Ο Ρόντρικ Μπίτον [Roderick Beaton] γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Εδιμβούργο. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Κέιμπριτζ. Μετά την αποφοίτησή του ταξίδεψε για τρία χρόνια και σπούδασε στην Ελλάδα πριν να επιστρέψει στην Αγγλία και να γίνει καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου έως τη συνταξιοδότησή του. Έχει γράψει αρκετά βιβλία για τη σύγχρονη και μεσαιωνική ελληνική λογοτεχνία. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν, μεταξύ άλλων, τα βιβλία του Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία και Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία: Από το Βυζάντιο στη σύγχρονη Ελλάδα, η βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη, Γιώργος Σεφέρης: περιμένοντας τον Άγγελο, η μελέτη Ο Καζαντζάκης μοντερνιστής και μεταμοντέρνος, καθώς και το μυθιστόρημά του Τα παιδιά της Αριάδνης. Επίσης, έχει επιμεληθεί τον συλλογικό τόμο Εισαγωγή στο έργο του Καζαντζάκη: επιλογή κριτικών κειμένων.
Γιατί επανεξετάζετε τη ζωή και το έργο του Λόρδου Μπάιρον;
Βιογραφίες του Μπάιρον υπάρχουν ήδη γύρω στις 200. Αλλά ως προς τη δράση του στην Ελλάδα, τα κίνητρα που τον ώθησαν εκεί και την πραγματική συμβολή του στον ελληνικό Αγώνα, αναπαράγονται επ’ άπειρον τα ίδια, που εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τις ίδιες αγγλόφωνες πηγές. Για τους βυρωνιστές η «ελληνική περιπέτεια» του Μπάιρον αποτελεί κάτι σαν επίλογο σε μια περιπετειώδη ζωή· και μοιραία, αφού τέλειωσε με τον θάνατό του, παριστάνεται εκ των υστέρων ως ραντεβού με το θάνατο. Μοναδική εξαίρεση όσο ξέρω είναι ο καθηγητής της αγγλικής φιλολογίας Στίβεν Μίντα [Stephen Minta], ο οποίος ξέρει ελληνικά και πρώτος άρχισε να σκαρφαλώνει τα ελληνικά αρχεία ώστε να πλαισιώσει τη δράση του Μπάιρον με τα συμφραζόμενα των πολιτικών διενέξεων της Επανάστασης. Για μένα ήταν έκπληξη πόσο λίγο είχε προχωρήσει η έρευνα (με την εξαίρεση αυτή) πάνω σ’ ένα θέμα που θα περίμενα ότι θα είχε από καιρό εξαντληθεί. Αλλ’ απεναντίας. Από κει ξεκίνησα.
Βιογραφίες του Μπάιρον υπάρχουν ήδη γύρω στις 200. Αλλά ως προς τη δράση του στην Ελλάδα, τα κίνητρα που τον ώθησαν εκεί και την πραγματική συμβολή του στον ελληνικό Αγώνα, αναπαράγονται επ’ άπειρον τα ίδια, που εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τις ίδιες αγγλόφωνες πηγές. Για τους βυρωνιστές η «ελληνική περιπέτεια» του Μπάιρον αποτελεί κάτι σαν επίλογο σε μια περιπετειώδη ζωή· και μοιραία, αφού τέλειωσε με τον θάνατό του, παριστάνεται εκ των υστέρων ως ραντεβού με το θάνατο. Μοναδική εξαίρεση όσο ξέρω είναι ο καθηγητής της αγγλικής φιλολογίας Στίβεν Μίντα [Stephen Minta], ο οποίος ξέρει ελληνικά και πρώτος άρχισε να σκαρφαλώνει τα ελληνικά αρχεία ώστε να πλαισιώσει τη δράση του Μπάιρον με τα συμφραζόμενα των πολιτικών διενέξεων της Επανάστασης. Για μένα ήταν έκπληξη πόσο λίγο είχε προχωρήσει η έρευνα (με την εξαίρεση αυτή) πάνω σ’ ένα θέμα που θα περίμενα ότι θα είχε από καιρό εξαντληθεί. Αλλ’ απεναντίας. Από κει ξεκίνησα.
Αν προτείνετε ότι κινδυνεύει μια ένδοξη μυθολογία περί Λόρδου Βύρωνος (ο οποίος, μπορεί και συμπτωματικά, γίνεται «Μπάιρον» στην ελληνική απόδοση της μελέτης μου), δεν είναι φόβος – καιρός ήταν. Ναι μεν η μυθολογία αυτή έπαιζε ρόλο στην απελευθέρωση της Ελλάδας κατά τη δεκαετία του 1820· αλλά η ιστορία, η βιογραφία, και η προσεκτική ανάγνωση των κειμένων της εποχής μάς διδάσκουν διαφορετικά.
Ποια είναι η διαδρομή της σχέσης του με την Ελλάδα;
Είναι μια διαδρομή με πολλούς ελιγμούς. Ο Μπάιρον φτάνει στην Ελλάδα τέλη Σεπτεμβρίου του 1809. Στη συνέχεια ταξιδεύει στην Ήπειρο, την Αλβανία, την Πελοπόννησο· επισκέπτεται τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και καταλήγει στην Αθήνα, όπου μένει για εφτά μήνες. Όσο ταξιδεύει γράφει τα δύο πρώτα μέρη του περίφημου «Τσάιλντ Χάρολντ» και στην Αθήνα προσθέτει εκτενή σχολιασμό σχετικά με τη σύγχρονη Ελλάδα, τους κατοίκους, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία της. Μένει έκθαμβος μπροστά στην άγρια φύση, τα τοπία, τους φουστανελοφόρους Σουλιώτες που τον έσωσαν από ναυάγιο, τους τρομερούς αρβανίτες σωματοφύλακες που τραγουδούσαν τους άθλους του αφέντη τους Αλή πασά.
Είναι μια διαδρομή με πολλούς ελιγμούς. Ο Μπάιρον φτάνει στην Ελλάδα τέλη Σεπτεμβρίου του 1809. Στη συνέχεια ταξιδεύει στην Ήπειρο, την Αλβανία, την Πελοπόννησο· επισκέπτεται τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και καταλήγει στην Αθήνα, όπου μένει για εφτά μήνες. Όσο ταξιδεύει γράφει τα δύο πρώτα μέρη του περίφημου «Τσάιλντ Χάρολντ» και στην Αθήνα προσθέτει εκτενή σχολιασμό σχετικά με τη σύγχρονη Ελλάδα, τους κατοίκους, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία της. Μένει έκθαμβος μπροστά στην άγρια φύση, τα τοπία, τους φουστανελοφόρους Σουλιώτες που τον έσωσαν από ναυάγιο, τους τρομερούς αρβανίτες σωματοφύλακες που τραγουδούσαν τους άθλους του αφέντη τους Αλή πασά.
Φαίνεται ότι βιώνει μια προσωπική, εν μέρει και σεξουαλική, απελευθέρωση, με τις ομοφυλόφιλες σχέσεις του (οι οποίες στην Αγγλία απαγορεύονταν με ποινή θανάτου). Από την άλλη, τα ερείπια του αρχαίου πολιτισμού του προκαλούν κατάθλιψη· μελαγχολεί για το ανεπιστρεπτί της φθοράς. Δεν είναι ιδιαίτερα λάτρης των αρχαίων· παρόλο που ενδιαφέρεται ζωηρά για τις συνθήκες ζωής των καταπιεσμένων από την οθωμανική κυριαρχία Ελλήνων, δεν δηλώνει ρητά φιλέλληνας και μένει διστακτικός μπροστά στο όραμα μιας εθνικής παλιγγενεσίας. Αυτός είναι ο Μπάιρον την εποχή της πρώτης περιοδείας στην Ελλάδα: αμφίθυμος, αμφιφυλόφιλος, αμφίβολος στις εκτιμήσεις του· σκεπτικιστής και σχετικιστής· στην επιγραφή του «Τσάιλντ Χάρολντ» δηλώνει αυτόκλητος «κοσμοπολίτης». Και όλα αυτά τα ανακαλύπτει στην Ελλάδα. Πολλά χρόνια αργότερα θα ομολογήσει, «η Ελλάδα μ’ έκανε ποιητή» και «είναι ο μόνος τόπος όπου έζησα κάποια ευδαιμονία».
Αλλά στη συνέχεια, παρόλο που δεν ξεχνά ποτέ, οι περιπέτειες της ζωής του τον φέρνουν πολύ μακριά από τις πρώιμες αυτές εμπειρίες: στην Αγγλία όπου γίνεται ποιητής μπεστ σέλερ και διασημότητα, στην Ιταλία όπου ερωτεύεται για τα καλά και παραλίγο να συμμετάσχει σε επανάσταση. Μόνο μετά το ξεφούσκωμα της ιταλικής αντίστασης εναντίον των Αυστριακών, αρχές του 1821, και μάλιστα με καθυστέρηση ανεξήγητη, ξαναπιάνει το 1823 το νήμα της πρώτης περιοδείας στην Ελλάδα, με το αποτέλεσμα που ξέρουμε όλοι.
