-mhdeias-dimotika-tragoudia-tasoula-karageorgiou


https://diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου