Στις 11 Μαΐου συμπληρώθηκαν 115 χρόνια από τη γέννηση της Γερμανοεβραίας ποιήτριας Ρόζαλι Βεατρίκης Σέρτζερ, που είναι γνωστή ως Ρόζε Αουσλέντερ.
Όπως η Μάσα Καλέκο, η Γκέρτρουντ Κόλμαρ, η Έλσε Λάσκερ-Σούλερ, η Χίλντε Ντομίν και η Νέλλυ Ζακς, σηματοδοτεί και η Αουσλέντερ έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της γερμανικής μεταπολεμικής ποίησης. Η ποίηση και γενικότερα η γλώσσα αποτελούν το απόλυτο καταφύγιο τα χρόνια της καταδίωξης από την πατρίδα της αλλά και κατά την οδυνηρή εμπειρία της απώλειας της. Το θέμα της πατρίδας αποτελεί για την Αουσλέντερ ένα ανεπούλωτο τραύμα, καθώς μοιράζεται την άποψη του Ζαν Αμερί ότι είναι αδύνατον για τον άνθρωπο να αποκτήσει δεύτερη πατρίδα. Τη χαμένη πατρίδα την αναπληρώνει σε ένα πνευματικό επίπεδο, δημιουργώντας μία πατρίδα στον κόσμο της ποίησης. Απαρνείται τα εγκόσμια, απομονώνεται και κληροδοτεί πάνω από 2.500 χιλιάδες ποιήματα.
αρνείται να γράψει ποιήματα στη γερμανική γλώσσα. Από το 1949 μέχρι το 1956 γράφει μόνο στην αγγλική γλώσσα. Η αντίδραση αυτή είναι η απάντηση της στην πατρίδα που θεωρεί ότι την πρόδωσε.
Η Αουσλέντερ γεννήθηκε το 1901 στην πολυπολιτισμική πόλη Τσέρνοβιτς της Μπουκοβίνας, η οποία ανήκε τότε στην Αυστροουγγαρία των Αψβούργων και με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου παραχωρήθηκε στη Ρουμανία και στην Ουκρανία. Η Αουσλέντερ σπούδασε λογοτεχνία και φιλοσοφία, μελέτησε ιδιαίτερα τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και εκπόνησε μία μελέτη για το έργο Φαίδρος. Παράλληλα μελέτησε τον Σπινόζα και τον Μπρούνερ. Από μικρή ηλικία η λογοτεχνία και η ποίηση ήταν αναπόσπαστα κομμάτια της ζωής της και αυτό συνέβαλε καταλυτικά στη διαχείριση των μετέπειτα κρίσιμων καταστάσεων.
Μετά το θάνατο του πατέρα της και λόγω οικονομικών δυσχερειών μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1921 με τον μελλοντικό σύζυγο της Ιγνάτιο Αουσλέντερ Το 1926 χωρίζει από τον άντρα της, παίρνει την αμερικανική υπηκοότητα και ξεκινά το δικό της προσωπικό γολγοθά επιβίωσης. Δεν έχει ποτέ δικό της διαμέρισμα, μετακομίζει συνεχώς από δωμάτιο σε δωμάτιο και όλα της τα υπάρχοντα χωράνε σε βαλίτσες. Το 1927 δημοσιεύει τα πρώτα της ποιήματα στην ποιητική ανθολογία Amerika Herold. Εξαιτίας μιας ασθένειας της μητέρας της επιστρέφει το 1931 στην Ευρώπη για να τη φροντίσει. Το ταξίδι αυτό της κόστισε την αμερικανική υπηκοότητα, κατά συνέπεια παραμένει αναγκαστικά στο Τσέρνοβιτς. Το 1939, ο γνωστός Γερμανοεβραίος συγγραφέας και ποιητής Άλφρεντ Μάργκουλ Σπέρμπερ την ενθαρρύνει να δημοσιεύσει την πρώτη ποιητική της συλλογή, το Der Regenbogen (Ουράνιο τόξο). Ο ίδιος ήταν αυτός που προώθησε και στήριξε στα πρώτα βήματα του και τον Πάουλ Τσέλαν.