Ο φίλος του Μπάιρον, ο Σέλλεϋ, είχε μια διαφορετική θεώρηση για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ποια ήταν αυτή η θεώρηση;
Για τη θεώρηση του Μπάιρον μόλις είπαμε. Ο Σέλλεϋ είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση. Γνώστης των αρχαίων και κυριολεκτικά λάτρης της αρχαίας ποίησης και φιλοσοφίας, ο Σέλλεϋ πίστευε ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός υπήρξε το ύψιστο κατόρθωμα της ανθρώπινης φυλής: αέναο, αμετάβλητο. Με κάπως μυστικιστική έννοια η αρχαία Ελλάδα, για τον Σέλλεϋ, υφίσταται και «κάτω από τη κρυστάλλινη θάλασσα» της ιστορίας αλλά και πάνω από την ιστορία· ζει αιώνια σε ένα βασίλειο της Σκέψης (με κεφαλαία), όπου «δεν μπορεί να ξεψυχήσει». Ο Σέλλεϋ δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, όπως είχε κάνει ο φίλος του Μπάιρον. Και έτσι στο νου του έφτιαξε ένα ίνδαλμα μιας νοητής Ελλάδας, που μοιάζει εν πολλοίς με την «άνω Ελλάδα» του Σικελιανού. Οι σύγχρονοί του Έλληνες ενδιέφεραν πολύ λιγότερο τον Σέλλεϋ απ’ ό,τι τον Μπάιρον – αλλά στην Πίζα της Ιταλίας όπου ζούσε το ζευγάρι Σέλλεϋ (η Μαίρη είναι γνωστή ως συγγραφέας του Φρανκενστάιν), κατά τύχη γνωρίστηκαν με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τις παραμονές του ξεσηκωμού του 1821. Από τότε μυείται ο Σέλλεϋ στα πολιτικά της Επανάστασης και στη συνέχεια γράφει το περίφημο ποιητικό δράμα, Ελλάς, το οποίο αφιερώνει στον Μαυροκορδάτο. Και πιθανόν, αργότερα, όταν καταλήγει ο Μπάιρον στην Ελλάδα, είναι η σύσταση του (αποθαμένου πλέον) Σέλλεϋ που τον οδηγεί στο πλευρό του Μαυροκορδάτου στο Μεσολόγγι.
Για τη θεώρηση του Μπάιρον μόλις είπαμε. Ο Σέλλεϋ είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση. Γνώστης των αρχαίων και κυριολεκτικά λάτρης της αρχαίας ποίησης και φιλοσοφίας, ο Σέλλεϋ πίστευε ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός υπήρξε το ύψιστο κατόρθωμα της ανθρώπινης φυλής: αέναο, αμετάβλητο. Με κάπως μυστικιστική έννοια η αρχαία Ελλάδα, για τον Σέλλεϋ, υφίσταται και «κάτω από τη κρυστάλλινη θάλασσα» της ιστορίας αλλά και πάνω από την ιστορία· ζει αιώνια σε ένα βασίλειο της Σκέψης (με κεφαλαία), όπου «δεν μπορεί να ξεψυχήσει». Ο Σέλλεϋ δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, όπως είχε κάνει ο φίλος του Μπάιρον. Και έτσι στο νου του έφτιαξε ένα ίνδαλμα μιας νοητής Ελλάδας, που μοιάζει εν πολλοίς με την «άνω Ελλάδα» του Σικελιανού. Οι σύγχρονοί του Έλληνες ενδιέφεραν πολύ λιγότερο τον Σέλλεϋ απ’ ό,τι τον Μπάιρον – αλλά στην Πίζα της Ιταλίας όπου ζούσε το ζευγάρι Σέλλεϋ (η Μαίρη είναι γνωστή ως συγγραφέας του Φρανκενστάιν), κατά τύχη γνωρίστηκαν με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τις παραμονές του ξεσηκωμού του 1821. Από τότε μυείται ο Σέλλεϋ στα πολιτικά της Επανάστασης και στη συνέχεια γράφει το περίφημο ποιητικό δράμα, Ελλάς, το οποίο αφιερώνει στον Μαυροκορδάτο. Και πιθανόν, αργότερα, όταν καταλήγει ο Μπάιρον στην Ελλάδα, είναι η σύσταση του (αποθαμένου πλέον) Σέλλεϋ που τον οδηγεί στο πλευρό του Μαυροκορδάτου στο Μεσολόγγι.
Δεν φοβηθήκατε ότι η αναμέτρηση με μια τόσο σημαντική προσωπικότητα, όπως ο Μπάιρον, και η αποκάλυψη αρνητικών στοιχείων θα μπορούσε να αλλάξει τη γνώμη των Ελλήνων;
Αναλόγως με το τι εννοούμε με τη «γνώμη των Ελλήνων». Αν μιλάμε για σήμερα, λογικά πρόκειται για πολλές και διάφορες γνώμες, όχι για μία και πάγια. Αν προτείνετε ότι κινδυνεύει μια ένδοξη μυθολογία περί Λόρδου Βύρωνος (ο οποίος, μπορεί και συμπτωματικά, γίνεται «Μπάιρον» στην ελληνική απόδοση της μελέτης μου), δεν είναι φόβος – καιρός ήταν. Ναι μεν η μυθολογία αυτή έπαιζε ρόλο στην απελευθέρωση της Ελλάδας κατά τη δεκαετία του 1820· αλλά η ιστορία, η βιογραφία, και η προσεκτική ανάγνωση των κειμένων της εποχής μάς διδάσκουν διαφορετικά. Σύμφωνοι, ο Μπάιρον του «Πολέμου» δεν είναι ο υπεράνθρωπος που αυτοθυσιάζεται για το καλό των Ελλήνων, όπως τον παριστάνει ο Σπυρίδων Τρικούπης το 1824· αλλά ούτε και ο τιποτένιος που τον γέλασαν οι καπετάνιοι και ιδέα δεν είχε παρά μόνο να πεθάνει. Ο δεύτερος αυτός μύθος μπορεί να μην έχει διαδοθεί στην Ελλάδα, αλλά από καιρό επικρατεί στον αγγλόφωνο κόσμο. Ο «δικός μου» ο Μπάιρον –ας μου επιτραπεί η έκφραση– ούτε υπεράνθρωπος ούτε τιποτένιος είναι. Όταν τελικά έρχεται στην Ελλάδα, ξέρει πολύ καλά τι κάνει, σε τι αποσκοπεί η εκστρατεία του. Ελπίζω ότι θα αλλάξουν γνώμη όσοι Έλληνες αναγνώστες του βιβλίου μου μεγάλωσαν με το γνωστό μύθο – και ελπίζω ότι θα εκτιμήσουν ακόμα περισσότερο την πραγματική φυσιογνωμία του Τζορτζ Γκόρντον Νόελ Μπάιρον.
Αναλόγως με το τι εννοούμε με τη «γνώμη των Ελλήνων». Αν μιλάμε για σήμερα, λογικά πρόκειται για πολλές και διάφορες γνώμες, όχι για μία και πάγια. Αν προτείνετε ότι κινδυνεύει μια ένδοξη μυθολογία περί Λόρδου Βύρωνος (ο οποίος, μπορεί και συμπτωματικά, γίνεται «Μπάιρον» στην ελληνική απόδοση της μελέτης μου), δεν είναι φόβος – καιρός ήταν. Ναι μεν η μυθολογία αυτή έπαιζε ρόλο στην απελευθέρωση της Ελλάδας κατά τη δεκαετία του 1820· αλλά η ιστορία, η βιογραφία, και η προσεκτική ανάγνωση των κειμένων της εποχής μάς διδάσκουν διαφορετικά. Σύμφωνοι, ο Μπάιρον του «Πολέμου» δεν είναι ο υπεράνθρωπος που αυτοθυσιάζεται για το καλό των Ελλήνων, όπως τον παριστάνει ο Σπυρίδων Τρικούπης το 1824· αλλά ούτε και ο τιποτένιος που τον γέλασαν οι καπετάνιοι και ιδέα δεν είχε παρά μόνο να πεθάνει. Ο δεύτερος αυτός μύθος μπορεί να μην έχει διαδοθεί στην Ελλάδα, αλλά από καιρό επικρατεί στον αγγλόφωνο κόσμο. Ο «δικός μου» ο Μπάιρον –ας μου επιτραπεί η έκφραση– ούτε υπεράνθρωπος ούτε τιποτένιος είναι. Όταν τελικά έρχεται στην Ελλάδα, ξέρει πολύ καλά τι κάνει, σε τι αποσκοπεί η εκστρατεία του. Ελπίζω ότι θα αλλάξουν γνώμη όσοι Έλληνες αναγνώστες του βιβλίου μου μεγάλωσαν με το γνωστό μύθο – και ελπίζω ότι θα εκτιμήσουν ακόμα περισσότερο την πραγματική φυσιογνωμία του Τζορτζ Γκόρντον Νόελ Μπάιρον.
Ο πόλεμος του Μπάιρον Ρομαντική εξέγερση, ελληνική επανάσταση Roderick Beaton Μετάφραση Κατερίνα Σχινά / Πατάκης 509 σελ. / ISBN 978-960-16-5814-8 Τιμή € 19,90 |
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο Μπάιρον αλλάζει συχνά απόψεις και επηρεάζεται από τους συνεργάτες του. Αλήθεια, είχε επαρκή γνώση για την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας εκείνης της εποχής;
Πριν ξεκινήσει, καθόλου! Μετά, κάθισε 5 μήνες στην Κεφαλονιά ώστε να μάθει ποια είναι η πραγματικότητα της επαναστατημένης Ελλάδας. Πολλοί, έκτοτε, τον κατηγορούσαν για την αναμονή αυτή στα αγγλοκρατούμενα Εφτάνησα. Αλλά από την προσεκτική μελέτη της επιστολογραφίας από διάφορα μέρη της Ελλάδας προκύπτει ότι ο Μπάιρον έμαθε πολλά και γρήγορα, ώστε να πάρει τη μοιραία απόφαση, Δεκέμβρη του 1823, να μην σαγηνευτεί από τους θρυλικούς οπλαρχηγούς αλλά να συνεργαστεί με τον κάθε άλλο παρά χαρισματικό Μαυροκορδάτο.
Πριν ξεκινήσει, καθόλου! Μετά, κάθισε 5 μήνες στην Κεφαλονιά ώστε να μάθει ποια είναι η πραγματικότητα της επαναστατημένης Ελλάδας. Πολλοί, έκτοτε, τον κατηγορούσαν για την αναμονή αυτή στα αγγλοκρατούμενα Εφτάνησα. Αλλά από την προσεκτική μελέτη της επιστολογραφίας από διάφορα μέρη της Ελλάδας προκύπτει ότι ο Μπάιρον έμαθε πολλά και γρήγορα, ώστε να πάρει τη μοιραία απόφαση, Δεκέμβρη του 1823, να μην σαγηνευτεί από τους θρυλικούς οπλαρχηγούς αλλά να συνεργαστεί με τον κάθε άλλο παρά χαρισματικό Μαυροκορδάτο.
Πολλές φορές αναφέρετε το όνομα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Ποια ήταν η συμβολή του στον αγώνα της πατρίδας μας κατά την επανάσταση;
Κατά τη γνώμη μου, ο Μαυροκορδάτος είναι ο παραγνωρισμένος ήρωας της Επανάστασης. Πανέξυπνος, από γνωστή φαναριώτικη οικογένεια, κάτοχος εφτά-οχτώ ξένων γλωσσών, έμπειρος διοικητής αφού μαθήτευσε στην ηγεμονική αυλή του Βουκουρεστίου όπου πολύ νέος κατείχε υψηλά αξιώματα· όλα αυτά τα προσόντα πρόσφερε στην υπηρεσία του τόπου του, όπου έφτασε από την Ιταλία τον Ιούλιο του 1821. Αυτός είναι ο διανοούμενος ήρωας, να το πούμε έτσι, της Επανάστασης. Δημοκράτης, φιλελεύθερος, εμπνευσμένος από τα παραδείγματα των επαναστάσεων της Αμερικής και της Γαλλίας, οραματίζεται την ελεύθερη πατρίδα του ως σύγχρονο έθνος-κράτος, με τη διαίρεση των εξουσιών και την αρχή του Νόμου. Συνεργαζόταν με ομοϊδεάτες εμπόρους από τη νησιά, με άλλους Φαναριώτες, με μερικούς προεστούς της Πελοποννήσου όπως ο Λόντος και ο Ζαΐμης, αργότερα, και με δυσκολία, με τον Κωλέττη. Αντίπαλοί του ήταν οι οπλαρχηγοί, και πρώτος ανάμεσά τους ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος τον απείλησε με διωγμό από την Πελοπόννησο τις μέρες ακριβώς που ο Μπάιρον βρισκόταν εν πλω από την Ιταλία. Την εποχή εκείνη αλλά και αργότερα κατηγορούσαν τον Μαυροκορδάτο ως φιλόδοξο και πονηρό· αλλά ήταν έντιμος πατριώτης που πολεμούσε με τα όπλα του, όπως του τα είχε κομίσει η φύση. Ο απροσδόκητος χαμός του Μπάιρον, τον Απρίλη του 1824, τον έβλαψε ανεπανόρθωτα, όπως πιστεύω, και ύστερα επισκιάστηκε από τον Κωλέττη, τον Καποδίστρια, και τελικά τον Όθωνα.
Κατά τη γνώμη μου, ο Μαυροκορδάτος είναι ο παραγνωρισμένος ήρωας της Επανάστασης. Πανέξυπνος, από γνωστή φαναριώτικη οικογένεια, κάτοχος εφτά-οχτώ ξένων γλωσσών, έμπειρος διοικητής αφού μαθήτευσε στην ηγεμονική αυλή του Βουκουρεστίου όπου πολύ νέος κατείχε υψηλά αξιώματα· όλα αυτά τα προσόντα πρόσφερε στην υπηρεσία του τόπου του, όπου έφτασε από την Ιταλία τον Ιούλιο του 1821. Αυτός είναι ο διανοούμενος ήρωας, να το πούμε έτσι, της Επανάστασης. Δημοκράτης, φιλελεύθερος, εμπνευσμένος από τα παραδείγματα των επαναστάσεων της Αμερικής και της Γαλλίας, οραματίζεται την ελεύθερη πατρίδα του ως σύγχρονο έθνος-κράτος, με τη διαίρεση των εξουσιών και την αρχή του Νόμου. Συνεργαζόταν με ομοϊδεάτες εμπόρους από τη νησιά, με άλλους Φαναριώτες, με μερικούς προεστούς της Πελοποννήσου όπως ο Λόντος και ο Ζαΐμης, αργότερα, και με δυσκολία, με τον Κωλέττη. Αντίπαλοί του ήταν οι οπλαρχηγοί, και πρώτος ανάμεσά τους ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος τον απείλησε με διωγμό από την Πελοπόννησο τις μέρες ακριβώς που ο Μπάιρον βρισκόταν εν πλω από την Ιταλία. Την εποχή εκείνη αλλά και αργότερα κατηγορούσαν τον Μαυροκορδάτο ως φιλόδοξο και πονηρό· αλλά ήταν έντιμος πατριώτης που πολεμούσε με τα όπλα του, όπως του τα είχε κομίσει η φύση. Ο απροσδόκητος χαμός του Μπάιρον, τον Απρίλη του 1824, τον έβλαψε ανεπανόρθωτα, όπως πιστεύω, και ύστερα επισκιάστηκε από τον Κωλέττη, τον Καποδίστρια, και τελικά τον Όθωνα.
Οι Έλληνες υποδέχτηκαν τον Λόρδο Μπάιρον ως ήρωα στο Μεσολόγγι. Τι έβλεπαν στο πρόσωπό του;
Έκαναν λόγο τότε ακόμα και για Σωτήρα. Και κατά μοιραία σύμπτωση, η μέρα που ξεμπάρκαρε στο Μεσολόγγι ήταν παραμονή Χριστουγέννων, σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο, ενώ ξεψύχησε τη Δεύτερα του Πάσχα. Στο αρχείο βρήκα ένα σχόλιο ανώνυμου Έλληνα από τις Κυκλάδες: «Λυπούμαι μεγάλως δια τον, ως προς αυτόν και ως προς την πατρίδα, θάνατον άωρον του λορδ βύρωνος [sic]. Εις τοιαύτας περιστάσεις και η απλή διαμονή του εις την Ελλάδα ωφέλιμος τα μέγιστα». Άλλοι, βέβαια, τον κυνηγούσαν για τα λεφτά του. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, π.χ., του απαιτεί ένα τεράστιο ποσό για ιδιωτική του χρήση (δεν του δίνει), ενώ η Προσωρινή Διοίκησις (δηλ. η κυβέρνηση) ζητά για τις ανάγκες του ναυτικού, και ο Μπάιρον και δίνει και δανείζει από τα δικά του, ενώ επιδιώκει όσο μπορεί πολύ μεγαλύτερο δάνειο από ιδιώτες επενδυτές στο Λονδίνο.
Έκαναν λόγο τότε ακόμα και για Σωτήρα. Και κατά μοιραία σύμπτωση, η μέρα που ξεμπάρκαρε στο Μεσολόγγι ήταν παραμονή Χριστουγέννων, σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο, ενώ ξεψύχησε τη Δεύτερα του Πάσχα. Στο αρχείο βρήκα ένα σχόλιο ανώνυμου Έλληνα από τις Κυκλάδες: «Λυπούμαι μεγάλως δια τον, ως προς αυτόν και ως προς την πατρίδα, θάνατον άωρον του λορδ βύρωνος [sic]. Εις τοιαύτας περιστάσεις και η απλή διαμονή του εις την Ελλάδα ωφέλιμος τα μέγιστα». Άλλοι, βέβαια, τον κυνηγούσαν για τα λεφτά του. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, π.χ., του απαιτεί ένα τεράστιο ποσό για ιδιωτική του χρήση (δεν του δίνει), ενώ η Προσωρινή Διοίκησις (δηλ. η κυβέρνηση) ζητά για τις ανάγκες του ναυτικού, και ο Μπάιρον και δίνει και δανείζει από τα δικά του, ενώ επιδιώκει όσο μπορεί πολύ μεγαλύτερο δάνειο από ιδιώτες επενδυτές στο Λονδίνο.
Ως όνομα και ως προσωπικότητα προφανώς έδινε θάρρος στους επαναστατημένους Έλληνες, και ιδιαίτερα σε όσους ζούσαν εγκλωβισμένοι από τους τουρκαλβανούς στο Μεσολόγγι το χειμώνα του 1823-24. Επίσης η παρουσία του στο πλευρό των Ελλήνων λειτουργούσε ως έμπνευση σε άλλους φιλέλληνες από το εξωτερικό, ενώ η συνεργασία με τον Μαυροκορδάτο ενίσχυσε ηθικά και οικονομικά την παράταξη των εκσυγχρονιστών.
Αν ο Λόρδος ζούσε, σε τι θα βοηθούσε περισσότερο στον αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία;
Στη έγκαιρη και σωστή διανομή των χρημάτων που ήρθαν από το Λονδίνο και στην επικράτηση της νόμιμης κυβέρνησης, ει δυνατόν, χωρίς τις βιαιοπραγίες που ήδη είχαν αρχίσει λίγο πριν πεθάνει και συνέχισαν μέχρι το Ιούνιο του 1824 και με το δεύτερο εμφύλιο του Δεκέμβρη. Αφού πέθανε, τα χρήματα κατασχέθηκαν για αρκετούς μήνες στα Εφτάνησα πριν φτάσουν στην Ελλάδα και τελικά πολλά σπαταλήθηκαν. Η καθυστέρηση και η σπατάλη αυτή κόστισε ακριβά στην Επανάσταση, αφού τους μήνες αυτούς χάθηκαν, με σειρά, η Κάσος, τα Ψαρά και η Κρήτη. Τέλος, αρχές του 1825, επικράτησαν οι κυβερνητικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο και από τότε ανοίγει ο πολιτικός δρόμος προς το συγκεντρωτικό έθνος-κράτος που γνωρίζουμε σήμερα. Έτσι τελικά δικαιώνεται η γραμμή που από κοινού είχαν χαράξει ο Μπάιρον με τον Μαυροκορδάτο – αλλά πάλι με καθυστέρηση και ύστερα από αιματηρές συγκρούσεις που ίσως θα μπορούσαν να αποφευχθούν.
Στη έγκαιρη και σωστή διανομή των χρημάτων που ήρθαν από το Λονδίνο και στην επικράτηση της νόμιμης κυβέρνησης, ει δυνατόν, χωρίς τις βιαιοπραγίες που ήδη είχαν αρχίσει λίγο πριν πεθάνει και συνέχισαν μέχρι το Ιούνιο του 1824 και με το δεύτερο εμφύλιο του Δεκέμβρη. Αφού πέθανε, τα χρήματα κατασχέθηκαν για αρκετούς μήνες στα Εφτάνησα πριν φτάσουν στην Ελλάδα και τελικά πολλά σπαταλήθηκαν. Η καθυστέρηση και η σπατάλη αυτή κόστισε ακριβά στην Επανάσταση, αφού τους μήνες αυτούς χάθηκαν, με σειρά, η Κάσος, τα Ψαρά και η Κρήτη. Τέλος, αρχές του 1825, επικράτησαν οι κυβερνητικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο και από τότε ανοίγει ο πολιτικός δρόμος προς το συγκεντρωτικό έθνος-κράτος που γνωρίζουμε σήμερα. Έτσι τελικά δικαιώνεται η γραμμή που από κοινού είχαν χαράξει ο Μπάιρον με τον Μαυροκορδάτο – αλλά πάλι με καθυστέρηση και ύστερα από αιματηρές συγκρούσεις που ίσως θα μπορούσαν να αποφευχθούν.
Κρίνοντας τον Λόρδο Μπάιρον ως προσωπικότητα τι νομίζετε ότι πρόσφερε στον αγώνα των Ελλήνων κατά την παραμονή του στην Ελλάδα;
Ως όνομα και ως προσωπικότητα προφανώς έδινε θάρρος στους επαναστατημένους Έλληνες, και ιδιαίτερα σε όσους ζούσαν εγκλωβισμένοι από τους τουρκαλβανούς στο Μεσολόγγι το χειμώνα του 1823-24. Επίσης η παρουσία του στο πλευρό των Ελλήνων λειτουργούσε ως έμπνευση σε άλλους φιλέλληνες από το εξωτερικό, ενώ η συνεργασία με τον Μαυροκορδάτο ενίσχυσε ηθικά και οικονομικά την παράταξη των εκσυγχρονιστών.
Ως όνομα και ως προσωπικότητα προφανώς έδινε θάρρος στους επαναστατημένους Έλληνες, και ιδιαίτερα σε όσους ζούσαν εγκλωβισμένοι από τους τουρκαλβανούς στο Μεσολόγγι το χειμώνα του 1823-24. Επίσης η παρουσία του στο πλευρό των Ελλήνων λειτουργούσε ως έμπνευση σε άλλους φιλέλληνες από το εξωτερικό, ενώ η συνεργασία με τον Μαυροκορδάτο ενίσχυσε ηθικά και οικονομικά την παράταξη των εκσυγχρονιστών.
Είσαστε λάτρης του πολιτισμού της πατρίδας μας. Τι πρέπει να κάνει η πολιτεία για να διατηρήσει το ενδιαφέρον το κόσμου για τον ελληνικό πολιτισμό;
Μου κάνετε κομπλιμέντο, αλλά το να είσαι ιστορικός και μάλιστα φιλέλληνας δεν σημαίνει ότι βλέπεις τι πρέπει να γίνει τώρα καλύτερα από ό,τι εκείνοι που βιώνουν την κρίση από κοντά και καθημερινά. Εμείς οι ξένοι που ασχολούμαστε με την ιστορία, τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό της σύγχρονης Ελλάδας έχουμε ευθύνη να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να διαβάσουν οι συμπατριώτες μας την ιστορία αυτή, να γοητευτούν από τον ελληνικό πολιτισμό. Και τώρα τελευταία κυκλοφορούν καινούργια βιβλία στα αγγλικά για την κρίση – σήμερα [4 Απριλίου] παρουσιάστηκε από το ραδιόφωνο του BBC μια ανθολογία μεταφρασμένων ποιημάτων της περιόδου 2009-15 την οποία επιμελήθηκε η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, Κάρεν βαν Ντάικ [Karen van Dyck], και κυκλοφορεί από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Penguin.
Μου κάνετε κομπλιμέντο, αλλά το να είσαι ιστορικός και μάλιστα φιλέλληνας δεν σημαίνει ότι βλέπεις τι πρέπει να γίνει τώρα καλύτερα από ό,τι εκείνοι που βιώνουν την κρίση από κοντά και καθημερινά. Εμείς οι ξένοι που ασχολούμαστε με την ιστορία, τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό της σύγχρονης Ελλάδας έχουμε ευθύνη να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να διαβάσουν οι συμπατριώτες μας την ιστορία αυτή, να γοητευτούν από τον ελληνικό πολιτισμό. Και τώρα τελευταία κυκλοφορούν καινούργια βιβλία στα αγγλικά για την κρίση – σήμερα [4 Απριλίου] παρουσιάστηκε από το ραδιόφωνο του BBC μια ανθολογία μεταφρασμένων ποιημάτων της περιόδου 2009-15 την οποία επιμελήθηκε η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, Κάρεν βαν Ντάικ [Karen van Dyck], και κυκλοφορεί από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Penguin.
Στο ίδιο πρόγραμμα ήταν ο Γιάνης Βαρουφάκης και αναπτύχθηκε σοβαρή συζήτηση όχι μόνο για τα αέναα οικονομικά αλλά και για την ανθρώπινη, και ας πούμε και τη πολιτισμική, άποψη της κρίσης. Άλλες τέτοιες δραστηριότητες υπάρχουν αρκετές – βλέπετε την εξαιρετική δημοσιογραφία της Μαρίας Μαργαρώνη και της Έλενας Σμιθ σε εφημερίδες της Αγγλίας και της Αμερικής.
Έχετε διδάξει πολλά χρόνια ως καθηγητής στο King’s College. Σε ποιους τομείς της κοινωνίας εξελίχθηκαν οι απόφοιτοι του Πανεπιστημίου που σπούδασαν τον ελληνικό πολιτισμό;
Μόλις ανέφερα δύο στην προηγούμενη παράγραφο, ενώ η κυρία βαν Ντάικ είναι απόφοιτη άλλου αγγλικού πανεπιστημίου, της Οξφόρδης. «Δικός μας» (εννοώ του King’s College) είναι επίσης ο πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδας, Τζον Κίτμερ. Και κάμποσοι άλλοι που τέλειωσαν το διδακτορικό τους στα νεοελληνικά στο πανεπιστήμιό μας έγιναν καθηγητές στην Ελλάδα και στην Κύπρο, είτε στη τριτοβάθμια είτε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Άλλοι ακόμα έμειναν στην Αγγλία όπου έκαναν τη σταδιοδρομία τους σε υψηλά αξιώματα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό τομέα.
Μόλις ανέφερα δύο στην προηγούμενη παράγραφο, ενώ η κυρία βαν Ντάικ είναι απόφοιτη άλλου αγγλικού πανεπιστημίου, της Οξφόρδης. «Δικός μας» (εννοώ του King’s College) είναι επίσης ο πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδας, Τζον Κίτμερ. Και κάμποσοι άλλοι που τέλειωσαν το διδακτορικό τους στα νεοελληνικά στο πανεπιστήμιό μας έγιναν καθηγητές στην Ελλάδα και στην Κύπρο, είτε στη τριτοβάθμια είτε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Άλλοι ακόμα έμειναν στην Αγγλία όπου έκαναν τη σταδιοδρομία τους σε υψηλά αξιώματα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό τομέα.
Τι σας αρέσει από τη σύγχρονη Ελλάδα;
Η μουσική. Ή, να το πω καλύτερα, οι μουσικές – από το ηπειρώτικο κλαρίνο ως τη κρητική λύρα και την τσαμπουνά της Καρπάθου, από τον Βαμβακάρη ως τον Θεοδωράκη, ακόμα και η «έντεχνη μουσική», από τον συνθέτη του εθνικού ύμνου, Νικόλαο Μάντζαρο μέχρι τον Σκαλκώτα και τους σύγχρονους που μόλις τώρα αρχίζω να τους ανακαλύπτω.
Η μουσική. Ή, να το πω καλύτερα, οι μουσικές – από το ηπειρώτικο κλαρίνο ως τη κρητική λύρα και την τσαμπουνά της Καρπάθου, από τον Βαμβακάρη ως τον Θεοδωράκη, ακόμα και η «έντεχνη μουσική», από τον συνθέτη του εθνικού ύμνου, Νικόλαο Μάντζαρο μέχρι τον Σκαλκώτα και τους σύγχρονους που μόλις τώρα αρχίζω να τους ανακαλύπτω.
Ποιο ελληνικό βιβλίο είναι το αγαπημένο σας;
Το τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή.
Το τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή.
Ποιο μότο σας έμαθαν οι γονείς σας και το τηρείτε ακόμη;
«να εύχεσαι νά ’ναι μακρύς ο δρόμος» – όχι, φυσικά, πως γνώριζαν οι γονείς μου το καβαφικό ποίημα, αλλά αυτές τις δύο αξίες μ’ έμαθαν για τα καλά: το ταξίδι και το γράψιμο (γιατί πιστεύω ότι και τη δεύτερη εννοούσε ο Αλεξανδρινός).
«να εύχεσαι νά ’ναι μακρύς ο δρόμος» – όχι, φυσικά, πως γνώριζαν οι γονείς μου το καβαφικό ποίημα, αλλά αυτές τις δύο αξίες μ’ έμαθαν για τα καλά: το ταξίδι και το γράψιμο (γιατί πιστεύω ότι και τη δεύτερη εννοούσε ο Αλεξανδρινός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου