Παναγιώτης Καρούσος
Σύζευξη Ελληνισμού
Χριστιανισμού
Η ιστορική συνάντηση τον δυο κόσμων του Χριστιανικού και του
Ελληνικού ξεκίνησε από τον Άρειο Πάγο, με την συνάντηση του κορυφαίου
εκπροσώπου του Χριστιανισμού, του Αποστόλου Παύλου με τους κορυφαίους
εκπροσώπους της Ελληνικής διανόησης, τους Αθηναίους.
Ο Παύλος, ορμώμενος από το Βωμό τον αφιερωμένο στον Άγνωστο
Θεό, που κατά πάσα πιθανότητα είχαν στήσει οι Αθηναίοι προς τιμή του Δαιμονίου
του Σωκράτη (Πλατ. Απολ. ΧΙΧ D και ΧΧΙ C) εδήλωσε προς τους
Αθηναίους: «όν ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλω υμίν» και
συνέχισε: «εποίησε τω εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το
πρόσωπον της γης». Πραξ. Αποστ. ΙΖ 23 – 26. Οι Αθηναίοι άκουσαν συγκλονισμένοι
και με πολύ σκεπτικισμό τις ακαταμάχητες αυτές δηλώσεις του Παύλου, οι οποίες ανέτρεπαν
τις περί Ελλήνων και Βαρβάρων θεωρίες τους. Θα έπρεπε βέβαια να τον αποπέμψουν
που τόλμησε, ένας βάρβαρος αυτός να κατατάξει στην ίδια μοίρα τους Έλληνες και
μάλιστα τους Αθηναίους, με τους βαρβάρους. (Έλληνας κατά τον Ισοκράτη, ως κάτοχο
της Ελληνικής παιδείας. Ισοκρ. «Έλληνες θεωρούμε όχι μόνο τους ανήκοντες το γένος
μας, αλλά όλους όσους μετέχουν στην Ελληνική παιδεία»).
Ένας λαός όμως ανοιχτός στον διάλογο, όπως ήταν οι Αθηναίοι,
όχι μόνο δεν τον απέπεμψαν, αλλά του ζήτησαν χρόνο για να σκεφθούν τα διακηρυχθέντα
και τον προσκάλεσαν, με τον κομψό αθηναϊκό τρόπο, να επανέλθει για να τα
ξανασυζητήσουν «Ακουσόμεθα σου και πάλιν» Πραξ. ΙΖ. 32.
Η συνάντηση αυτή έγινε σε μια κρίσιμη στιγμή για τον
Ελληνισμό. Εξαντλημένος από τους εμφυλίους πολέμους και ταπεινωμένος από την
Ρωμαϊκή κυριαρχία, ήταν πρόθυμος να αναθεωρήσει τις παλιές επηρμένες φυλετικές
απόψεις και να συζητήσει κάθε νέα ιδέα. Από την στιγμή αυτή αρχίζει μια
διαλεκτική συνομιλία μεταξύ των διανοούμενων των δυο πλευρών.
Οι βασικές αρχές που χώριζαν τους δυο αυτούς κόσμους ήταν, πρώτον
ότι οι Έλληνες είχαν σαν κέντρο της ανθρώπινης προσωπικότητας το νου, από τον οποίο
πηγάζει, όταν καλλιεργείται η διανόηση, η οποία διακρίνει τους ανθρώπους σε καλλιεργημένους
ή ακαλλιέργητους και τους λαούς σε ανώτερους και κατώτερους, ανάλογα με το επίπεδο
της διανόησης τους.
Οι Χριστιανοί θεωρούσαν κέντρο του ανθρώπου την ψυχή, από
την οποία όταν καλλιεργείτε πηγάζει η αγάπη, η οποία ενώνει και συμφιλιώνει
τους ανθρώπους, «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος,
ουκ ένι άρσεν και θήλυ πάντες γαρ υμείς είς εστέ» Γαλατ. Γ.28.
Η δεύτερη βασική διαφορά ήταν η πίστη των Ελλήνων σε πολλούς
θεούς με ανθρώπινες αδυναμίες και πάθη, ενώ οι Χριστιανοί πίστευαν σε ένα θεό πνευματικό,
πηγή της αγάπης και της αγαθότητας.
Ο διάλογος αυτός ξεκίνησε με μερικούς τολμηρούς και φωτισμένους
εκπρόσωπους και των δυο πλευρών: Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Αθηναγόρας Αθηναίος, Ιουστίνος
Φιλόσοφος, Κορδάτος Φιλόσοφος, Αριστείδης Αθηναίος, και από την άλλη πλευρά Κλήμης
ο Αλεξανδρεύς, Ωριγένης, Ειρηναίος, και ο διάλογος αυτός δημιούργησε μια
αμοιβαία ανταλλαγή ιδεών και αρχών και μια ενεργητική αλληλεπίδραση.
Η Ελληνική σκέψη, κάτω από την επίδραση του Χριστιανισμού,
αλλάζει προσανατολισμό, χωρίς να χάσει την Ελληνικότητα της. Αντίστοιχα και η
Χριστιανική σκέψη υπό την ισχυρή επίδραση του Ελληνισμού βγαίνει από τα στενά
ιουδαϊκά όρια και αποκτά την ευρύτητα της Ελληνικής σκέψης, χωρίς να εκτοπίσει
τη χριστιανική της κοσμοθεωρία.
Έτσι με ένα ήπιο τρόπο και με αμοιβαία αλληλεπίδραση
καταλήγουμε στον εξελληνισμό του Χριστιανισμού και στον εκχριστιανισμό του
Ελληνισμού.
Εκτός όμως από την αλλαγή στον τρόπο της σκέψης, ο χριστιανισμός
παρέλαβε από τον ελληνισμό την γλώσσα και τον τρόπο έκφρασης, σύμφωνα με τα όποια
διατύπωσε την κοσμοθεωρία του και την έκανε προσιτή και ευπρόσδεκτη όχι μόνο από
τους Έλληνες αλλά και από όλους τους ελληνίζοντες, οι οποίοι κατοικούσαν σε όλο
τον γνωστό τότε κόσμο.
Η ήπια αυτή πορεία των δυο κόσμων κορυφώνετε τον Δ’ αιώνα,
που με το διάταγμα των Μεδιολάνων νομιμοποίητε ο εν διωγμό βρισκόμενος χριστιανισμός
και κηρύσσεται η ανεξιθρησκία.
Με την κήρυξη της ανεξιθρησκίας οι χριστιανοί πλέον δρουν ελεύθερα,
σπουδάζουν ελεύθερα, και αναδεικνύουν τους μεγάλους διανοητές και πατέρες της εκκλησίας,
τον Γρηγόριο, τον Βασίλειο, το Χρυσόστομο, τον Αθανάσιο κ.λ.π., οι οποίοι με
τις λαμπρές σπουδές τους και την πλούσια συγγραφική και κοινωνική τους δράση, επιτυγχάνουν
την οριστική σύζευξη του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό και τη δημιουργία του Ελληνοχριστιανικού
πολιτισμού, ο οποίος επρόκειτο να αλλάξει την μορφή του κόσμου.
Η πορεία αυτή δεν ήταν χωρίς προβλήματα και αντιδράσεις, τόσο
κατά το παρελθόν όσο και σήμερα. Κατά τους πρώτους χρόνους έγιναν κάποιες απαράδεκτες
παρεκτροπές. Δεν μιλώ βέβαια για τις χιλιάδες απάνθρωπες εκτελέσεις αθώων χριστιανών
μαρτύρων, αλλά για τον απαράδεκτο, για τον χριστιανισμό, φόνο της νεοπλατωνικής
φιλοσόφου Υπατίας, ο οποίος οφείλετε σε κάποιους φανατικούς, οι οποίοι ζητούσαν
εκδίκηση. Πράξη αντιχριστιανική, την οποία η επίσημη εκκλησία την καταδίκασε. Επίσης
από την άλλη πλευρά η απόπειρα του Ιουλιανού να επαναφέρει την ειδωλολατρία και
να διώξει τους χριστιανούς, την οποίαν επέκρινε το ίδιο το μαντείο των Δελφών στον
γνωστό χρησμό ο οποίος υπήρξε και ο τελευταίος.
Και σήμερα όμως υπάρχουν μερικοί επικριτές του χριστιανισμού
αφορμώμενοι από κάποιες καταχρήσεις είτε λαϊκών (δήθεν) χριστιανών είτε κληρικών,
και λέω δήθεν, διότι η χριστιανική διδασκαλία δεν δέχεται και δεν συγχωράει τέτοιες
πράξεις, και οι διαπράττοντες αυτά δεν έχουν σχέση με τον χριστιανισμό, απλώς
τον καπηλεύονται.
Οι όψιμοι κατήγοροι του χριστιανισμού γνωρίζουν καλά ότι οι καταχρήσεις
αυτές δεν έχουν καμία σχέση με τις χριστιανικές αξίες. Αξίες όπως το «όσα δεν
θέλετε ίνα ποιώσι υμιν οι άνθρωποι, ουτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» είναι
ακαταμάχητες.
Δυστυχώς όμως οι άνθρωποι δεν ήμαστε ώριμοι ακόμη για να βιώσουμε
τέτοιες αξίες, όταν ωριμάσουμε και μπορέσουμε να τις βιώσουμε, θα φτιάξουμε μια
κοινωνία, που όπως είπε και ο μεγάλος φιλόσοφος Μαχάτμα Γκάντι δεν θα χρειάζεται
ούτε αστυνομία, ούτε δικαστήρια, ούτε φυλακές διότι ουδείς θα διανοηθεί να πράξει
ένα αδίκημα, και όταν διαπίστωσε την υποκρισία και την φαυλότητα πολλών χριστιανών,
δεν κατηγόρησε τον χριστιανισμό, αλλά εξέφρασε τη λύπη του, διότι μια τόσο μεγάλη
ιδέα έπεσε σε τόσο μικρούς ανθρώπους.