Το 1941 αιχμαλωτίζεται για τρία χρόνια στα γκέτο του Τσέρνοβιτς με χιλιάδες άλλους Εβραίους. Εκεί βιώνει άθλιες συνθήκες διαβίωσης, καταναγκαστική εργασία και φόβο για τη ζωή της. Τον τελευταίο χρόνο κρύβεται στα υπόγεια του γκέτο για να μην μεταφερθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Σε αυτό το περιβάλλον τρόμου γνωρίζει τον Πάουλ Τσέλαν και μία βαθιά φιλία αναπτύσσεται μεταξύ τους. Ο γνωστός συμβολισμός «Μαύρο γάλα της αυγής» στο ποίημα «Η φούγκα του θανάτου» (1948) του Πάουλ Τσέλαν αποτελεί μία άμεση αναφορά σε στίχο του ποιήματος «Ins Leben» (Στη ζωή) της Αουσλέντερ από την ποιητική συλλογή Der Regenbogen (1939). Το 1974 η Αουσλέντερ γράφει το ποίημα «In Memoriam Paul Celan» (Εις μνήμη του Πάουλ Τσέλαν) και χρησιμοποιεί ξανά τον περίφημο αυτό συμβολισμό. Η Αουσλέντερ θεώρησε τιμή της το γεγονός ότι ο Τσέλαν εμπνεύστηκε από το στίχο της.
η ποιητική γλώσσα αποτέλεσε για αυτήν τη νέα της πατρίδα. Η γλώσσα ως πατρίδα είναι η απόλυτη πατρίδα, το καταφύγιο που είναι αδύνατον να στερηθεί ποτέ ο άνθρωπος.
Το 1944 τελειώνει το μαρτύριο τρόμου της Αουσλέντερ στο γκέτο, καθώς καταλαμβάνουν το Τσέρνοβιτς ρώσικα στρατεύματα και απελευθερώνονται όλοι οι Εβραίοι.
Τα 1946 επιστρέφει στη Νέα Υόρκη και ζει σε κατάσταση ανέχειας και βαθιάς απόγνωσης. Η μοναξιά και η απογοήτευση προκαλούν μία μορφή ποιητικής αδράνειας και για ένα διάστημα δεν παράγει ποιητικό έργο. Το 1947 πληροφορείται το θάνατο της μητέρας της στη Ρουμανία και καταρρέει ψυχικά. Η οδύνη αυτή την ωθεί ξανά στην ποιητική δημιουργία, όμως αρνείται να γράψει ποιήματα στη γερμανική γλώσσα. Από το 1949 μέχρι το 1956 γράφει μόνο στην αγγλική γλώσσα. Η αντίδραση αυτή είναι η απάντηση της στην πατρίδα που θεωρεί ότι την πρόδωσε. Η ποίηση της αυτή τη χρονική περίοδο δέχτηκε επιρροές από τους Αμερικανούς ποιητές Ε.Ε. Κάμινγκς και Μάριαν Μουρ. Με τη Μουρ τη συνδέει μία σημαντική φιλία, η Αουσλέντερ της αφιερώνει κάποια ποιήματα και η Μουρ την ενθαρρύνει να γράψει ξανά στη μητρική της γλώσσα, ουσιαστικό εργαλείο για κάθε ποιητή.
Το 1957 επιστρέφει στην Ευρώπη σε μια προσπάθεια να βρει ξανά την πατρίδα της. Στο Μόναχο και στη Βιέννη βιώνει έντονα αντισημιτική συμπεριφορά. Τελικά το 1965 μετακομίζει στο Ντίσελντορφ και από το 1972 μένει οριστικά στον οίκο της εβραϊκής κοινότητας Νέλλυ Ζακς, όπου απομονώνεται μέχρι το θάνατο της το 1988. Τη ζωή της τη συνέχισε σε ένα ποιητικό πλαίσιο και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή ποιημάτων. Η τελευταία φορά που εγκαταλείπει τον οίκο Νέλλυ Ζακς είναι το 1977 για να παρευρεθεί στα εγκαίνια μιας έκθεσης προς τιμήν της στο Ινστιτούτο Χάινριχ Χάινε στο Ντίσελντορφ. Από το 1978 εικάζεται ότι αποφάσισε να παραμείνει κατάκοιτη μέχρι το θάνατο της, μιμούμενη το παράδειγμα του Χάινριχ Χάινε κατά τη διάρκεια της εξορίας του στο Παρίσι.
Η οδυνηρή απώλεια της πατρίδας, το αίσθημα της αποξένωσης και της απόγνωσης, η υπαρξιακή ανασφάλεια και η αβεβαιότητα εκφράζονται σε όλες τις ποιητικές της συλλογές.
Η Αουσλέντερ πραγματοποίησε μία νέα αρχή στη ζωή της στη γλώσσα της ποίησης, η ποιητική γλώσσα αποτέλεσε για αυτήν τη νέα της πατρίδα. Η γλώσσα ως πατρίδα είναι η απόλυτη πατρίδα, το καταφύγιο που είναι αδύνατον να στερηθεί ποτέ ο άνθρωπος.
Οι δυσκολίες και η απελπισία στα χρόνια της μετανάστευσης και της εξορίας σημάδεψαν τη συγγραφική της δραστηριότητα. Η οδυνηρή απώλεια της πατρίδας, το αίσθημα της αποξένωσης και της απόγνωσης, η υπαρξιακή ανασφάλεια και η αβεβαιότητα εκφράζονται σε όλες τις ποιητικές της συλλογές. Ταυτόχρονα, η ποίηση της Αουσλέντερ εκφράζει κάθε άνθρωπο που βιώνει την εξορία ή το συναίσθημα της αποξένωσης μέσα στην ίδια την πατρίδα, όταν η πατρίδα δεν ταυτίζεται με το αντικείμενο της μνήμης του. Η ποιητική κληρονομιά της Αουσλέντερ ανέρχεται σε χιλιάδες ποιήματα, στον οίκο ευγηρίας έγραφε ακατάπαυστα, ακόμα και πάνω σε φακελάκια τσαγιού για να μην χαθεί η ποιητική ιδέα της φευγαλέας στιγμής. Το έργο της έχει εκδοθεί σε οκτώ τόμους από τις εκδόσεις Fischer. Κάποιοι σημαντικοί τίτλοι είναι οι παρακάτω: Blinder Sommer (Τυφλό καλοκαίρι, 1965), Ohne Visum (Χωρίς βίζα, 1974), Andere Zeichen (Άλλα σημάδια, 1975),Doppelspiel (Διπλό παιχνίδι, 1977), Es bleibt noch viel zu sagen (Πρέπει ακόμη να πούμε πολλά, 1978), Mein Atem heißt jetzt (Η ανάσα μου ονομάζεται τώρα, 1981), Ich zähl die Sterne meiner Worte (Μετράω τα αστέρια των λέξεων μου, 1985), Der Traum hat offene Augen (Το όνειρο έχει ανοιχτά μάτια, 1987).
Στο άρθρο της «Τα πάντα μπορούν να είναι κίνητρο» γράφει για τη σχέση της με το γράψιμο και τις λέξεις, για τη σχέση του ποιητή γενικότερα, για τη βαθύτερη ανάγκη έκφρασης μέσα από τη συγγραφή. «Γιατί γράφω; Επειδή οι λέξεις μου το υπαγορεύουν: γράψε μας. Θέλουν να ενωθούν, να συμμαχήσουν. Λέξη με λέξη. Μία φάλαγγα λέξεων υπέρ, η άλλη εναντίον μου. Θέλουν να εισέλθουν στο πεδίο μάχης του χαρτιού. Εκεί πρέπει να κριθεί η μάχη. Συχνά συμπεριφέρομαι με επιφύλαξη, δεν θέλω να υποκύψω στη δικτατορία τους και τις αφήνω να πετάξουν με τον άνεμο. Αν είναι πιο δυνατές από αυτόν, επιστρέφουν σε μένα, με τραντάζουν, με βασανίζουν, μέχρι να ενδώσω».
Για την Αουσλέντερ η ποίηση ήταν η μοναδική οδός για να επινοήσει και να αποκτήσει μια δεύτερη πατρίδα. Η σκέψη και τα συναισθήματα του ποιητή είναι ο δικός του κόσμος.
Στο ίδιο κείμενο αναφέρει τη λυτρωτική διάσταση της συγγραφής σε μία κατάσταση απόγνωσης. «Την ανυπόφορη πραγματικότητα μπορούσε κανείς να την αντιμετωπίσει με δύο τρόπους: ή με το να παραδοθεί στην απόγνωση ή με τη μετοίκηση σε μια άλλη πραγματικότητα, την πνευματική». Αυτή τη μετοίκηση στην πνευματική πραγματικότητα, στον κόσμο της ποίησης, διάλεξαν πολλοί ποιητές και συγγραφείς για να αντιμετωπίσουν την απώλεια της πατρίδας και της οικογένειας. Κάποιοι όπως ο Τσέλαν και ο Ζαν Αμερί δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν το τραύμα της απώλειας ούτε με τη συγγραφή. Για την Αουσλέντερ η ποίηση ήταν η μοναδική οδός για να επινοήσει και να αποκτήσει μια δεύτερη πατρίδα. Η σκέψη και τα συναισθήματα του ποιητή είναι ο δικός του κόσμος. «Το γράψιμο είναι μία ορμή. Ο ποιητής, ο συγγραφέας πρέπει να φάει, να κινηθεί, να ηρεμήσει, να σκεφτεί, να νιώσει και να γράψει, να γράψει αυτά που του υπαγορεύουν οι σκέψεις και η φαντασία του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου