Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Nicci French: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη

Nicci French: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη


Σπάνια λογοτεχνικές συνεργασίες έχουν στεφθεί με τόσο εντυπωσιακή και μακρόχρονη επιτυχία όσο η σύμπραξη των πρώην δημοσιογράφων και συντρόφων στη ζωή Νίκι Τζέραρντ και Σoν Φρεντς, γνωστότερων με τον συνδυασμό των ονομάτων τους – «Nicci French». Εκείνη εκδηλωτική και εκφραστική, εκείνος πιο συγκρατημένος, με υπόγειο χιούμορ που πρέπει να ξανασκεφτείς τα λόγια του για να το πιάσεις. Η διεθνώς ευπώλητη σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων τους με ηρωίδα την ψυχοθεραπεύτρια Φρίντα Κλάιν καθώς και το αυτόνομο ψυχολογικό θρίλερ Επιστροφή από το σκοτάδι κυκλοφορούν στη χώρα μας από τις εκδόσεις Διόπτρα. Με την ευκαιρία της πρόσφατης επίσκεψής τους στην Αθήνα, επιχειρούν να λύσουν εύλογες και μη απορίες στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης όσο και συναρπαστικής συζήτησης.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι γράφετε μαζί.

Nίκι Τζέραρντ: Πράγματι. Το γράψιμο κατά κανόνα είναι μια άκρως προσωπική, μοναχική ενασχόληση. Είναι σαν να αντικρίζεις τον γυμνό σκελετό του έργου σου.
Σον Φρεντς: Το πρώτο μας κοινό βιβλίο το γράψαμε το 1995, δηλαδή πριν είκοσι ένα χρόνια. Ακόμα και τώρα, όμως, μου φαίνεται πολύ παράξενο. Κάθε φορά που ξεκινάμε ένα μυθιστόρημα, δεν μπορώ καλά καλά να το πιστέψω. Από την άλλη, πάλι, μας έρχεται εντελώς φυσικά. Όταν γνωριστήκαμε η Νίκι κι εγώ, αρθρογραφούσαμε στο ίδιο περιοδικό. Όλη μας η σχέση ήταν απ’ την αρχή άρρηκτα συνδεδεμένη με το γράψιμο. Ο καθένας μας αναλάμβανε άρθρα διαφορετικής θεματολογίας. Μόλις εγώ τελείωνα ένα άρθρο, το έδινα στη Νίκι κι εκείνη μου έκανε σχόλια πάνω σ’ αυτό και μου το ξανάδινε πίσω. Συγχρόνως ήμασταν μανιώδεις αναγνώστες. Διαβάζαμε πάρα πολύ και κάναμε σχετικές συζητήσεις. Με τον καιρό, αντιληφθήκαμε ότι θα μπορούσαμε ίσως και να γράφουμε μαζί.
N.ΤΖ.: Να έχουμε μία «φωνή». Όχι διάλογο με τη συμβατική έννοια, αλλά μια ενιαία «φωνή» που να διαφέρει από του καθενός μας ξεχωριστά. Τα τέσσερα παιδιά μας ήταν τότε πολύ μικρά. Μας ήρθε λοιπόν η ιδέα για ένα πρώτο βιβλίο που θα μιλούσε για οικογενειακά μυστικά και ψέματα. Το θέμα αυτό μας φάνηκε ό,τι έπρεπε για ένα νέο είδος θρίλερ, που όμοιό του δεν είχε ξαναγραφτεί. Και το σημαντικότερο – σκεφτήκαμε πως αν δεν το γράφαμε εμείς εκείνη τη στιγμή, μπορεί να μας προλάβαινε άλλος. Έτσι και το αφήναμε για αργότερα, που θα μεγάλωναν τα παιδιά και θα είχαμε περισσότερη ηρεμία, θα χάναμε το τρένο. Οπότε βάλαμε μπρος χωρίς αργοπορία. Πέσαμε κι οι δυο με τα μούτρα και γράφαμε μαζί στα κρυφά, στριμώχνοντας το γράψιμο στο περιθώριο της κάθε μέρας μας: σε τρένα, ανάμεσα σε αγνώστους... Σιγά σιγά οι σελίδες πλήθαιναν και άρχισαν να σχηματίζουν ένα πραγματικό μυθιστόρημα. Κανείς δεν είχε ιδέα με τι ασχολούμασταν. Νομίζω ότι μας περνούσαν λιγάκι για τρελούς, γιατί ήταν σαν να φορούσαμε μια μάσκα και μάλλον δίναμε την εντύπωση ότι κάνουμε μυστήρια πράγματα. Αλλά από κει ξεκίνησαν όλα.
Είμαστε πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, με άλλου τύπου φαντασία ο καθένας. Όποτε γράφουμε χωριστά, η «φωνή» του καθενός μας δεν έχει καμιά σχέση με του άλλου. Αποκλείεται να μας μπερδέψει κανείς. Κι αυτό είναι ύψιστης σημασίας. Αν είχαμε την ίδια ακριβώς φαντασία και το ίδιο λογοτεχνικό ύφος, ποιος ο λόγος να γράφουμε μαζί; Πιστεύω ότι οι έντονες διαφορές μας, τις οποίες κατορθώσαμε να συμφιλιώσουμε και να συνυφάνουμε, είναι ο κυριότερος παράγοντας των όσων έχουμε επιτύχει.

Αυτό είναι μυθιστόρημα από μόνο του.

Ν.Τζ.: Φυσικά! Θα μπορούσε να γίνει μια ιστορία τρόμου...
Σ.Φ.: Πιστεύω ότι πολλές σχέσεις στηρίζονται σχεδόν στο ότι το κάθε μέλος του ζευγαριού κάνει ξεχωριστή ζωή. Έχουν διαφορετικά επαγγέλματα και κάποια στιγμή, μάλιστα, αποκτούν άλλους φίλους ο καθένας. Αν μια μέρα σου πάνε όλα στραβά στη δουλειά, γυρίζεις σπίτι και τ’ αφήνεις όλα πίσω σου. Η Νίκι κι εγώ, αντίθετα, δεν είχαμε ποτέ όρια τέτοιου είδους στη σχέση μας. Δεν περνάμε βέβαια όλο το χρόνο μας μαζί, γιατί ο καθένας γράφει και μόνος του, αλλά στο τέλος πάντα μαζί δουλεύουμε. Όταν όλα μας πηγαίνουν καλά, τα ευχαριστιόμαστε μαζί και όταν έχουμε δυσκολίες, τις αντιμετωπίζουμε μαζί. Άλλωστε ποτέ δεν παύουμε να δουλεύουμε κι έτσι συζητάμε συνεχώς μεταξύ μας, ανταλλάσσουμε πιθανές ιδέες για βιβλία... για παράδειγμα, μόλις τελειώσαμε το προσχέδιο ενός νέου μυθιστορήματος – και ενώ σκεφτόμαστε πώς θα το προχωρήσουμε, στο πίσω μέρος του μυαλού μας υπάρχει ήδη η ιδέα για ένα επόμενο. Βρισκόμαστε διαρκώς σε μια τέτοια κατάσταση.
Ν.Τζ.: Το ότι δεν έχουμε όρια στη συμβίωσή μας και είμαστε τόσο δεμένοι πάει να πει ότι αν μας συμβεί κάτι καλό, γίνεται ακόμα καλύτερο και αν μας τύχει κάτι κακό... δεν θα εξελιχθεί απαραίτητα σε δράμα, αλλά είναι γεγονός ότι δεν έχεις πού να κρυφτείς. Επίσης, κάτι που συμβαίνει σε κάθε συγγραφέα είναι ότι αν κάποιος του αλλάξει το παραμικρό στο κείμενό του, μια λέξη ή έστω ένα κόμμα, το εισπράττει σαν παραβίαση, σαν πλήγμα. Αυτό εμείς το κάνουμε ο ένας στον άλλον καθημερινά, τόσο στη δουλειά μας όσο και στη συζυγική μας ζωή. Παίρνουμε ο ένας τα λόγια του άλλου και τα μεταπλάθουμε. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα παράδοξη όσο και λεπτή αλληλεπίδραση. Γίνεσαι πολύ ευάλωτος όταν παραδίδεις το έργο σου σε κάποιον άλλον και του επιτρέπεις να επέμβει σ’ αυτό.

Είναι το άκρον άωτον της εμπιστοσύνης.

Ν.Τζ.: Ο μεγαλύτερος κανόνας στο υπόβαθρο όλων των άλλων, μικρότερων κανόνων που έχουμε θέσει είναι αυτός ακριβώς – το να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον. Καταρχάς πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη μεταξύ μας επειδή παραδίδουμε ο ένας στον άλλον τις πολύτιμες λέξεις μας και στη συνέχεια, σε ένα εμφανέστερο επίπεδο, επειδή ό,τι αλλαγή πραγματοποιούμε είναι για το καλύτερο. Δεν πρόκειται για αγώνα επιβολής...
Σ.Φ.: Αν –και αυτό, εννοείται, ισχύει και αντίστροφα– η Νίκι θεωρούσε, ας πούμε, ότι κάτι έπρεπε να αλλάξει δραστικά κι εγώ υποψιαζόμουν πως το λέει επειδή δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να συμφωνήσει με την άποψή μου και σκόπευε απλώς να κατευθύνει την πλοκή όπου ήθελε εκείνη, θα ανοίγαμε μεγάλο καυγά. Αυτό μπορεί να συνέβαινε το 1995. Γνωρίζουμε άτομα που πίστεψαν ότι μπορούσαν να καταφέρουν το ίδιο – ζευγάρια και άτομα γενικότερα που προσπάθησαν να γράψουν μαζί, αλλά κατέληξαν να τσακώνονται συνέχεια γιατί δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στο πώς θα ήθελαν το βιβλίο. Εμείς, πάλι, όποτε συζητάμε για ένα βιβλίο, σχηματίζουμε με ακρίβεια την εικόνα του στο μυαλό μας και ακολουθούμε κοινή πορεία από κει και πέρα. Εμπιστεύομαι τη Νίκι για να συνεισφέρει στη συγγραφή με τρόπους που δεν είναι και τόσο εύκολοι για μένα – και στο τέλος, όλοι βγαίνουμε κερδισμένοι.

Δηλαδή συμπληρώνετε ο ένας τον άλλον;

Ν.Τζ.: Ναι, αλλά όχι με αυτονόητο τρόπο. Είμαστε πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, με άλλου τύπου φαντασία ο καθένας. Όποτε γράφουμε χωριστά, η «φωνή» του καθενός μας δεν έχει καμιά σχέση με του άλλου. Αποκλείεται να μας μπερδέψει κανείς. Κι αυτό είναι ύψιστης σημασίας. Αν είχαμε την ίδια ακριβώς φαντασία και το ίδιο λογοτεχνικό ύφος, ποιος ο λόγος να γράφουμε μαζί; Πιστεύω ότι οι έντονες διαφορές μας, τις οποίες κατορθώσαμε να συμφιλιώσουμε και να συνυφάνουμε, είναι ο κυριότερος παράγοντας των όσων έχουμε επιτύχει.
Σ.Φ.: Σίγουρα πολύς κόσμος νομίζει πως η Νίκι ασχολείται με τα πιο «ήπια», συναισθηματικά και περιγραφικά μέρη των βιβλίων μας, ενώ εγώ με τα πιστόλια και τους φόνους. Δεν είναι καθόλου έτσι, όμως. Ξεκινώντας τη συγγραφή, ποτέ δεν λέμε «εσύ θα γράψεις αυτό (που σου ταιριάζει καλύτερα) κι εγώ εκείνο». Για να πούμε την αλήθεια, δεν ξέρουμε καν ποιος θα γράψει τι. Κι όταν κάνουμε έρευνα –αν και θα ήταν λογικό να μοιράσουμε τα θέματα για να γλιτώσουμε χρόνο– επειδή πρέπει να έχουμε όλα τα στοιχεία στο μυαλό μας, την κάνουμε και οι δυο μαζί. Αν πρόκειται να γράψουμε για κάποια περιοχή, πηγαίνουμε κι οι δυο εκεί και συλλέγουμε τις πληροφορίες. Κατά μία έννοια, είναι πιο δύσκολο από το να γράφεις μόνος σου. Παίρνει περισσότερο καιρό, καθώς επεξεργαζόμαστε τα δεδομένα μεταξύ μας – ταυτόχρονα όμως έχουμε κέρδος, διότι παρακινούμε και ενθαρρύνουμε ο ένας τον άλλον. Και καμιά φορά φοβερίζουμε ο ένας τον άλλον.
Nicci French
Επιστροφή από το σκοτάδι Nicci French
Μετάφραση Αναστασία Καλλιοντζή / Διόπτρα 416 σελ.
ISBN 978-960-605-047-3 Τιμή: €16,60


Έχετε και οι δυο δημοσιογραφική εμπειρία. Επηρεάζει αυτό τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεστε τα θέματά σας;

Ν.Τζ.: Νομίζω ναι, από πολλές απόψεις. Και δεν το βρίσκω κακό. Πρώτα απ’ όλα, μας επηρεάζει με τον προφανέστερο τρόπο – είμαστε μαθημένοι να γράφουμε μέσα σε πιεστικά χρονικά όρια. Δεν έχεις την πολυτέλεια να περιμένεις πότε θα σου έρθει η έμπνευση. Κάθεσαι στο γραφείο σου κι αρχίζεις να αραδιάζεις λέξεις –πότε πολλές, πότε λίγες– γιατί πρέπει πάση θυσία να παραδώσεις κείμενο. Βέβαια η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία είναι δυο εντελώς ξεχωριστά πράγματα, αλλά ο κοινός τους παρονομαστής είναι ότι εξασκείς καθημερινά τους μυς του γραψίματος. Κι αυτό είναι πάρα πολύ χρήσιμο. Κι έπειτα υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη δημοσιογραφίας. Θα αφήσω τον Σον να μιλήσει για το δικό του είδος, αλλά όσον αφορά εμένα, απέκτησα σημαντικές συγγραφικές δεξιότητες χάρη στην κάλυψη κοινωνικών θεμάτων, από όπου ξεκίνησα. Έχω πάρει άπειρες συνεντεύξεις, έχω κάνει αφιερώματα και επίσης έχω γράψει για μικρά και μεγάλα εγκλήματα, όπως το «νταηλίκι» στα σχολεία, η πορνεία και άλλα που απαιτούσαν εκφραστική γλαφυρότητα. Ήταν μια ιδιαίτερα επιμορφωτική εμπειρία, γιατί σου επιτρέπει να γνωρίσεις κόσμους στους οποίους αλλιώς δεν θα είχες πρόσβαση. Κόσμους κρυμμένους, αθέατους ανθρώπους, θλιβερές, φρικαλέες ζωές. Και είναι ένα είδος προνομίου να σου δίνεται η ευκαιρία να πλησιάσεις αυτές τις ζωές, να μιλήσεις από κοντά με αυτούς τους ανθρώπους.
Σ.Φ.: Η δημοσιογραφία μοιάζει αρκετά με τη μυθιστοριογραφία: έχεις ένα θέμα να αναπτύξεις, μια ιστορία να αφηγηθείς. Πρέπει να της προσδώσεις ένα νόημα μέσα από τον τρόπο με τον οποίο θα την ξεδιπλώσεις, έτσι ώστε να επικοινωνήσεις με τους δυνάμει αναγνώστες. Θέτεις στον εαυτό σου το ερώτημα: «Γιατί είναι σημαντική αυτή η ιστορία; Ποιος ο λόγος να τη γράψω για να τη διαβάσει ο κόσμος;». Μαθαίνεις να διακρίνεις το άξιο αναφοράς και εξασκείσαι στο να το μορφοποιείς, να του δίνεις αρχή, τέλος και νοηματική κατακλείδα. Κατανοώ απόλυτα όσους προτιμούν τη δημοσιογραφία που αναζητά την αλήθεια, αν και εδώ κοντεύει να επικρατήσει ένα καθαρόαιμο κλισέ: συνήθως πρόκειται για την αλήθεια όπως λέγεται –και πολύ πιο καίρια– μέσα από τη λογοτεχνία. Μπορεί να υπάρχει ενδιαφέρον για τις δυσάρεστες πτυχές της ζωής, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να γράψει κανείς για τον εαυτό του τοποθετώντας τον άμεσα στις σκοτεινές αυτές περιοχές. Οπότε η λογοτεχνία είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για να διερευνηθεί η αλήθεια.

Ποιος από σας επινόησε πρώτος τη Φρίντα Κλάιν;

Ν.Τζ.: Η Φρίντα Κλάιν μας επισκέφθηκε αυτοπροσώπως. Είχαμε γράψει δεκατρία μυθιστορήματα ως τότε, όλα αυτοτελή και με την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Σε όλα η κεντρική ηρωίδα ήταν γυναίκα. Ενώ σκεφτόμασταν το επόμενο βιβλίο, μας ήρθε η ιδέα για μια ψυχοθεραπεύτρια που θα ήταν κάτι σαν ντετέκτιβ του μυαλού. Μας γοήτευσε η προοπτική να την παρουσιάσουμε ως αποτραβηγμένη από τον κόσμο, έτσι ώστε να κατανοεί τους ανθρώπους ανεπηρέαστη από τα κατά συνθήκην ψεύδη της ζωής τους. Ώσπου να αναγκαστεί να αναμετρηθεί με τον έξω κόσμο, αν και η ίδια δεν έχει καμιά όρεξη να γίνει ντετέκτιβ. Όσο συζητούσαμε για τη Φρίντα, τόσο τη φανταζόμασταν σαν μια γυναίκα μυστικοπαθή, αλλά με την ικανότητα να αποσπά απ’ τους άλλους τα μυστικά τους. Τα δικά της όμως τα φυλάει ως κόρην οφθαλμού και είναι ιδιαίτερα εύθικτη, ιδιότροπη, αξιοπρεπής και μονήρης. Φτιάξαμε μια λίστα με όσα απεχθανόταν και όσα αγαπούσε – και βγήκε να μισεί πολύ περισσότερα απ’ όσα αγαπάει. Είναι ο τύπος που θα ήθελε κανείς για φίλη του, αλλά πρόκειται για μια «δύσκολη» φίλη, καθώς η ειλικρίνειά της μερικές φορές φέρνει τον άλλον σε αμηχανία. Όσο τη σκεφτόμασταν, καταλήγαμε στο ότι της έπρεπαν παραπάνω από ένα βιβλία. Κατά κάποιον τρόπο, επομένως, ήρθε εκείνη σ’ εμάς και μας υπέβαλε τη σειρά. Ως τότε δεν μας είχε πάει καν στο νου να γράψουμε σειρά μυθιστορημάτων. Η ιστορία της Φρίντα όμως δεν γινόταν να ειπωθεί ολόκληρη σ’ ένα μόνο βιβλίο. Η εσωστρέφειά της επέβαλλε να υπάρξουν και συνέχειες, ώστε να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτήν, να την εξερευνήσουμε ως χαρακτήρα.
Σ.Φ.: Το οξύμωρο με τη Φρίντα είναι ότι η ίδια δεν θεωρεί σημαντική την εξιχνίαση εγκλημάτων. Δεν θέλει καν να ασχοληθεί μ’ αυτό – αν και δεν είναι μια απλή επαγγελματίας ψυχοθεραπεύτρια, αλλά αντιπροσωπεύει έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Είναι το ζωντανό παράδειγμα της ακεραιότητας απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό. Θα προτιμούσε βέβαια να μην έχει το χάρισμα της βαθιάς κατανόησης των ανθρώπων, ούτε να το χρησιμοποιεί στην εξιχνίαση εγκλημάτων. Γι’ αυτό και σ’ όλα τα βιβλία υπάρχει το στοιχείο της εσωτερικής πάλης. Δεν της αρέσει αυτό που κάνει, αλλά η ίδια της η ακεραιότητα την υποχρεώνει. Βοηθάει τους άλλους και εμείς γνωρίζουμε ότι ξέρει πόσο περίπλοκη είναι αυτή η διαδικασία. Είναι φορές που με το να βοηθήσεις κάποιον, τον φέρνεις σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι πριν.
Ν.Τζ.: Η Φρίντα προτιμά να κοιτάζει κατάματα τις καταστάσεις, συχνά όμως η άρνηση της πραγματικότητας είναι σωτήρια.
Σ.Φ.: Κι αυτό είναι ένα θέμα το οποίο εξερευνούμε διαρκώς. Το τίμημα της αλήθειας είναι για όλους δυσβάστακτο.

Για τον αναγνώστη, ωστόσο, είναι κι ένα είδος κάθαρσης.

Ν.Τζ.: Πιστεύω πως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ενός εγκλήματος είναι το ότι επιτρέπει σε όποιον γράφει ή διαβάζει γι’ αυτό να αντικρίσει κατάματα, αλλά εκ του ασφαλούς, ό,τι του είναι πολύ τρομακτικό και οδυνηρό. Μας δίνει την ευκαιρία να αναλογιστούμε πράγματα που σε κανονικές συνθήκες δεν θα τα χωρούσε το μυαλό μας.
Σ.Φ.: Μου ήρθε και μια άλλη σκέψη τώρα. Στα περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα –ακόμα και στα καλύτερα του παρελθόντος– βρίσκεται στο τέλος μια λύση, μια απάντηση. Σχεδόν πάντα δίνεται στον αναγνώστη η ικανοποίηση ενός τέλους. Πολύ λίγα φέρνω στο νου μου όπου δεν μαθαίνουμε ποτέ τον ένοχο. Νομίζω όμως ότι ένα «σωστό» αστυνομικό μυθιστόρημα ποτέ δεν θα έλεγε «τώρα όλα τα προβλήματα λύθηκαν και μπορείτε να γυρίσετε στην ανέμελη ζωή σας». Διότι στην ουσία δεν υπάρχει λύση που να επανορθώνει τα πάντα.
Η ανακάλυψη του δράστη είναι ίσως μια ικανοποίηση, αλλά μετά κανείς δεν ζει καλά κι εμείς καλύτερα. Μένει πίσω η διάβρωση της οδύνης. Όταν γράφουμε, πάντα σκεφτόμαστε πολύ ποιο θα είναι το ανθρώπινο κόστος. Οι νεκροί δεν είναι άψυχα αντικείμενα, αλλά ζωές που χάθηκαν. Αυτό είναι το κόστος ενός εγκλήματος και η καταλυτική επίδρασή του.


Δηλαδή κατά μία έννοια, το τέλος μένει πάντα «ανοιχτό».

Ν.Τζ: Η ανακάλυψη του δράστη είναι ίσως μια ικανοποίηση, αλλά μετά κανείς δεν ζει καλά κι εμείς καλύτερα. Μένει πίσω η διάβρωση της οδύνης. Όταν γράφουμε, πάντα σκεφτόμαστε πολύ ποιο θα είναι το ανθρώπινο κόστος. Οι νεκροί δεν είναι άψυχα αντικείμενα, αλλά ζωές που χάθηκαν. Αυτό είναι το κόστος ενός εγκλήματος και η καταλυτική επίδρασή του.
Σ.Φ.: Πιστεύω επίσης πως και το κοινό έχει αποκτήσει περίπλοκο τρόπο σκέψης και προτιμά να μην του χρυσώνεις το χάπι. Δεν υπάρχουν πια πολλά είδη λογοτεχνίας που να βαυκαλίζουν τον αναγνώστη. Τα νεανικά μυθιστορήματα της εποχής μας, λόγου χάρη, είναι γεμάτα βία, θάνατο, σεξουαλική κακοποίηση. Εμείς έχουμε τέσσερα παιδιά και για πολλά χρόνια τους διαβάζαμε βιβλία. Είναι ενδιαφέρον το πόσο «σκοτεινή» μπορεί να γίνει η λογοτεχνία για παιδιά. Ένα μεγάλο μέρος της περιγράφει φρικτά γεγονότα, που σίγουρα θα οδηγούσαν κάποιον στον ψυχοθεραπευτή. Η λογοτεχνία, λοιπόν, είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας. Μας προσφέρει έναν ασφαλή τρόπο να αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας. Κι αυτό είναι πολύ θετικό.

Έχετε σκεφτεί να ασχοληθείτε με άλλο λογοτεχνικό είδος;

Ν.Τζ.: Μαζί; Ποτέ. Ξέρουμε πολύ καλά ότι ως «Nicci French» θα γράφουμε αποκλειστικά ένα ορισμένο είδος. Αν ξαφνικά αποφασίζαμε να γράψουμε μαζί κάτι εντελώς διαφορετικό, τότε δεν θα ήμασταν πια «Nicci French». Θα έπρεπε να βρούμε άλλο ψευδώνυμο. Γιατί η «Nicci French» γράφει ψυχολογικά θρίλερ – αυτή είναι. Αλλιώς ίσως ονομαστούμε «Sean Gerrard».

Άρα είναι γυναίκα η «Nicci French».

Σ.Φ.: Είναι λίγο περίεργο, γιατί θα μπορούσε να είναι και άντρας. Αλλά ήταν σχεδόν καθαρά τυχαίο. Στο πρώτο μας κοινό βιβλίο, το κεντρικό πρόσωπο έπρεπε να είναι γυναίκα, γιατί το απαιτούσε η υπόθεση. Το θέμα της ιστορίας μόνο σε μια γυναίκα θα μπορούσε να συμβεί. Το γράψαμε, λοιπόν, με την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από την πλευρά της ηρωίδας. Όταν ήρθε ο καιρός να το εκδώσουμε, είπαμε να το υπογράψουμε με ένα όνομα, γιατί αν βάζαμε δυο ονόματα στο εξώφυλλο, ίσως ξενίζαμε τον κόσμο. Μια και η αφηγήτρια ήταν γυναίκα, καταλήξαμε σε γυναικείο όνομα – το μικρό της Nicci και το δικό μου επίθετο. Στη συνέχεια βρεθήκαμε να γράφουμε πολύ «γυναικείες» ιστορίες – όλα μας τα βιβλία από κει και πέρα έχουν ηρωίδες γυναίκες. Συνειδητοποιήσαμε ακόμα πως η αστυνομική λογοτεχνία που ασχολείται με γυναίκες είναι ένα σχεδόν ξέχωρο είδος. Άλλα πράγματα συμβαίνουν στις γυναίκες και άλλα στους άντρες. Κι έτσι η «Nicci French» εξελίχθηκε μέσα από το συγκεκριμένο πρίσμα.
Ν.Τζ.: Η γυναικεία ευαισθησία είναι διάχυτη στο έργο μας. Συγχρόνως όμως παρουσιάζουμε την εικόνα μιας γυναίκας δυναμικής, ανεξάρτητης και επιτυχημένης. Παρ’ όλο τον δυναμισμό τους, ωστόσο, οι γυναίκες στην καθημερινότητά τους εξακολουθούν να είναι ευάλωτες και παραμένουν στο περιθώριο του κατεστημένου, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους άντρες. Μια γυναίκα, ας πούμε, δεν θα ένιωθε άνετα να βγει μόνη της στο δρόμο στις τρεις η ώρα τη νύχτα. Και αυτό μας δίνει υλικό για αξιοποίηση στα αστυνομικά μας μυθιστορήματα.

Προς Σ.Φ.: Ήταν εύκολο για σας να υιοθετήσετε τη γυναικεία ματιά;

Σ.Φ.: Αυτή είναι μια ερώτηση στην οποία δυσκολεύομαι ακόμα να απαντήσω. Γιατί αν πριν είκοσι πέντε χρόνια μου έλεγαν πως κάποτε θα αποτελούσα το ήμισυ ενός συγγραφικού διδύμου που θα συστηνόταν ως γυναίκα και θα έγραφε αστυνομικά μυθιστορήματα με γυναίκες ηρωίδες, θα το θεωρούσα αδιανόητο. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τις γυναίκες! Αν μου έδιναν μια στήλη συμβουλών προς γυναίκες, δεν ξέρω αν θα τα έβγαζα πέρα. Αυτό που κάνουμε όμως είναι πολύ διαφορετικό. Μιλάμε για μια συγκεκριμένη γυναίκα που ζει με έναν συγκεκριμένο τρόπο και στην οποία συμβαίνει κάτι αναπάντεχο, μια περίεργη κατάσταση την οποία καλείται να αντιμετωπίσει. Αυτή όμως είναι και η ουσία της συγγραφής – το να μπαίνεις στη θέση κάποιου άλλου και να βιώνεις τη δική του ζωή.
Ν.Τζ.: Στην πραγματικότητα, άλλωστε, δεν γράφουμε ως μια οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά ως αυτή η συγκεκριμένη γυναίκα. Η λογοτεχνία προσφέρει την πολύτιμη αυτή ελευθερία – το να μπορείς να ενστερνιστείς οποιοδήποτε είδος φαντασίας.
Σ.Φ.: Αν μου επιτρέπετε να αναφέρω ένα παράδειγμα – το τρίτο μας βιβλίο μιλάει για μια κοπέλα που γνωρίζει έναν τύπο, τον ερωτεύεται παράφορα, μπλέκει σε μια σαδομαζοχιστική σχέση μαζί του και ανακαλύπτει ότι έλκεται από αυτό το είδος βίας. Θα ήταν πρόβλημα αν η ιστορία αυτή είχε γραφτεί από τον Σον Φρεντς. Ένας άντρας δεν θα έγραφε εύκολα μόνος του κάτι τέτοιο.
Ν.Τζ.: Είχαμε μάλιστα προβληματιστεί για το πώς θα υποδέχονταν το βιβλίο αυτό οι αναγνώστες. Είναι απίστευτο πόσα γράμματα λάβαμε από γυναίκες που απευθύνονταν στη «Nicci French» χωρίς να ξέρουν ότι είμαστε δύο άτομα και ομολογούσαν ότι η προσωπική τους ιστορία έμοιαζε πολύ με αυτήν που είχαμε γράψει. Εγώ τους απαντούσα ως γυναίκα, αλλά τους αποκάλυπτα την αλήθεια, γιατί ένιωθα την ανάγκη να είμαι έντιμη απέναντί τους.
Η γυναικεία ευαισθησία είναι διάχυτη στο έργο μας. Συγχρόνως όμως παρουσιάζουμε την εικόνα μιας γυναίκας δυναμικής, ανεξάρτητης και επιτυχημένης. Παρ’ όλο τον δυναμισμό τους, ωστόσο, οι γυναίκες στην καθημερινότητά τους εξακολουθούν να είναι ευάλωτες και παραμένουν στο περιθώριο του κατεστημένου, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους άντρες.


Έχετε ποτέ ασχοληθεί με παιχνίδι ρόλων; Να «υποδύεστε» δηλαδή τα πρόσωπα των βιβλίων σας;

Ν.Τζ.: Όχι ακόμα, αλλά δεν είναι καθόλου κακή ιδέα! Βέβαια χωρίς να παίζουμε ακριβώς θέατρο, τυχαίνει συχνά να ανταλλάσσουμε μεταξύ μας τις απόψεις των ηρώων μας.
Σ.Φ.: Κι έπειτα, ένας λόγος για τον οποίο δεν προσχεδιάζουμε ποτέ την υπόθεση ενός βιβλίου είναι ότι τα στοιχεία του κάθε χαρακτήρα συμπληρώνονται στην πορεία, μέσα από τη σχέση του με τα υπόλοιπα πρόσωπα. Θα ήταν ανώφελο να τα καθορίσουμε αυστηρά απ’ την αρχή. Κατά μία έννοια, πρόκειται για παιχνίδι ρόλων, αλλά είναι ιδιαίτερα περίπλοκο. Αν και τα πρόσωπα δεν αποκτούν ακριβώς δική τους ζωή, σχηματίζουν ένα «οικοσύστημα» και αντιδρούν το καθένα με τον τρόπο του. Έχουν τις ιδέες και τις απαιτήσεις τους. Είναι φορές, μάλιστα, που δεν υπακούν καν στην κατεύθυνση που θέλεις να δώσεις εσύ στην πλοκή.

Το έργο σας κυκλοφορεί και σε ψηφιακή μορφή. Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μέλλον του έντυπου βιβλίου;

Ν.Τζ.: Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Απ’ όσο έχω υπόψη μου, στην Αγγλία τουλάχιστον η παραγωγή ψηφιακών βιβλίων έχει αυξηθεί κατακόρυφα τελευταία. Γεγονός είναι όμως ότι κάθε ραγδαία εξέλιξη φτάνει κάποτε σε αδιέξοδο. Κατά τη γνώμη μου, το ψηφιακό βιβλίο δεν υπάρχει περίπτωση να αντικαταστήσει ποτέ το έντυπο. Εμείς έχουμε και οι δυο Kindle (συσκευή προβολής ψηφιακών εγγράφων) –όπως και πολύς άλλος κόσμος– γιατί όταν ταξιδεύεις, ας πούμε, δεν είναι εύκολο να κουβαλάς μαζί σου τριάντα βιβλία. Αλλά το έντυπο βιβλίο είναι άλλο πράγμα. Το ψηλαφίζεις, το μυρίζεις, το ξεφυλλίζεις, γεμίζει άμμο... είναι υπέροχο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ποδήλατο.
Σ.Φ.: Στα ψηφιακά βιβλία είναι πολύ βολική η δυνατότητα να αναζητήσεις μια συγκεκριμένη λέξη ή φράση. Από την άλλη, σ’ ένα έντυπο βιβλίο –κι εμείς έχουμε χιλιάδες στο σπίτι– μπορείς να εντοπίσεις ένα σημείο που σου αρέσει, να γυρίσεις μια δυο σελίδες πίσω, να σε σταματήσει κάτι που δεν είχες προσέξει νωρίτερα. Το έντυπο βιβλίο είναι αναντικατάστατο. Και πολύ όμορφο και χρηστικό ως αντικείμενο.
Ν.Τζ.: Επίσης σπάνια βλέπω ποιητικές συλλογές σε ψηφιακή μορφή.
Σ.Φ.: Εκτός από τις μακροσκελείς επικές συνθέσεις, που διαβάζονται σαν μυθιστορήματα.
Ν.Τζ.: Έχω μάλιστα την αίσθηση ότι επιστρέφουμε στην παραδοσιακή, «χειροποίητη» τυπογραφία. Μου κάνει εντύπωση το ότι νέοι, κυρίως, άνθρωποι έχουν μπουχτίσει από την ευκολία της ψηφιακής μεταφόρτωσης και αναζητούν το αυθεντικό.
Σ.Φ.: Δεν ξέρω αν και εδώ ισχύει το ίδιο, αλλά στην Αγγλία παρατηρείται μια γενική στροφή προς την παράδοση. Ο κόσμος προτιμά το ζυμωτό ψωμί, τα τυριά από τοπικούς συνεταιρισμούς... Γιατί λοιπόν να μην ακολουθήσουν και οι εκδότες; Ευκαιρία να ξαναρχίσουν να βγάζουν καλαίσθητα βιβλία...
Ν.Τζ.: Με όμορφες γραμματοσειρές, που μπορείς να ψηλαφίσεις το ανάγλυφό τους στο χαρτί – φανταστική αίσθηση. Βέβαια σε εκδόσεις πλατιάς κυκλοφορίας, κάτι τέτοιο θα ήταν χρονοβόρο και ασύμφορο οικονομικά.

Η αστυνομική λογοτεχνία προσφέρεται συνήθως για τηλεοπτική ή κινηματογραφική μεταφορά. Εσείς όταν γράφετε έχετε κατά νου μια τέτοια προοπτική;

Ν.Τζ.: Όχι, όχι – αν και κάποιο βιβλίο μας έγινε τηλεοπτικό σίριαλ κι ένα άλλο ταινία. Η σειρά με ηρωίδα τη Φρίντα υπάρχει πιθανότητα να διασκευαστεί για τη μικρή οθόνη. Δεν θα είχαμε καμιά αντίρρηση, αφού μας αρέσει ο κινηματογράφος και η ποιοτική τηλεόραση. Αλλά όταν γράφουμε, γράφουμε κι αυτό είναι όλο.
Σ.Φ.: Ορισμένα βιβλία είναι οφθαλμοφανές ότι γράφτηκαν με την προοπτική να γίνουν σενάρια, διότι ως μυθιστορήματα δεν βγάζουν νόημα. Είναι γεμάτα λεπτομέρειες που θα είχαν λόγο ύπαρξης ως σκηνοθετικές οδηγίες, αλλά είναι εντελώς άχρηστες στον αναγνώστη. Πρέπει πάντα να έχεις υπόψη ότι το κείμενό σου οφείλει να είναι λειτουργικό ως ανάγνωσμα.
Ν.Τζ.: Είναι αλήθεια ότι ο κινηματογράφος και η τηλεόραση έχουν επηρεάσει πολύ τη λογοτεχνία γενικά –και αναμφισβήτητα και το δικό μας ύφος– από άποψη τεχνικής. Ο συμφυρμός των εικόνων, οι αναδρομές στο παρελθόν, η παράλειψη του απόλυτα προφανούς... Σ’ ένα από τα βιβλία μας η αφήγηση γίνεται σε πραγματικό χρόνο, έτσι ώστε ο αναγνώστης να συμπάσχει αδιάλειπτα με την ηρωίδα, να γνωρίζει και να βιώνει ακριβώς ό,τι και εκείνη, να βλέπει τον κόσμο μέσα από τα δικά της μάτια. Δεν είναι χωρισμένο σε κεφάλαια – σαν αμοντάριστο φιλμ που γυρίστηκε όλο με τη μία. Δεν είχαμε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να γίνει ταινία, αλλά χρησιμοποιήσαμε κινηματογραφική τεχνική. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα άσκηση ύφους.

Οι ημέρες της εβδομάδας στους τίτλους της σειράς με τη Φρίντα, ήταν ιδέα δική σας ή του εκδότη;

Ν.Τζ.: Δική μας αποκλειστικά – και υπήρχε πολύ συγκεκριμένος λόγος γι’ αυτό. Σκοπός μας ήταν να δώσουμε την αίσθηση του χρόνου που περνά και αφήνει σημάδια στους ανθρώπους, του φορτίου που μαζεύει κανείς στην πορεία της ζωής του. Θέλαμε να εκτυλίσσεται η υπόθεση μέσα στο πλαίσιο μιας δεκαετίας και οι τίτλοι να αντικατοπτρίζουν το πέρασμα του χρόνου. Η σύμπτυξη μιας δεκαετίας σε μια εβδομάδα ήταν καθαρά συμβολική.

Και θυμίζει τις βιβλικές ημέρες της Δημιουργίας.
Ν.Τζ.: Ναι, πράγματι! Πολύ ωραία ιδέα – κι εμείς, σαν θεοί, δημιουργήσαμε έναν δικό μας κόσμο...
Σ.Φ.: Ο συγγραφέας όμως είναι πολύ σκληρός θεός – αν σκεφτούμε όλα όσα βάζουμε τους ήρωές μας να υπομένουν... Και ο βιβλικός Θεός, βέβαια, σκληρός και απάνθρωπος είναι. Αλλά μερικές φορές στενοχωριέσαι όταν αναγκάζεσαι να βασανίσεις ή ακόμα και να σκοτώσεις ένα απ’ τα πρόσωπα που έχεις δημιουργήσει, γιατί δεν έχεις άλλη επιλογή. Κι αυτό είναι το παράδοξο της ανθρώπινης ψυχολογίας: η ενσυναίσθηση που μας διακρίνει, μας φέρνει στη θέση να λυπόμαστε για ένα φανταστικό πρόσωπο, που δεν υπάρχει καν... το οποίο, βέβαια, είναι πλάσμα δικό μας.

Κάποια στιγμή ο ήρωας –η Φρίντα, στην προκειμένη περίπτωση– έρχεται αντιμέτωπος και με τους δικούς του δαίμονες.

Σ.Φ.: Για τη Φρίντα, αυτός ήταν ένας τρόπος να αποδείξει ποια είναι, να φανερώσει τις βαθύτερες δυνάμεις της. Όταν δοκιμάζεις ένα αυτοκίνητο, για παράδειγμα, δεν το οδηγείς μόνο στον ίσιο δρόμο, για λίγα χιλιόμετρα. Θα το ανεβάσεις και στα κατσάβραχα για να δεις πόσο αντέχει. Η Φρίντα ανακαλύπτει τον εαυτό της όταν έρχεται αντιμέτωπη με πράγματα που σε άλλες συνθήκες θα της ήταν αβάσταχτα. 
Ν.Τζ.: Ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους σαν τη Φρίντα – ένας φρικαλέος κόσμος, που δεν του έχει δοθεί ποτέ ευκαιρία να απελευθερωθεί από τα ψυχολογικά του δεσμά.

Το όνομα της Φρίντα, άλλωστε, θυμίζει τη λέξη «freedom» (ελευθερία).

Ν.Τζ.: Αυτό δεν το είχα σκεφτεί! Εμένα μου θυμίζει τον Φρόιντ. Και το επίθετό της, Κλάιν, μοιάζει λιγάκι με το «climb» (σκαρφαλώνω)...
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr
Κατηγορία: ΞΕΝΟΙ
κείμενο: Μάριον Χωρεάνθη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου